Την ώρα που το νομοσχέδιο για τις 174 αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας βρίσκεται στη Βουλή και οδεύει προς ψήφιση, μια πρόταση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Τάκη Θεοδωρικάκου, με αφορμή την υπόθεση στο Πέραμα που κατέληξε στο θάνατο του νεαρού καταδιωκόμενου Ρομά, έρχεται να προκαλέσει πολλές συζητήσεις.
Κι αυτό γιατί στις ήδη πολλές αλλαγές , με βάση την
επικαιρότητα προστίθενται και άλλες προτάσεις αυστηροποίησης για επιμέρους
αδικήματα, ακόμα και μικρής έντασης εγκληματικότητας, όπως είναι η επικίνδυνη
οδήγηση. Η κουβέντα ξεκίνησε από την αποστροφή του Υπουργού για τις θεσμικές
αλλαγές στην αστυνομία, σύμφωνα με την οποία “….είμαι σε επαφή με τον
συνάδελφο Υπουργό Δικαιοσύνης για την ανάληψη πρωτοβουλίας εκσυγχρονισμού του
Ποινικού Κώδικα, ώστε οι κατ’ επάγγελμα κλοπές να μετατραπούν σε κακούργημα και
η παραβατική συμπεριφορά καταδιωκόμενων να μην τιμωρείται απλά για παράβαση
διατάξεων του ΚΟΚ, να προβλεφθούν αυστηρότερες ποινές και η έφεση να μην έχει
ανασταλτικό χαρακτήρα”.
Τι προβλέπεται σήμερα
Ουσιαστικά, όπως αναφέρει ο ποινικολόγος Κων/νος Γώγος
ουσιαστικά ο κ. Θεοδωρικάκος ζητεί 3 πράγματα:
Α. Δημιουργία κακουργηματικής μορφή τους αδικήματος της
κλοπής όταν αυτό τελείται κατ’ επάγγελμα.
Β. Ύπαρξη αυστηρότερου πλαισίου για την περίπτωση της
καταδίωξης πλέον του ΚΟΚ.
Γ. Η έφεση να μην έχει αναστέλλουσα δύναμη στην περίπτωση
της καταδίκης για το αδίκημα της καταδίωξης.
Άλλαξε
Ο κ.Γώγος περιγράφει τι υφιστάμενο καθεστώς δίωξης αλλά
και όσα συνέβησαν με τις αλλαγές του νέου Ποινικού Κώδικα (του ΣΥΡΙΖΑ, Ιούνιο
2019) και την πρώτη τροποποίηση του 2019 (απο την ΝΔ). Επι της ουσίας η
πρόβλεψη για κακουργηματική διάσταση της κατ΄ επάγγελμα κλοπής, καταργήθηκε το
2019, επανήλθε όταν αυτή διαπράττεται από 2 άτομα και πάνω και τώρα , πιθανόν,
θα επανέλθει και για ένα άτομο:
“Α. Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ως προς το πρώτο ζήτημα
ότι πράγματι ο Ποινικός Κώδικας πριν την τροποποίησή του το 2019 είχε ειδική
διακεκριμένη περίπτωση στο άρθρο 374 που αφορούσε την κατ’ επάγγελμα τέλεση του
αδικήματος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον παλαιό Κώδικα όποιος τελούσε
κλοπές κατ’ επάγγελμα μπορούσε να τιμωρηθεί με ποινή κακουργηματική, η οποία
ήταν ποινή καθείρξεως έως δέκα έτη.
Πλέον ο νέος Ποινικός Κώδικας έχει καταργήσει την
συγκεκριμένη διάταξη. Επομένως, η πρόταση του Υπουργού στην πραγματικότητα αναφέρεται
σε επαναφορά στο προηγούμενο καθεστώς.
Ήδη η παρούσα Κυβέρνηση στις προηγούμενες τροποποιήσεις βελτίωσε
την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος προσθέτοντας στις διακεκριμένες
περιπτώσεις του αδικήματος της κλοπής, την περίπτωση που η πράξη τελείται από
τουλάχιστον δύο δράστες. Συγκεκριμένα, όταν η κλοπή τελείται από δύο
τουλάχιστον άτομα αποτελεί διακεκριμένη περίπτωση του αδικήματος, ήτοι
κακουργηματική μορφή και τιμωρείται και αυτή με κάθειρξη έως δέκα έτη.
Ωστόσο, αξίζει να αναφέρει κανείς εδώ πως η τροποποίηση που
έχει εισαχθεί προς ψήφιση στη Βουλή δεν συμπεριλαμβάνει την ανωτέρω πρόταση του
Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, κάτι που μπορεί βέβαια να γίνει στις βελτιώσεις
που πιθανόν θα γίνουν.
Οι παραβάσεις του ΚΟΚ
Για τις περιπτώσεις καταδίωξης ο κ. Γώγος εξηγεί ότι θα
αδικήματα του ΚΟΚ έχουν καταργηθεί ως ποινικά (κατά βάση διοικητικές παραβάσεις),
ενώ αν κάποιος δεν σταματήσει σε σήμα της αστυνομίας, η βαρύτερη ποινή είναι
φυλάκιση έως έξι μήνες για απείθεια:
“Β. Τα αδικήματα τα οποία αναφέρονται στον ΚΟΚ κυρίως
είναι διοικητικές παραβάσεις και πταίσματα που έχουν καταργηθεί. Ακόμα να
κατηγορηθεί κανείς για απείθεια για μη συμμόρφωση σε σήμα του αστυνομικού το
πλαίσιο ποινής πράγματι είναι μικρό, ήτοι φυλάκιση έως έξι μήνες ή χρηματική
ποινή.
Επομένως, πράγματι η αναμόρφωση ή η τυποποίηση ενός
συγκεκριμένου αδικήματος για την καταδίωξη αυτή καθ’ εαυτή θα ήταν κρίσιμη
εφόσον πλέον το κοινωνικό φαινόμενο έχει προλάβει το νομοθετικό έργο”.
Στη φυλακή;
Το νομικό ζητημα πάντως δημιουργείται για την πρόταση να μην
δίδεται αναστολή στην έφεση, δηλαδή να οδηγείται ο παραβάτης του ΚΟΚ που δεν
πειθάρχησε στον αστυνομικό έλεγχο, στη φυλακή. Κι αυτό γιατί αφενός η ποινή του
δεν μπορεί να ξεπερνά τα 3 χρόνια (ή θα είναι πολύ μικρότερη) και αφετέρου με
βάση τον ισχύοντα ΠΚ, όλες αυτές οι ποινές αναστέλλονται. Πως θα εξαιρεθούν
αυτές οι παραβάσεις;
Όπως αναφέρει ο κ. Γώγος:
Γ. Η μη χορήγηση αναστολής στη έφεση επί της ουσίας οδηγεί
τον καταδικασθέντα πρωτόδικα στην φυλακή. Ενώ πολιτικά ακούγεται εντυπωσιακό,
επί της ουσίας ο Άρειος Πάγος σε προγενέστερο χρόνο έχει εκδώσει αποφάσεις για
το αντίθετο.
Σε κάθε περίπτωση ο καταδικασμένος ακόμα και αν ψηφισθεί μία
τέτοια διάταξη και στην ακραία περίπτωση επιβληθεί από Δικαστήριο η μη χορήγηση
αναστολής, ο καταδικασμένος έχει την δυνατότητα να καταθέσει αυτοτελές αίτημα
χορήγησης αναστολής κατ’ άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ. Πρακτικά δηλαδή η διάταξη
θα μείνει ανεφάρμοστή όπως σε όλες τις άλλες περιπτώσεις που ψηφίσθηκε κάτι
τέτοιο.
Σε κάθε περίπτωση είναι πλήρως αντίθετο με το ίδιο το γράμμα
και της επιταγές της Επιτροπής και του νομοσχεδίου και αυτή τη στιγμή βρίσκεται
στη Βουλή για τροποποίηση του Κώδικα. Δεν είναι δυνατόν να δίνεται
αναστολή σε όλα τα αδικήματα έως τρία έτη και επέκταση της αναστολής σχεδόν πια
μέχρι και τα πέντε υπό προϋποθέσεις και να συζητάμε για μη χορήγηση αναστολής
στην έφεση σε νέο αδίκημα που σήμερα τυποποιείται μόνο ως μη συμμόρφωση στον
ΚΟΚ”.
Τι θα κάνει το Υπουργείο Δικαιοσύνης
Σύμφωνα με πληροφορίες πιθανόν το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα
ενσωματώσει στις αλλαγές του ΠΚ που βρίσκονται ήδη στη Βουλή, τις προτάσεις, ως
εξής:
– Θα προστεθεί η κακουργηματική δίωξη για κατ΄ επάγγελμα
κλοπή και από έναν δράστη
– Θα τυποποιήσει ως αδίκημα με αυξημένη ποινή την παράβαση
του ΚΟΚ κατά την καταδίωξη από την αστυνομίας
– Θα δώσει το δικαίωμα στον δικαστή (κατά την κρίση του
κι εφόσον αυτό συνδυάζεται με άλλα χαρακτηριστικά του δράστη) να μην αναστείλει
την ποινή πρωτοδίκως.
0 Σχόλια