Ticker

6/recent/ticker-posts

728x90

2003: Αυτοκτόνησε από ευθιξία

Το όνομα της Ρουμπίνης Σταθέα, αναπληρώτριας διευθύντριας της Κτηματικής Υπηρεσίας Ανατολικής Αττικής «έπαιζε» καθημερινά το φθινόπωρο του 2003 στην τηλεόραση και τις
εφημερίδες, λόγω της απόφασής της να ανακαλέσει το πρωτόκολλο κατεδάφισης μιας μάντρας στη βίλα του εφοπλιστή Νικόλα Πατέρα στο Λαγονήσι, επειδή έκρινε ότι δεν ήταν κομμάτι του αιγιαλού.
Όμως η εκστρατεία κατεδάφισης των αυθαιρέτων είχε «διαφημιστεί» δεόντως από την κυβέρνηση. Τις μπουλντόζες ακολουθούσαν κάμερες και δημοσιογράφοι. Καθημερινά την «ανέκριναν» στα κανάλια οι πολιτικοί της προϊστάμενοι. Η πίεση να προχωρήσει στην κατεδάφιση ήταν αφόρητη. Ακόμη και η υπουργός ΠΕΧΩΔΕ Bάσω Παπανδρέου μίλησε για «τραγέλαφο» και «ασυναρτησίες» των υπηρεσιών, δηλώνοντας οργισμένη με τον τρόπο με τον οποίο η Κτηματική Υπηρεσία «βοηθάει» όσους έχουν αυθαίρετο στην άκρη του κύματος να κερδίσουν χρόνο, μπλοκάροντας την εκτέλεση τελεσίδικων αποφάσεων κατεδάφισης. Όμως για τη Ρουμπίνη Σταθέα ήταν θέμα ηθικής ακεραιότητας.

Στις 13 Οκτωβρίου 2003 η 52χρονη αναπληρώτρια διευθύντρια κλήθηκε στην υπηρεσία για εξηγήσεις σε μια ανώτερη υπάλληλο του Σώματος Ελέγχου Δημόσιας Διοίκησης. Πήγε κανονικά στη συνάντηση, αλλά μάλλον είχε πάρει τις αποφάσεις της. Τηλεφώνησε στο σπίτι ότι θα αργήσει. Πήρε το δρόμο για το Βγέθι, δύο χιλιόμετρα από το εξοχικό της οικογένειας στην Κερατέα. Στάθηκε στην άκρη ενός βράχου, 15 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, έβγαλε τη ζακέτα και τα γυαλιά της και αφέθηκε στο κενό… Την βρήκαν το επόμενο απόγευμα λίγα μέτρα από τη θάλασσα. Ο ιατροδικαστής διαπίστωσε κακώσεις στο θώρακα και την κοιλιά. Μάλιστα, όπως είπε, η γυναίκα σύρθηκε αρκετά, καθώς ο θάνατός της δεν ήταν ακαριαίος.
«Παναγιώτη μου. Δεν ξέρω αν τα όμορφα χρόνια που περάσαμε μπορούν να αντισταθμίσουν την πίκρα που σου δίνω τώρα. Εσύ ξέρεις ότι δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς. Τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο. Θα είχες πλάι σου ένα μαραμένο φυτό. Θέλω να σταθείς στα παιδιά μας. Θέλω να φτάσεις σε βαθύ γήρας, προσέχοντας ιδιαίτερα τον εαυτό σου. Σ’ ευχαριστώ για την ευτυχία που μου χάρισες. Ρουμπίνη».

Αυτά έγραφε, μεταξύ άλλων, στο γράμμα που άφησε στον σύζυγό της, Παναγιώτη Τζαβάρα. Άλλες πέντε επιστολές άφησε στα παιδιά της, Ειρήνη και Κώστα, σε έναν οικογενειακό φίλο γιατρό, στην υπηρεσία της, σε έναν επιθεωρητή του υπουργείου Οικονομικών και στον διευθυντή της «Ελευθεροτυπίας» Σεραφείμ Φυντανίδη.
Στην τελευταία επιστολή αναφερόταν στην στήριξη που της πρόσφεραν ο διευθυντής της Κτηματικής Υπηρεσίας Σπύρος Στάθης, η γενική διευθύντρια Τόνια Τριτάρη και άλλοι συνάδελφοί της, τους οποίους είχε ενημερώσει για την απόφασή της να ανασταλεί η κατεδάφιση του αυθαίρετου κτίσματος στο Λαγονήσι: «Δεν είμαι ηρωίδα, δεν θεωρώ τον εαυτό μου μάρτυρα. Θεωρώ ότι πρέπει να πληρώσω τα λάθη και τις ανεπάρκειές μου, αφού με τις ενέργειές μου διέσυρα για πολλοστή φορά τον άνδρα μου, τον πιο ευαίσθητο, ακέραιο και δημοκρατικό άνθρωπο που γνώρισα ποτέ και να υπονομεύσω το πολιτικό του μέλλον, που του αξίζει να είναι λαμπρό. Διέσυρα τα παιδιά μου, την υπηρεσία μου, το υπουργείο μου, την κυβέρνηση και τη δικαστική εξουσία. Πιστεύω ότι οι περισσότεροι υπάλληλοι είναι έντιμοι. Δεν φταίνε αυτοί που πληρώνουν τις ανεπάρκειες και τις αγκυλώσεις του συστήματος από καταβολής του Ελληνικού Κράτους».
Στο Χολαργό όπου έμενε η Ρουμπίνη Σταθέα μαζί με την οικογένεια της, όσοι την γνώριζαν είχαν μόνο καλά λόγια να πουν. Και ο δικηγόρος της, Μιχάλης Δημητρακόπουλος, δήλωσε ότι η γυναίκα «λειτούργησε στο πλαίσιο της νομιμότητας». Κι αυτό επειδή μετά το 1998, οπότε και είχαν αποφασιστεί τα πρωτόκολλα κατεδάφισης των αυθαιρέτων, η αρμόδια επιτροπή του υπουργείου Οικονομικών όρισε νέο αιγιαλό, με τον οποίο οι αυθαιρεσίες πάνω στο κύμα νομιμοποιούνταν. Η οριοθέτηση του νέου αιγιαλού δεν είχε ακόμα τεθεί σε ισχύ, καθώς δεν είχε δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Όμως οι ιδιοκτήτες των κατασκευών δικαιώθηκαν.

Οι συνάδελφοί της Ρουμπίνης άφησαν λίγα λουλούδια στο γραφείο της στην Κτηματική Υπηρεσία στο Χολαργό, εκεί όπου υπηρετούσε τα τελευταία τριάμισι χρόνια. Είχε και γι’ αυτούς μια επιστολή: «Ελένη, Λίτσα, Αλέκα, Τασία και τους φίλους συναδέλφους. Σας παρακαλώ να συμπαρασταθείτε στον άνδρα μου και τα παιδιά μου. Ελένη σιγά – σιγά, ένας – ένας μην τους πνίξεις. Ξέρεις εσύ. Φιλιά. Λίτσα, Ελένη, Αλέκα, Τασία, Παναγιώτη, Μανόλη, Νατάσα, Μαρία, Φρόσω, Σούλα, Μιχάλη, Γιάννη, Μάνθο, Μαρία, κύριε Τσαβέ, Χρήστο και όλους όσους τώρα ξεχνώ και ξέρουν».
Στις αρχές του 2004 το Σώμα Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης έκρινε «ορθή και αιτιολογημένη» την απόφαση της ανάκλησης του πρωτοκόλλου κατεδάφισης. Το ίδιο και το πόρισμα της αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Ελένης Ράιου, η οποία διενήργησε την προκαταρκτική έρευνα. «Η ενέργεια της ανάκλησης του πρωτοκόλλου από τη Ρουμπίνη Σταθέα ήταν ορθή, το αυθαίρετο κτίσμα βρισκόταν σε εκτός αιγιαλού περιοχή», ανέφερε συγκεκριμένα, αποδίδοντας ευθύνες στον προϊστάμενό της για πιέσεις. «Εάν συμμορφωνόταν, θα υπέπιπτε στην παράνομη πράξη της παράβασης καθήκοντος», κατέληγε το πόρισμα.

Η εισαγγελική λειτουργός ζητούσε η υπόθεση να σταλεί στη Βουλή για την ποινική αξιολόγηση των πράξεων του αρμόδιου υφυπουργού. Όμως, αν και το εισαγγελικό πόρισμα έφτασε στη Βουλή, δεν συζητήθηκε ποτέ. «Όταν περάσει ο πόνος, θα δείτε ότι σωστά έκανα», έγραφε στα παιδιά της η Ρουμπίνη Σταθέα. Όπως θα πει αρκετά χρόνια αργότερα ο σύζυγός της, «η κυβέρνηση είχε αποφασίσει να παραβιάσει ευθέως την αξιοπρέπεια, την υπόσταση μιας υπαλλήλου, αλλά, όπως φαίνεται, δεν μπορεί ένα άτομο να τα βάλει μαζί της και να κερδίσει…».
Νίκος Τσέφλιος


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια