Ticker

6/recent/ticker-posts

728x90

ΑΝΑΛΥΣΗ-Εκλογές 2023: Ποιος είναι ο καλύτερος για να αντιμετωπίσει το δημόσιο χρέος [γράφημα]







Η εκτίμηση του ρίσκου που λαμβάνει κάποιος προτού επενδύσει στην Ελλάδα αποτυπώνεται κυρίως από τις βαθμολογήσεις που κάνουν οι διάφοροι οίκοι αξιολόγησης (Moody’s, S&P, Fitch κ.λπ.).
Από το τέλος του 2020 έως τις αρχές του 2023 οι οίκοι αυτοί μάς έχουν αφήσει στάσιμους στον προθάλαμο της επενδυτικής βαθμίδας. Δηλαδή, αξιολογούν την οικονομία μας ότι έχει μεν θετικές προοπτικές ανάπτυξης και επενδυτικές ευκαιρίες, αλλά περιμένουν να δουν πώς θα κατασταλάξει το θέμα των εκλογών και πόσο σταθερή θα είναι η επόμενη κυβέρνηση.




Αναδρομή

Μια αναδρομή στις αξιολογήσεις των τελευταίων δύο δεκαετιών θα μας διαφωτίσει. Από τον Δεκέμβριο του 2004 έως τον Δεκέμβριο του 2009 η Moody’s μάς είχε στην προχωρημένη επενδυτική βαθμίδα Α. Αρκετά, δηλαδή, πάνω από τη σημερινή αξιολόγηση. Από το 2010 οι αξιολογήσεις άρχισαν να γίνονται δυσμενείς και οι οίκοι αξιολόγησης μας τοποθέτησαν κάτω από τις επενδυτικές βαθμίδες λόγω της αναθεώρησης προς το χειρότερο των δημοσιονομικών στοιχείων που έφεραν και τα μνημόνια. Μια κίνηση πολιτικής σκοπιμότητας με στόχο να αμαυρωθεί ο προηγούμενος ώστε να ξεκινήσει η νέα κυβέρνηση το 2010 με φαινομενικά καλύτερο ορίζοντα. Δεν δούλεψε αυτή η τακτική και μείναμε με το ΔΝΤ να καθορίζει την οικονομική πολιτική της χώρας, με αποτέλεσμα κάθε νοικοκυριό να βλέπει να μειώνονται τα εισοδήματα και η περιουσία του. Τα ομόλογα που εξέδιδε τότε το Ελληνικό Δημόσιο ήταν διαπραγματεύσιμα, αλλά στην κατηγορία ρίσκου για όποιους ήθελαν να τα αγοράσουν. Τον επόμενο χρόνο συνεχίστηκε η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας και τα ομόλογά μας έπεσαν στην κατηγορία υψηλού ρίσκου. Η κατρακύλα συνεχίζεται και τον Ιούλιο του 2011 η Moody’s «ταξινόμησε» τα ομόλογά μας στην κατηγορία «σκουπίδια». Μέχρι τις αρχές του 2012 η Fitch και η S&P ακολούθησαν, επισφραγίζοντας την κατηγορία «σκουπίδια» για τους τίτλους του Δημοσίου. Ουσιαστικά κανείς δεν ήθελε να μας δανείσει. Με τα χρόνια και τις πολλαπλές θυσίες η αξιολόγηση της χώρας βελτιώθηκε. Ουδέποτε όμως μέχρι σήμερα φτάσαμε ξανά στην επενδυτική βαθμίδα. Μέσα από ένα πλήθος κριτηρίων το κυριότερο που λαμβάνουν υπόψη οι οίκοι αξιολόγησης προτού μας αναβαθμίσουν είναι το ύψος του δημόσιου χρέους και ο ρυθμός με τον οποίο αυτό μειώνεται.

Πυρήνας χρέους


Αν και η Ε.Ε. εστιάζει την προσοχή της στην ευρύτερη εικόνα που είναι το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης, ο πυρήνας του χρέους που περιλαμβάνει τον συνολικό μας δανεισμό είναι το χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης, της οποίας, αν τα έσοδα δεν πάνε καλά και τα έξοδα ξεφύγουν, τα ανοίγματα που προκύπτουν επηρεάζουν αρνητικά όλους τους κρατικούς οργανισμούς και τις ΔΕΚΟ που αποτελούν τη Γενική Κυβέρνηση. Στον πίνακα 1 καταγράφεται η διαχρονική εξέλιξη του χρέους της Κεντρικής Κυβέρνησης από το 2010 που μπήκαμε στα μνημόνια έως σήμερα. Τα νούμερα αντιστοιχούν στο συνολικό απόθεμα των δανείων που υπάρχουν στις 31/12 κάθε έτους. Να υπενθυμίσουμε ότι στις αρχές του 2012 έγινε το κούρεμα του χρέους της Ελλάδας όπου κάποια 110 δισ. διαγράφηκαν. Επειδή, όμως, πολλά από τα ομόλογα που είχε εκδώσει το Δημόσιο τα είχαν οι εμπορικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία, η μείωση του χρέους μεταξύ 2011-2012 δεν ήταν ισόποση με 110 δισ. γιατί τα κεφάλαια των δύο αυτών τομέων έπρεπε να καλυφθούν με την έκδοση νέων ομολόγων και έτσι το καθαρό όφελος από τη διαγραφή του χρέους ήταν μόνο περί τα 60 δισ. ευρώ. Η αύξηση του χρέους της Κεντρικής Κυβέρνησης δυστυχώς τα επόμενα χρόνια δεν σταμάτησε. Από τα 306 δισ. που ήταν το 2012 φτάσαμε σήμερα στα 400 δισ. ευρώ. Η αύξηση του δημόσιου χρέους την τελευταία δεκαετία, ενώ έχουν εφαρμοστεί τρία μνημόνια, έχουν χαθεί τόσα εισοδήματα και έχουν γίνει τόσες θυσίες από τον ελληνικό λαό, προφανώς τρομάζει.



Το ΑΕΠ

Το πόσα χρήματα χρωστάμε εξαρτάται από πόσα εισοδήματα δημιουργούνται κάθε χρόνο από τα οποία αντλούνται οι φόροι και αποπληρώνεται σταδιακά το χρέος. Επομένως το ουσιαστικότερο μέγεθος είναι το χρέος ως ποσοστό της εθνικής παραγωγής και όχι το απόλυτο ύψος του δημόσιου χρέους. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ ανέβηκε από το 162% το 2012 στο 225% το 2020 (πίνακας 2). Στη συνέχεια βλέπουμε μια ραγδαία μείωση που στις 31/12/2022 έφερε το χρέος στο 193% του ΑΕΠ. Εφόσον ευοδωθούν οι προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών για το 2023 πιθανότατα μέχρι το τέλος του έτους το χρέος θα πέσει τουλάχιστον άλλες δέκα μονάδες.

Η πορεία του χρέους την τελευταία διετία διαγράφεται πιο αναλυτικά ανά τρίμηνο στον πίνακα 3. Η πτωτική πορεία της διετίας αναμένεται να συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες μέχρι το τέταρτο τρίμηνο του 2023, όπως αναφέρεται στον τελευταίο προϋπολογισμό. Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν απρόοπτα όπως αυτά που είδαμε την τετραετία που πέρασε (πανδημία, πόλεμος), η πορεία του ΑΕΠ την τετραετία μέχρι το 2027 μπορεί να μας απαλλάξει από ένα σοβαρό κομμάτι βάρους που κουβαλά το Δημόσιο, δηλαδή οι φορολογούμενοι. Δυνητικά το ποσοστό του χρέους προς το ΑΕΠ μπορεί να φτάσει στο 150% από 225% που ήταν το 2020. Η προβλεπόμενη διαφορά 75 ποσοστιαίων μονάδων μέσα σε 7 χρόνια χωρίς μάλιστα μνημόνια και την τρόικα να μας πιέζει, θα αποτελεί τεράστια επιτυχία όταν κανείς δει την πορεία του χρέους στο παρελθόν και πόση απώλεια εισοδημάτων στοίχισε σε όλους μας. Υπάρχει κυβέρνηση ικανή να το επιτύχει;





Η ελπίδα

Συνεχίζοντας τη συλλογιστική μας με οδηγό το παρελθόν και τις βελτιώσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, ας δούμε τις προϋποθέσεις που επηρεάζουν ιδιώτες και κυβερνήσεις να επενδύσουν σε χώρες με προοπτική. Το έναυσμα να δουν τα εκτός Ελλάδος κεφάλαια ως επενδυτική ευκαιρία τη χώρα μας πρώτα απ’ όλα έρχεται από τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, η οποία αξιολογεί συνεχώς τα χρέη κάθε χώρας και δημοσιοποιεί τα συμπεράσματά της. Ισως για πρώτη φορά είχαμε τελευταία την καλύτερη αξιολόγηση ως προς την ταχύτητα μείωσης του δημόσιου χρέους μεταξύ των μελών της ευρωζώνης.

Τα αποτελέσματα καταγράφονται στον πίνακα 4 όπου η μεταβολή του χρέους κάθε χώρας έχει υπολογιστεί για το τελευταίο δωδεκάμηνο. Ολες οι χώρες βέβαια καταβάλλουν προσπάθειες να μειώσουν το χρέος τους και έχουν επιτύχει μείωση που ως μέσος όρος της ευρωζώνης είναι της τάξης του -4,5%. Σε αυτή τη σύγκριση η Ελλάδα βγαίνει πρώτη έχοντας μειώσει το χρέος της σχεδόν κατά 25 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ τους δώδεκα τελευταίους μήνες. Αν η τάση μείωσης ήταν δυνατόν να συνεχιστεί με την ίδια ένταση τα επόμενα χρόνια, θα ήταν εύκολο το βάρος του χρέος μας ως ποσοστό του συνόλου των εισοδημάτων να πέσει θεαματικά και την επόμενη τετραετία να πλησιάσει το 100% του ΑΕΠ.

Μια προοπτική που δύσκολα θα ήταν πιστευτή υπό το πρίσμα της ελληνικής πραγματικότητας. Μια πιο συντηρητική και εφικτή πρόβλεψη είναι αυτή που προαναφέραμε, μείωση στο 150% του ΑΕΠ. Επιτεύξιμος στόχος όσο το ΑΕΠ συνεχίζει να αυξάνεται πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και τα δημοσιονομικά μας αποτελέσματα συνεχίζουν να νοικοκυρεύονται. Ταυτόχρονα, επειδή από το Ταμείο Ανάκαμψης απορροφούμε πολλά δισ. ευρώ για έργα υποδομής και τα άλματα στον τουρισμό συνεχίζουν να φέρουν επίσης πολλά δισ. ευρώ στη χώρα, η αναμενόμενη αναβάθμιση της οικονομίας μας από τους οίκους αξιολόγησης θα επισημοποιηθεί μέχρι το τέλος του χρόνου και θα ανοίξει ο δρόμος της εισροής νέων επενδύσεων, που νομοτελειακά οδηγεί στην αποκλιμάκωση του χρέους. Αυτό που δεν μπορεί να εκτιμηθεί αυτή τη στιγμή είναι ποια κυβέρνηση μπορεί να επιτύχει την αλληλουχία των θετικών γεγονότων που προαναφέραμε.



Βήματα επιτυχιών θα γίνουν τα επόμενα χρόνια μετά το ήδη αναβαθμισμένο επίπεδο στο οποίο σήμερα βρισκόμαστε. Τα άλματα όμως που απαιτούνται προκειμένου να δούμε με μεγαλύτερη αισιοδοξία το αύριο θα είναι δυνατόν να εντοπιστούν αργότερα και κατά τον Σεπτέμβριο που θα έχει ισορροπήσει το πολιτικό τοπίο και θα έχουν μπει σε εγρήγορση τα επιχειρηματικά προγράμματα εντός και εκτός Ελλάδας.

Συμπεράσματα

Στην παραπάνω ανάλυση υποστηρίζεται ότι το δημόσιο χρέος είναι 400 δισ. ευρώ και μπορεί να αντιμετωπιστεί σταδιακά εφόσον το ΑΕΠ της Ελλάδας ανέρχεται ικανοποιητικά με ρυθμούς πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Παραμένει, όμως, αναπάντητο πόσα μπορεί να πληρώσει κανείς στη διάρκεια του εργατικού του βίου χωρίς να είναι ανάγκη να εξαθλιωθεί, όπως το ζήσαμε την εποχή των μνημονίων. Βάσει του πληθυσμού μας, το χρέος ανά άτομο αντιστοιχεί σε 40 χιλιάδες. Αυτό δεν είναι το σωστό νούμερο γιατί πρέπει να εξαιρεθούν οι νεαρές ηλικίες, όσοι είναι αδύναμοι να εργαστούν και οι συνταξιούχοι.

Το βάρος επομένως πέφτει στους ώμους των απασχολούμενων που είναι λίγο πάνω από 4 εκατομμύρια και αν συμπιεστεί η ανεργία, ο αριθμός αυτός ανεβαίνει στα 4,3 εκατ. Εκεί εξαντλούνται τα αποθέματα του εργατικού δυναμικού. Το αναλογούν λοιπόν ποσό σήμερα είναι τουλάχιστον 93 χιλιάδες ευρώ στους ώμους του κάθε απασχολουμένου. Θα έχει όμως τη δυνατότητα να αποταμιεύει τα χρήματα για την αποπληρωμή του χρέους στα 35-40 χρόνια που θα εργάζεται;

Αποπληρωμή σημαίνει να πληρώνεις επιπλέον 2.500 ευρώ το έτος από ό,τι ήδη σου αφαιρούν οι άμεσοι και έμμεσοι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές. Πολύ δύσκολα επομένως λύνεται αυτή η εξίσωση. Οταν κοιτάμε τους υποψήφιους κυβερνήτες μας για λύσεις και ακούμε από αυτούς υποσχέσεις για καλύτερες ημέρες, τους προκαλούμε να μας πουν ψέματα. Οποιος δίνει τις λιγότερες υποσχέσεις και περιγράφει τις δυσκολίες που πρέπει να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον λέει τα λιγότερα ψέματα και με λίγη τύχη είναι ο καλύτερος για να αντιμετωπίσει το δημόσιο χρέος.

Πηγή: eleftherostypos.gr







Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια