Ο νόμος 4661
δημοσιεύεται στις 12 Μαΐου 1930. Σύμφωνα με αυτόν, ιδρύεται το
ανεξάρτητο Πυροσβεστικό Σώμα διαθέτοντας πλήρη αυτοδιοίκηση σε μορφή
Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου και υπαγωγή στο Υπουργείο Εσωτερικών. Πριν την ημερομηνία αυτή, υπεύθυνοι για την πυρόσβεση ήταν η τοπική αυτοδιοίκηση και ο λόχος σκαπανέων ενώ ακόμα και πολίτες επιστρατεύονταν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Στα δημόσια κτίρια την αρμοδιότητα και την ευθύνη κατάσβεσης πυρκαγιών είχε ο στρατός.
Το 1931 κατασκευάστηκε στο προαύλιο της οδού Μουρούζη, ο πρώτος στην Ελλάδα, Πυροσβεστικός Πύργος Ασκήσεων, εξοπλισμένος με ειδικό πυροσβεστικό γυμναστήριο και μια σήραγγα για την εκπαίδευση των επαγγελματιών πυροσβεστών, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η «Θεωρία Πυροσβεστικής Τέχνης» με τις γενικές αρχές και μεθόδους κατάσβεσης του σώματος. Το 1932 ιδρύθηκαν Πυροσβεστικές Υπηρεσίες στους Δήμους Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης ενώ μέχρι και το 1940 το Πυροσβεστικό Σώμα στελέχωσε ραγδαία το προσωπικό του καθώς ιδρύθηκαν Πυροσβεστικές Υπηρεσίες σε πολλές μεγάλες πόλεις.
Όπως είναι επόμενο, από τότε μέχρι σήμερα οι σταθμοί αυξήθηκαν σε εκατοντάδες, οι υποδομές βελτιώθηκαν, η εκπαίδευση αναβαθμίστηκε. Αναλόγως με τον βαθμό αστικοποίησης, τον πληθυσμό και τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής διαφοροποιούνται και τα περιστατικά που ο κάθε σταθμός καλείται να συνδράμει.
Ο 6ος Πυροσβεστικός Σταθμός Αθηνών μεταφέρθηκε το 2004 εντός του Ολυμπιακού Χωριού και καλείται να προστατεύσει μια μεγάλη δασική έκταση αφού έχει υπ’ ευθύνη του τον όγκο της Πάρνηθας. «Άλλοι σταθμοί δεν έχουν τόσο μεγάλο τομέα ευθύνης σε δασικές εκτάσεις, έχουν όμως αστικές πυρκαγιές ή άλλου είδους περιστατικά. Το πιο σημαντικό στη δουλειά μας και σε κάθε σταθμό είναι να υπάρχει μια χημεία, μια καλή σχέση μεταξύ των συναδέλφων. Η δουλειά μας είναι ομαδική, ο ένας στηρίζεται στον άλλον, πρέπει να υπάρχει συναδελφικότητα για την ώρα του κινδύνου ο ένας θα πρέπει να κοιτάξει πως να προφυλάξει τον άλλον».
Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου και υπαγωγή στο Υπουργείο Εσωτερικών. Πριν την ημερομηνία αυτή, υπεύθυνοι για την πυρόσβεση ήταν η τοπική αυτοδιοίκηση και ο λόχος σκαπανέων ενώ ακόμα και πολίτες επιστρατεύονταν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Στα δημόσια κτίρια την αρμοδιότητα και την ευθύνη κατάσβεσης πυρκαγιών είχε ο στρατός.
Το 1931 κατασκευάστηκε στο προαύλιο της οδού Μουρούζη, ο πρώτος στην Ελλάδα, Πυροσβεστικός Πύργος Ασκήσεων, εξοπλισμένος με ειδικό πυροσβεστικό γυμναστήριο και μια σήραγγα για την εκπαίδευση των επαγγελματιών πυροσβεστών, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η «Θεωρία Πυροσβεστικής Τέχνης» με τις γενικές αρχές και μεθόδους κατάσβεσης του σώματος. Το 1932 ιδρύθηκαν Πυροσβεστικές Υπηρεσίες στους Δήμους Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης ενώ μέχρι και το 1940 το Πυροσβεστικό Σώμα στελέχωσε ραγδαία το προσωπικό του καθώς ιδρύθηκαν Πυροσβεστικές Υπηρεσίες σε πολλές μεγάλες πόλεις.
Όπως είναι επόμενο, από τότε μέχρι σήμερα οι σταθμοί αυξήθηκαν σε εκατοντάδες, οι υποδομές βελτιώθηκαν, η εκπαίδευση αναβαθμίστηκε. Αναλόγως με τον βαθμό αστικοποίησης, τον πληθυσμό και τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής διαφοροποιούνται και τα περιστατικά που ο κάθε σταθμός καλείται να συνδράμει.
Ο 6ος Πυροσβεστικός Σταθμός Αθηνών μεταφέρθηκε το 2004 εντός του Ολυμπιακού Χωριού και καλείται να προστατεύσει μια μεγάλη δασική έκταση αφού έχει υπ’ ευθύνη του τον όγκο της Πάρνηθας. «Άλλοι σταθμοί δεν έχουν τόσο μεγάλο τομέα ευθύνης σε δασικές εκτάσεις, έχουν όμως αστικές πυρκαγιές ή άλλου είδους περιστατικά. Το πιο σημαντικό στη δουλειά μας και σε κάθε σταθμό είναι να υπάρχει μια χημεία, μια καλή σχέση μεταξύ των συναδέλφων. Η δουλειά μας είναι ομαδική, ο ένας στηρίζεται στον άλλον, πρέπει να υπάρχει συναδελφικότητα για την ώρα του κινδύνου ο ένας θα πρέπει να κοιτάξει πως να προφυλάξει τον άλλον».
Έπειτα από 27 χρόνια στο Σώμα, ο Διοικητής του σταθμού, Πύραρχος Γεώργιος Πουρνάρας
διαπιστώνει πως «το έργο του Σώματος αναγνωρίζεται και ειδικά τα
τελευταία χρόνια θεωρώ ότι έχει αρχίσει και αναπτύσσεται μια διαφορετική
παιδεία στην κοινωνία όχι μόνο όσον αφορά την αναγνώριση του
επαγγέλματός μας αλλά και όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος».
Ο Διοικητής με παραπέμπει και μου συστήνει τέσσερις από τους δεκαπέντε πυροσβέστες που στελεχώνουν τη βάρδια του σταθμού. Ο Πυροσβέστης Βαγγέλης Κολοζάκης με 8 χρόνια υπηρεσίας, ο Πυροσβέστης Ευθύμιος Γυφτάκης με 10 χρόνια υπηρεσίας, ο Αρχιπυροσβέστης Δημήτρης Στρατούλας με 12 χρόνια υπηρεσίας και ο Αρχιπυροσβέστης Παναγιώτης Τσάκωνας με 16 χρόνια υπηρεσίας κάθονται απέναντί μου στον προαύλιο χώρο.
Ο Διοικητής με παραπέμπει και μου συστήνει τέσσερις από τους δεκαπέντε πυροσβέστες που στελεχώνουν τη βάρδια του σταθμού. Ο Πυροσβέστης Βαγγέλης Κολοζάκης με 8 χρόνια υπηρεσίας, ο Πυροσβέστης Ευθύμιος Γυφτάκης με 10 χρόνια υπηρεσίας, ο Αρχιπυροσβέστης Δημήτρης Στρατούλας με 12 χρόνια υπηρεσίας και ο Αρχιπυροσβέστης Παναγιώτης Τσάκωνας με 16 χρόνια υπηρεσίας κάθονται απέναντί μου στον προαύλιο χώρο.
Καθώς η Πυροσβεστική Ακαδημία μπήκε πέρυσι στις πανελλήνιες, οι
τέσσερίς τους εργάζονταν πριν βρεθούν στο σώμα στον ιδιωτικό τομέα. Ο
«πιο παλιός» όλων υπήρξε τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών ενώ παράλληλα
ήταν εθελοντής πυροσβέστης στην Πεντέλη. Πως αποφασίζει λοιπόν κάποιος
να αφιερώσει την καθημερινότητά του στο «Θάρσειν Σώζειν»;
«Σίγουρα είναι μια δύσκολη δουλειά, πιστεύουμε πως η προσφορά προς τον
συνάνθρωπο είναι που έκανε τους περισσότερους συναδέλφους να ασχοληθούν
με αυτή. Εμείς βρεθήκαμε εδώ γνωρίζοντας πως πρόκειται για μια δουλειά
επικίνδυνη που ενέχει ρίσκο και ο χρόνος μας είναι πολύ περιορισμένος με
τα ιδιαίτερα ωράρια που έχουμε. Παράλληλα, οι συνάδελφοι που έχουν
χάσει την ζωή τους εν ώρα υπηρεσίας είναι πολλοί, από μόνο του αυτό τα
λέει όλα».
Υπερθεματίζοντας κάποιος λέει πως «έχουμε στο μυαλό μας πως κάθε μέρα που ερχόμαστε μπορεί να είναι η τελευταία» ενώ οι υπόλοιποι προσθέτουν «ας χτυπήσουμε ξύλο». Οι τέσσερις επαγγελματίες που έρχονται αντιμέτωποι με δύσκολες καταστάσεις έχουν εκείνη τη μέρα 24ωρη βάρδια ενώ το καλοκαίρι είναι αβέβαιο αν θα ξεκουραστούν, αφού αν προκύψει και κάποιο σοβαρό περιστατικό γίνεται ανάκληση αδειών.
Αν έχουν ένα μότο για το επάγγελμά τους αυτό είναι πως «εκεί που πάνε οι πυροσβέστες, όλοι φεύγουν», δεν το εκφράζουν όμως με παράπονο παρά αστειεύονται μέχρι να μου εξηγήσουν τι σημαίνει για τους ίδιους αυτό. «Σίγουρα στο σώμα ήρθαμε όλοι γνωρίζοντας τις δυσκολίες της δουλειάς, θέλαμε όμως να προσφέρουμε. Πράγματι οι πυροσβέστες καλούνται να αντιμετωπίσουν εκείνα τα συμβάντα που όσοι βρίσκονται κοντά τους πρέπει να απομακρυνθούν. Είτε πρόκειται λοιπόν για μια πυρκαγιά είτε πρόκειται για έναν απεγκλωβισμό σε τροχαίο όλοι θα κάνουν στην άκρη μέχρι να δώσουμε τη λύση».
Υπερθεματίζοντας κάποιος λέει πως «έχουμε στο μυαλό μας πως κάθε μέρα που ερχόμαστε μπορεί να είναι η τελευταία» ενώ οι υπόλοιποι προσθέτουν «ας χτυπήσουμε ξύλο». Οι τέσσερις επαγγελματίες που έρχονται αντιμέτωποι με δύσκολες καταστάσεις έχουν εκείνη τη μέρα 24ωρη βάρδια ενώ το καλοκαίρι είναι αβέβαιο αν θα ξεκουραστούν, αφού αν προκύψει και κάποιο σοβαρό περιστατικό γίνεται ανάκληση αδειών.
Αν έχουν ένα μότο για το επάγγελμά τους αυτό είναι πως «εκεί που πάνε οι πυροσβέστες, όλοι φεύγουν», δεν το εκφράζουν όμως με παράπονο παρά αστειεύονται μέχρι να μου εξηγήσουν τι σημαίνει για τους ίδιους αυτό. «Σίγουρα στο σώμα ήρθαμε όλοι γνωρίζοντας τις δυσκολίες της δουλειάς, θέλαμε όμως να προσφέρουμε. Πράγματι οι πυροσβέστες καλούνται να αντιμετωπίσουν εκείνα τα συμβάντα που όσοι βρίσκονται κοντά τους πρέπει να απομακρυνθούν. Είτε πρόκειται λοιπόν για μια πυρκαγιά είτε πρόκειται για έναν απεγκλωβισμό σε τροχαίο όλοι θα κάνουν στην άκρη μέχρι να δώσουμε τη λύση».
Στον -περιτριγυρισμένο από δέντρα που έχουν φυτέψει οι ίδιοι- προαύλιο χώρο του σταθμού, εκτός από τα απαραίτητα πυροσβεστικά οχήματα συναντάς αδέσποτα σκυλιά όπως ο Φρέντι που φροντίζουν οι ίδιοι ενώ υπάρχουν και διαλυμένα αυτοκίνητα που χρησιμεύουν σε ασκήσεις. «Εκτός από τη βασική μας εκπαίδευση προσπαθούμε να εκπαιδευόμαστε και μεταξύ μας, προσπαθούμε επίσης να διατηρούμαστε σε καλή φυσική κατάσταση που απαιτείται για να μπορούμε να ανταπεξέλθουμε σε κάθε ατυχές συμβάν αλλά παρόλα αυτά, το ρίσκο παραμένει ρίσκο».
«Και τριάντα χρόνια πυροσβέστης να είσαι δεν θα πεις “ξέρω”, έχεις μια εμπειρία να αντιδράσεις αλλά είναι αδύνατο να επαναπαυτείς αφού θα τύχει να βρεθείς σε ένα περίπλοκο περιστατικό που έχεις αντιμετωπίσει στο παρελθόν όμως θα νιώθεις σαν να είναι πρώτη φορά»Πως βλέπουν λοιπόν όλος αυτός ο κόσμος που συναναστρέφονται να αξιολογεί τη δουλειά τους; «Πάντα θα υπάρχουν οι κακεντρεχείς που θα σχολιάσουν αρνητικά, θα αναπαράγουν το κλισέ του ότι είμαστε ταβλαδόροι μόνο που από εμάς κανείς δεν ξέρει να παίζει τάβλι. Το να έχεις μια επαγγελματική αποκατάσταση δεν προϋποθέτει πως δεν είσαι χρήσιμος. Όταν κληθείς σε ένα δύσκολο περιστατικό, έχεις τελειώσει κουρασμένος τη δουλειά και βρεθεί εκείνος που θα σου δώσει ένα μπουκάλι νερό ή ο άλλος που θα σε χτυπήσει φιλικά στην πλάτη και θα σε ευχαριστήσει, έχεις λάβει ήδη μια ηθική ικανοποίηση ανώτερη από μισθό».
Μαγειρικά σκεύη, τζάκια, θερμάστρες, κεριά, φωτισμός των χριστουγεννιάτικων δέντρων βλέπουν πως προκαλούν συνήθως τις οικιακές πυρκαγιές ενώ σε εξωτερικούς χώρους συνήθως οι εστίες προκαλούνται από αμέλεια γι’ αυτό μας συνιστούν να μην θυμηθούμε σε θερμοκρασίες όπως αυτές του Ιουλίου και του Αυγούστου και με μποφόρ να φράξουμε κάποιο οικόπεδο, να κάνουμε ηλεκτροκόλληση, να κάψουμε τα περιττά κλαδιά από το χωράφι ή την αυλή μας. Επίσης, συχνά οι εστίες φωτιάς δημιουργούνται από βραχυκλώματα ηλεκτροφόρων καλωδίων. Φυσικά υπάρχουν και οι εμπρησμοί αφού όπως λένε «υπήρξε κάποιος που μόλις έμπαινε Ιούνιος κάθε τρεις μέρες έβαζε εστίες στη σειρά. Σκέψου ότι βρισκόμασταν σε μια πυρκαγιά, σβήναμε εδώ και για ανεξήγητο λόγο βλέπαμε να πιάνει πολύ πιο κάτω».
Πριν από περίπου δύο χρόνια, σε μια μεγάλη πλημμύρα, συνάδελφός τους στην προσπάθεια του να σώσει έναν οδηγό που είχε πέσει με το αυτοκίνητο του σε ρέμα, παρασύρθηκε και βρέθηκε λιπόθυμος σε έναν υπόγειο αγωγό. «Το ψυχολογικό βάρος που συχνά έχεις είναι πολύ μεγάλο, αυτός που πας να σώσεις νομίζεις πως είναι δικός σου άνθρωπος, βάζεις στην εικόνα του το παιδί σου, τη μάνα σου τον πατέρα σου. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με σκληρές εικόνες και συνήθως η ψυχανάλυση γίνεται μεταξύ μας. Μαζεύεται λοιπόν η βάρδια και συζητάει. Ό,τι έχει δει ο καθένας από εμάς πρέπει να το αφήσει εδώ, δεν γίνεται να φύγει μαζί του από τον σταθμό, δεν μπορεί να πάει στο σπίτι και στους φίλους του».
Πως κυλά μια μέρα στον σταθμό όταν δεν μεταδίδουν στις γνώσεις και την εμπειρία τους στους μικρότερους ή δεν καλούνται να λειτουργήσουν πυροσβεστικά. «Θα φάμε μαζί, θα συζητήσουμε, θα παίξουμε μπάσκετ, υπάρχει στο υπόγειο και το γυμναστήριο που δημιουργήσαμε με δωρεές που έγιναν στον σταθμό. Κατά καιρούς γίνονται δωρεές στο σώμα, μεγαλύτερες αλλά και μικρότερες που σημαίνουν “ευχαριστώ”. Μπορεί κάποιος επειδή τον έχεις βοηθήσει να έρθει μέχρι εδώ και να σου πει “δεν μπορώ να σου προσφέρω κάτι αλλά σου δίνω ένα κουτί σοκολατάκια, για το καλό”».
popaganda.gr
_
0 Σχόλια