Ticker

6/recent/ticker-posts

728x90

Επιτρεπτή η χρήση βιντεοληπτικού υλικού από κλειστό κύκλωμα καταγραφής για την απόδειξη ποινικού αδικήματος


ΑΠ 254/2021: Επιτρεπτή η χρήση βιντεοληπτικού υλικού από κλειστό κύκλωμα καταγραφής για την απόδειξη ποινικού αδικήματος.

Απόφαση 254 / 2021    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 254/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αρτεμισία Παναγιώτου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη – Εισηγήτρια, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Γεώργιο Κόκκορη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ζαχαρία Κοκκινάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Ε. Τ. του Χ., κατοίκου … (οδός …, αρ…), ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Μαρίας Δούλη, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 20/2019 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Α. Δ. του Ν., η οποία δεν παραστάθηκε.
Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23.7.2019 κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1277/2019.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε α) Να αναιρεθεί εν μέρει η υπ’ αριθμ. 20/2019 απόφαση του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου και μόνο ως προς την περί ποινής διάταξή της, καθόσον αφορά στην πράξη του εμπρησμού κατ’εξακολούθηση [σε τετελεσμένη μορφή και σε απόπειρα], β) να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της στο ίδιο δικαστήριο για την επιβολή της προσήκουσας ποινής, συνακόλουθα και της συνολικής ποινής, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από τους ίδιους δικαστές και γ) Να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αναίρεση, καθώς και την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.
Η υπό κρίση, από 23.7.2019 και με αριθμ. γεν. πρωτ. 8196/23.7.2019, αίτηση του Ε. Τ. του Χ., κατοίκου …, που ασκήθηκε με δήλωση και επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 23.7.2019 για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 20/2019 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, με την οποία κηρύχθηκε κατά πλειοψηφία ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων ένοχος, με το ελαφρυντικό του 84 παρ. 2α ΠΚ, για τις αξιόποινες πράξεις α) του εμπρησμού κατ’ εξακολούθηση (σε απόπειρα και τετελεσμένη μορφή), από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και β) της διακεκριμένης περίπτωσης φθοράς κατ’ εξακολούθηση και επέβαλε σ’ αυτόν ποινή φυλακίσεως δέκα οκτώ (18) μηνών για την πρώτη πράξη και ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών για τη δεύτερη πράξη και συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, μετατραπείσα σε χρηματική ποινή προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε ως μοναδικό λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. (απόλυτη ακυρότητα) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ωσάν να ήταν παρούσα και η υποστηρίζουσα την κατηγορία Α. Δ. του Ν., η οποία αν και κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (βλ. το από 26.07.2020 αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχ/κα Α.Τ. Λάρισας, Αθανασίου Μπίκα) για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, δεν παραστάθηκε κατ’ αυτήν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο έκθεμα (άρθρ. 515 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ.)
ΙΙ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 2 του ν.3674/10.7.2008, “αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι κατ’ εξαίρεση της αρχής της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνει η διάταξη της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, θεσπίζεται η απαγόρευση της αξιοποίησης αποδεικτικού μέσου, που έχει αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών και, επομένως, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, αποδεικτικό μέσο που έχει αποκτηθεί με τέτοιες πράξεις. Η χρησιμοποίηση δε στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1δ’ Κ.Ποιν.Δ., η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Σκοπός της αποδεικτικής απαγόρευσης αξιοποίησης αποδεικτικού μέσου που αποκτήθηκε παρανόμως είναι η προστασία θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία ο συντακτικός νομοθέτης έχει αναγνωρίσει ως υπέρτερα της βασικής αρχής του ποινικού δικαίου για διερεύνηση της ουσιαστικής αλήθειας. Εξάλλου, ειδικότερη συνταγματική πρόβλεψη για τις αποδεικτικές απαγορεύσεις επήλθε με την προσθήκη της παραγρ. 3 στο άρθρο 19 Σ από τον αναθεωρητικό νομοθέτη (2001), η οποία επέφερε μια αποφασιστική αλλαγή στις δυνατότητες αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί με προσβολή θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, αφού πλέον, κατά τους ορισμούς της διάταξης αυτής, “Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9 Α”. Τα συνταγματικά δικαιώματα που ο νομοθέτης επέλεξε να ανάγει σε απολύτως απαραβίαστα είναι εκείνα που προστατεύονται από τα άρθρα 9, 9 Α και 19 Σ. Εξάλλου, το άρθρο 9 του Συντάγματος προστατεύει το οικιακό άσυλο και τον ιδιωτικό-οικογενειακό βίο. Με την θέσπιση απαγόρευσης αξιοποίησης αποδεικτικού υλικού που αποκτήθηκε κατά παράβαση του άρθρου αυτού, ο νομοθέτης θέλησε να προστατεύσει το άτομο από παραβιάσεις συντελούμενες από κρατικό όργανα κατά τη διαδικασία της κατ’ οίκον έρευνας. Ο ιδιωτικός βίος, αντίστοιχα, του οποίου η προστασία κατοχυρώνεται από την ως άνω διάταξη, κινδυνεύει από πράξεις παρακολούθησης όχι μόνον των κρατικών οργάνων, αλλά και από ιδιώτες. Κατά δε το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος : “Κάθε πρόσωπο δικαιούται στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται επέμβαση δημοσίας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος αυτού παρά μόνο στο μέτρο που αυτή η επέμβαση προβλέπεται υπό του Νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο για την εθνική ασφάλεια, την δημοσία ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών αδικημάτων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η προστασία της ιδιωτικής ζωής περιλαμβάνει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου. Κατ’ αντιδιαστολή προς την κοινωνική ζωή του ατόμου, ως ιδιωτική ζωή του νοείται το σύνολο των σχέσεων και των δραστηριοτήτων του εκείνων που το ίδιο θέλει να κρατήσει μακριά από τη δημοσιότητα, είτε αποκλειστικά για τον εαυτό του, είτε για έναν στενό κύκλο, τον οποίο ο ίδιος κάθε φορά προσδιορίζει. Έτσι, εκτός από την ερωτική ζωή, τα ζητήματα υγείας και η οικογενειακή ζωή του ατόμου, που βρίσκονται στον πυρήνα του προστατευτέου δικαιώματος, στην έννοια της ιδιωτικής ζωής εμπίπτει ένας ευρύτερος κύκλος υποθέσεών του, ο οποίος ενδέχεται να συμπλέκεται και με την επαγγελματική ζωή. Το άτομο δικαιούται πλέον να ελέγχει και να καθορίζει τον τρόπο συλλογής και επεξεργασίας των πληροφοριών που το αφορούν, και τούτο, με την εγγύηση και συνδρομή μιας ανεξάρτητης αρχής επιφορτισμένης με αυτήν ακριβώς την αρμοδιότητα, της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα, η οποία περιλαμβάνεται στις πέντε ανεξάρτητες αρχές που κατοχυρώνει ρητά το Σύνταγμα. Σύμφωνα δε με το Ν.2472/1997, “Προστασία ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (όπως αυτός ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, μετά τις τροποποιήσεις του στο άρθρο 6 και την προσθήκη άρθρου 7 Α με το άρθρο 8 του Ν.2819/2000 και στα άρθρα 7, 7Α, 11, 19 με το άρθρο 34 του Ν.2915/2001) αντικείμενο αυτού του νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 του άνω νόμου ορίζεται ότι “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα” είναι “κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων”. “Υποκείμενο των δεδομένων” είναι “το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός η περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική”. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο. αλλά και τις αιτιολογικές σκέψεις 14-17 στο προοίμιο της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, τα δεδομένα εικόνας, εφόσον αναφέρονται σε φυσικά πρόσωπα, αποτελούν προσωπικά δεδομένα. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. δ’ του άνω Ν.2472/1997 ως “επεξεργασία” Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα” νοείται “κάθε εργασία ή σειρά εργασιών, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή” (ΑΠ 954/2020, 474/2016, 1306/2016).
Περαιτέρω, τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, δεν είναι απόλυτα. Όπως και κάθε άλλο συνταγματικό δικαίωμα, μπορούν να περιορισθούν, αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος και αν η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων. Και τούτο, υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, την οποία το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος κατοχυρώνει πλέον ρητά, ορίζοντας “Τα δικαιώματα του ανθρώπου …τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί… πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το Νόμο… και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Εξάλλου, για να είναι νόμιμοι οι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων, θα πρέπει να είναι αντικειμενικοί και απρόσωποι και να προβλέπονται από τον νόμο, ο οποίος δεν χρειάζεται να είναι τυπικός. Τέλος, τα ατομικά δικαιώματα δεν προστατεύονται μόνον έναντι της πολιτείας και των οργάνων της, αλλά και έναντι ιδιωτών που τα προσβάλλουν, αφού πλέον, κατά την ως άνω παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου 25 του Συντάγματος, “τα δικαιώματα ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν”. Πρόκειται για την λεγόμενη “τριτενέργεια” των συνταγματικών δικαιωμάτων. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 εδ. α’, β’ και γ’ του ν.2472/1997, τα Δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα “για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους σαφείς και νόμιμους σκοπούς, και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας.”. Η συλλογή και επεξεργασία πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επεμβαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο στην προσωπική ζωή του ατόμου, με ηπιότερα μέσα επίτευξης του σκοπού, για τον οποίο συγκεντρώνονται οι πληροφορίες. Για να είναι νόμιμη η επεξεργασία θα πρέπει να διενεργείται για τον σκοπό για τη θεραπεία του οποίου αποσκοπεί και όχι για άλλο σκοπό (ΣτΕ 1616/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).


Εξάλλου, το άρθρο 5 παρ. 1 του ως άνω ν.2472/1997 ορίζει: “Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του”. Ο θεμελιώδης όμως αυτός κανόνας, ότι δηλαδή δεν επιτρέπεται η συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου, δεν είναι απόλυτος. Έτσι, ο ίδιος ο ν.2472/1997 – ο οποίος επαναλαμβάνει, εν προκειμένω, την τότε ισχύουσα κοινοτική Οδηγία 95/46/ΕΚ – ορίζει στο άρθρο 5 παρ. 2α έως ε’ ότι, “Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών”. Έτσι η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν εξικνείται μέχρι της πλήρους απαγορεύσεως της επεξεργασίας τους αλλά στη θέσπιση όρων και προϋποθέσεων, υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η επεξεργασία τους, ούτως ώστε να επιτευχθεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος αυτού και της ικανοποιήσεως και άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων (ΣτΕ 1616/2012, ΣτΕ 2254/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και συνταγματικών αρχών, όπως είναι το δικαίωμα της έννομης προστασίας (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος) και οι αρχές της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης. Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2 γ’ του Ν.2472/1997, που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων. σύμφωνα με το οποίο “Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: … γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου”. Προϋπόθεση όμως για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή τα οποία χρησιμοποιούνται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας, ΣΤΕ 1616/2012, ΣΤΕ 2252/2005, ΑΠ 1923/2006). Έτσι, έχει κρίνει κατ’ επανάληψη η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ότι η χρήση ενώπιον δικαστηρίου προσωπικών δεδομένων που έχουν συλλεχθεί χωρίς προηγούμενη συναίνεση του ενδιαφερομένου είναι θεμιτή αν “ο επιδιωκόμενος σκοπός της προάσπισης των δικαιωμάτων δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα” (βλ.σχ. ΟλΑΠ 1/2017 ΤΝΠ Νόμος, Αρχή Προστασίας Δεδομένων, 8/2005, 9/2005 και 57/2009). Εξάλλου, ο Κανονισμός 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 “για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)” τέθηκε σε ισχύ στις 25 Μάιου του 2018, με διττό στόχο: την ενίσχυση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των πολιτών και την ανεμπόδιστη διακίνηση των δεδομένων αυτών. Στη σκέψη 4 του Προοιμίου αυτού επισημαίνεται, ότι “το δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων δεν είναι απόλυτο δικαίωμα – πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία και να σταθμίζεται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Ο παρών κανονισμός σέβεται όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις ελευθερίες και αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη, όπως κατοχυρώνονται στις Συνθήκες, ιδίως τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και των επικοινωνιών, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την ελευθερία σκέψης συνείδησης και θρησκείας την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου και την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία”. Υπό αυτήν την έννοια, το δικαίωμα στην προστασία προσωπικών δεδομένων δεν είναι ένα απόλυτο δικαίωμα και συνεπώς δεν πρέπει να δίδεται προβάδισμα μόνο στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όταν επί τάπητος υπάρχουν άλλα αντικρουόμενα συνταγματικώς προστατευόμενα έννομα αγαθά, όπως η πρόσβαση στη δικαιοσύνη και η χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, ειδικότερα δε, κατά την προστασία των προσωπικών δεδομένων, ο εφαρμοστής του δικαίου πρέπει να εξισορροπήσει τα συγκρουόμενα συνταγματικά αγαθά επί τη βάσει της αρχής της αναλογικότητας. Στα πλαίσια αυτά γίνεται δεκτό, ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των όρθρων 1, 2, 3 παρ.1,4 παρ.1, 5 παρ.1 στοιχ. ε, 7 παρ.2 δ στοιχ. γ του ν.2472/1997, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 177, 217, 251, 358, 575 Κ.Ποιν.Δ., είναι δυνατόν να προσαχθούν και να αναγνωσθούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έγγραφα που άπτονται των προσωπικών ή και ευαίσθητων δεδομένων, προκειμένου να αναζητηθεί και ευρεθεί η ουσιαστική αλήθεια της υπόθεσης (ΑΠ 1520/2017, ΑΠ 49/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Να σημειωθεί δε, ότι οι από το άρθρο 22 παρ. 4 ν.2472/1997 ποινικές κυρώσεις ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεών του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Στα πλαίσια αυτά, γίνεται δεκτό ότι δεν στοιχειοθετείται κατ’ αντικείμενο το προβλεπόμενο στο ως άνω άρθρο αδίκημα, όταν ο φερόμενος ως δράστης δεν ερεύνησε ο ίδιος κάποιο αρχείο ή δεν του μετέδωσε τις αποτελούσες προσωπικό δεδομένο πληροφορίες τρίτος που επενέβη σε αρχείο, αλλά τις γνωρίζει από μόνος του (ΑΠ 1520/2017, ΑΠ 474/2016, ΑΠ 1372/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, το ζήτημα της χρήσης συστημάτων βιντεοεπιτήρησης για το σκοπό της προστασίας προσώπων και αγαθών ρυθμίζεται στην Οδηγία 1/2011 της Αρχής. Βασική προϋπόθεση, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του ν.2472/1997, για τη νομιμότητα της επεξεργασίας είναι η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, υπό την έννοια αφενός ότι τα συλλεγόμενα στοιχεία πρέπει να είναι αναγκαία και πρόσφορα για τον επιδιωκόμενο σκοπό, και αφετέρου ότι ο σκοπός αυτός δεν δύναται να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα. Επίσης, όπως προβλέπεται στο άρ. 2 παρ. α της προαναφερθείσας οδηγίας, “… ο σκοπός της προστασίας προσώπων ή/και αγαθών δικαιολογείται από το έννομο συμφέρον ή την νομική υποχρέωση του ιδιοκτήτη ή του διαχειριστή ενός χώρου να προστατεύσει τον χώρο, καθώς και τα αγαθά που ευρίσκονται στον χώρο αυτό από παράνομες πράξεις …” και “η προστασία προσώπων ή/και αγαθών με συστήματα βιντεοεπιτήρησης μπορεί να επιδιώκεται είτε (…) είτε από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.l.Δ.) ή φυσικό πρόσωπο που διαχειρίζεται τον χώρο ή έχει νόμιμο δικαίωμα ή υποχρέωση σύμφωνα με διατάξεις νόμου ή σε εκτέλεση σύμβασης με τον κύριο του χώρου.”. Στα πλαίσια αυτά γίνεται δεκτό ότι σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 177, 243, 251, 358, 364 [ήδη 362] 575 Κ.Ποιν.Δ., είναι δυνατόν να προσαχθούν και να αναγνωσθούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έγγραφα που άπτονται των προσωπικών ή και ευαίσθητων δεδομένων, προκειμένου να αναζητηθεί και ευρεθεί η ουσιαστική αλήθεια της υπόθεσης (ΑΠ 954/2020, 49/2011, 1202/2011, ΑΠ 171/2017, ΑΠ 1520/2017 Πολιτικό Τμήμα).


Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ’ αριθμόν 20/2019, αποφάσεώς του, το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο (Β’ Τμήμα Θεσσαλονίκης), που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, επί λέξει, πραγματικά περιστατικά: “Ο κατηγορούμενος Τ. Ε. του Χ. άσκησε την υπ’ αριθμό 8/6.6.2016 έφεση κατά της υπ’ αριθμό 387/6.6.2016 αποφάσεως του αυτοφώρου Πενταμελούς Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάσθηκε για: α) εμπρησμό από τον οποίο μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα κατ’ εξακολούθηση (μερικότερες πράξεις δύο, εκ των οποίων η μία εν αποπείρα) και β) διακεκριμένη φθορά κατ’ εξακολούθηση (μερικότερες πράξεις δύο). Πιο συγκεκριμένα, η Δ. Α. του Ν. τις απογευματινές ώρες της 30.05.2016 είχε σταθμεύσει το ιδιοκτησίας της υπ’ αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο όχημα μάρκας VW Polo χρώματος γκρι στο ύψος του οικοδομικού αριθμού 3 της οδού Συνταγματάρχου Αβδελλά, της πόλεως της Θεσσαλονίκης. Περί ώρα 03:10′ της επόμενης ημέρας (31.05.2016) άγνωστος μέχρι την υποβολή της μηνύσεως δράστης, αφού έριξε εύφλεκτο υλικό κάτω από το προαναφερθέν αυτοκίνητο, αλλά και στον άνω μέρος αυτού, έθεσε φωτιά με τη χρήση γυμνής φλόγας, πλην όμως εν τέλει δεν προεκλήθη πυρκαγιά, καθόσον η ενέργειά του αυτή έγινε αντιληπτή από περιοίκους που ειδοποίησαν το Κέντρο Αμέσου Δράσεως. Τα δε όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας που κατέφθασαν πρώτα στο σημείο πρόλαβαν και έσβησαν µε πυροσβεστήρες τη φωτιά, πριν καταστραφεί ολοσχερώς το όχημα αυτό και η φωτιά επεκταθεί στα πλησιέστερα σταθμευμένα οχήματα. Ωστόσο, το ανωτέρω όχημα της Δ. Α. υπέστη φθορά, η οποία συνίστατο στην αλλοίωση του χρωματισμού του άνω τμήματος αυτού. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από την αναγνωσθείσα µε ημερομηνία 31.5.2016 Έκθεση Απλής Αυτοψίας των οργάνων του Πυροσβεστικού Σώματος, τα οποία μετέβησαν επί τόπου και κατέγραψαν αναλυτικώς τον τρόπο εκδηλώσεως της πυρκαγιάς, αλλά και τις προκληθείσες ζημίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η θραύση των ελαστικών και των τεσσάρων τροχών του οχήματος. Τα δε αστυνομικά όργανα περισυνέλλεξαν και κατέσχεσαν ένα τσεκούρι, το οποίο βρήκαν πλησίον του οχήματος της Δ. Α. και επί της αυτής οδού Συνταγματάρχου Αβδελλά, καθώς και ένα πλαστικό μπουκάλι εμφιαλωμένου νερού εντός του οποίου υπήρχαν υπολείμματα βενζίνης. Τα ανωτέρω αντικείμενα και συγκεκριμένα: α) µία πλαστική φιάλη, β) το τσεκούρι χωρίς λαβή και γ) µία πλαστική λαβή τσεκουριού κατεσχέθησαν (βλέπετε την από 31.05.2016 Έκθεση Παραδόσεως και Κατασχέσεως του Τμήματος Ασφαλείας Λευκού Πύργου), προκειμένου να αποσταλούν στην Υποδιεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών Βορείου Ελλάδος για εργαστηριακή εξέταση. Κατόπιν του ανωτέρω συμβάντος, η παθούσα Δ. Α., έχοντας φοβηθεί από τις πράξεις που τελέστηκαν σε βάρος της, μετέβη στην πατρική της οικία στη Λάρισα, αφού παρέδωσε τα κλειδιά αυτού στον εξάδελφό της Αστυνομικό Α. Γ., ο οποίος δε μερίμνησε αυθημερόν για τη μεταφορά του οχήματος σε έτερο τόπο ή σε συνεργείο προκειμένου να επισκευασθούν οι προκληθείσες σε αυτό ανωτέρω ζημίες, βάσει των οποίων καθίστατο αδύνατη η δια οδηγήσεως μετακίνησή του. Ενώ, λοιπόν, το υπ’ αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο όχημα βρισκόταν σταθμευμένο στην ίδια ανωτέρω θέση, περί ώρα 03:55′ της επόμενης ημέρας 01.06.2016, επίσης άγνωστος μέχρι την υποβολή της μηνύσεως δράστης, αφού έθραυσε τους υαλοπίνακες της δεξιάς πλευράς αυτού, έθεσε στο εσωτερικό αυτού φωτιά µε τη χρήση γυμνής φλόγας, µε αποτέλεσμα να προκληθεί πυρκαγιά, να σπάσουν όλα τα τζάμια του οχήματος και να καεί αυτό ολοσχερώς. Επισημαίνεται ότι και κατά το δεύτερο αυτό περιστατικό ευρίσκονταν αμέσως πλησίον του φλεγόμενου αυτοκινήτου έτερα σταθμευμένα οχήματα και υπήρχε προφανής κίνδυνος να επεκταθεί η πυρκαγιά και σε αυτά.


Τα ενεργούντα την αυτεπάγγελτη προανάκριση αστυνομικά όργανα, ιδίως λόγω της σοβαρότητας των τελεσθέvτων αδικημάτων, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ανεύρεση του δράστη αυτών, διερεύνησαν την ύπαρξη σχετικού βιντεοληπτικού υλικού στον ευρύτερο τόπο τελέσεως των ανωτέρω πράξεων. Όπως προκύπτει από την αναγνωσθείσα µε ημερομηνία 02.06.2016 Έκθεση Παραδόσεως και Κατασχέσεως, κατεσχέθη ένας ψηφιακός δίσκος µε αντίγραφο βιντεοληπτικού υλικού από το κλειστό κύκλωμα καταγραφής ιδιωτικού χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτων, ο οποίος ευρίσκεται στον οικοδομικό αριθμό 5 της αμέσως παρακείμενης οδού Δελμούζου. Στο εν λόγω βιντεοληπτικό υλικό περί ώρα 03:45′ της 01.06.2016, δηλαδή δέκα λεπτά πριν την πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στο υπ’ αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο όχημα της Δ. Α., έχει καταγραφεί ένα λευκό όχημα τύπου Hyundai Getz που φέρει φιμέ τζάμια, του οποίου ο αριθμός κυκλοφορίας δεν είναι ευκρινής, καθόσον ο οδηγός του βαίνει µε σβηστά φώτα. Ο οδηγός του οχήματος αυτού φαίνεται να διασχίζει µε πολύ χαμηλή ταχύτητα την οδό Δελμούζου, επί της οποίας επεχείρησε αρχικώς να σταθμεύσει, αλλά τελικώς εγκατέλειψε την προσπάθειά του αυτή. Εν συνεχεία, περί ώρα 03:49′ έχει καταγραφεί στο εν λόγω βιντεοληπτικό υλικό ένας άνδρας να κινείται πεζός µε αργό βήμα επί του πεζοδρομίου της οδού Δελμούζου και να κατευθύνεται προς τη συμβολή των οδών Δελμούζου και Συνταγματάρχου Αβδελλά, στην οποία ήταν σταθμευμένο το όχημα της Δ.. Ο άνδρας αυτός είναι εύσωμος µε ελαφριά φαλάκρα και φορά σκουρόχρωμα ρούχα, ειδικότερα δε η μπλούζα του είναι μαύρη μακρυμάνικη µε µία γραμμή κόκκινων γραμμάτων στο στήθος. Ο εν λόγω άνδρας, όταν προσήγγισε την κάμερα του ιδιωτικού χώρου σταθμεύσεως από τον οποίο προήλθε το εν λόγω υλικό βιντεοσκοπήσεως, που σημειωτέον βρίσκεται εγκατεστημένη σε απόσταση περί τα δέκα μέτρα από το σημείο όπου βρισκόταν σταθμευμένο το όχημα της παθούσας, διερχόμενος κάτω από αυτήν σήκωσε το χέρι του για να αποκρύψει το πρόσωπό του. Πλην όμως, τελικώς δεν ηδυνήθη να το αποκρύψει, καθόσον αυτό έχει αποτυπωθεί στον αμέσως προγενέστερο χρόνο, όπως και το γεγονός ότι στο δεξί του χέρι κρατά ένα λευκό αντικείμενο, το οποίο προσομοιάζει µε φιάλη. Ακολούθως, ο άνδρας αυτός εξέρχεται από την εικόνα καταγραφής, ενώ δύο περίπου λεπτά αργότερα, περί ώρα 03:51′, καταγράφεται ένα άτομο, το οποίο προφανώς είναι ο ίδιος άνδρας, δεδομένου ότι έχει την ίδια σωματοδομή, τα ίδια χαρακτηριστικά και φέρει τα ίδια σκούρου χρώματος ρούχα και ειδικότερα μαύρη μακρυμάνικη μπλούζα µε µία γραμμή κόκκινων γραμμάτων στην πλάτη. Το πρόσωπο αυτό φορά στο κεφάλι ολοπρόσωπη κουκούλα στρατιωτικού τύπου χακί χρώματος και τρέχει γρήγορα προς την αντίθετη κατεύθυνση, από εκείνη που είχε καταγραφεί πεζός να διέρχεται ο αρχικώς εμφανισθείς άνδρας, Αξιοποιώντας το σχετικό βιvτεοληπτικό υλικό, τα αστυνομικά όργανα του Τμήματος Ασφαλείας Λευκού Πύργου που ενεργούσαν την προανάκριση, προκειμένου να πληροφορηθούν τα στοιχεία του καταγεγραμμένου στο βίvτεο ανωτέρω προσώπου, κάλεσαν προς αναγνώρισή του την παθούσα Δ. Α.. Αυτή, αφού παρακολούθησε το σχετικό βιvτεοληπτικό υλικό και επισκόπησε τις εξ αυτού εξαχθείσες φωτογραφίες, στις οποίες απεικονίζεται ο εν λόγω άνδρας, αναγνώρισε ανεπιφύλακτα στο πρόσωπο αυτού τον κατηγορούμενο, γεγονός που επίσης ανεπιφύλακτα επιβεβαίωσε και στην επ’ ακροατηρίω κατάθεσή της. Για τον ίδιο σκοπό εκλήθη προς αναγνώριση στο Τμήμα Ασφαλείας Λευκού Πύργου και ο εξάδελφος της παθούσης Αστυνομικός Α. Γ., ο οποίος, αφού παρακολούθησε το ίδιο βιvτεοληπτικό υλικό αναγνώρισε επίσης ανεπιφύλακτα τον κατηγορούμενο, κάτι που επανέλαβε και στην επ’ ακροατηρίω κατάθεσή του, προσθέτοντας ότι δεν επηρεάστηκε από κανέναν κατά την αναγνώριση, καθώς γνώριζε προσωπικώς τον κατηγορούμενο και παρακολούθησε το βίντεο κατά μόνας, χωρίς την παρουσία της παθούσης.


Ο κατηγορούμενος, απολογούμενος ενώπιον του δικαστηρίου δεν αποδέχθηκε τις αποδιδόμενες σε αυτόν κατηγορίες, δηλώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι κατά τις νυκτερινές ώρες της Δευτέρας 30.05.2016 προς την Τρίτη 31.05.2016 βρισκόταν στην οικία του και κοιμόταν. Ανέφερε δε ότι η μητέρα του Τ. Σ. μετέβη από τη Λάρισα, όπου διαμένει, στην οικία του στη Θεσσαλονίκη την Τρίτη στις 31.05.2016 μετά τη 15:00′ ώρα, προκειμένου την επομένη ημέρα Τετάρτη 01.06.2016 να επιβλέψει την τοποθέτηση ενός κλιματιστικού μηχανήματος σε ιδιόκτητη ενοικιαζόμενη οικία της στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης, Ερωτηθείς δε επανέλαβε ότι όντως είναι κάτοχος ενός οχήματος Hyundai Getz λευκού χρώματος, στο οποίο έχει τοποθετήσει φιµέ τζάμια και παραδέχθηκε ότι ο καταγεγραμμένος στο βιvτεοπληπτικό υλικό άνδρας εμφανίζει ομοιότητα µε αυτόν. Επίσης, επιβεβαίωσε ότι στο αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα είχε παρεξηγήσει τη συμπεριφορά της Δ. Α. και ειδικότερα το γεγονός ότι αυτή του είχε αρνηθεί να συναντηθούν, παρά τα αρχικώς σχετικά μεταξύ τους συμφωνηθέντα. Τέλος, αρνήθηκε ότι είχε ερωτικές βλέψεις για την παθούσα αδελφή της μνηστής του, υποστηρίζοντας ότι από την εκτυπωθείσα και αναγνωσθείσα συνομιλία του στο facebook µε την πολιτικώς ενάγουσα κατά το διάστημα που περικλείεται από τις ημερομηνίες 26.05.16 έως 29.05.16, ουδόλως προκύπτει αισθηματική σχέση ή διάθεση. Αξιολογώντας το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, παρατηρούμε καταρχάς ότι οι υπό κρίση πράξεις στο σύνολό τους παρουσιάζουν αδιαμφισβήτητη συνοχή και συνάφεια και αναμφιβόλως πρέπει να αποδοθούν στον ίδιο δράστη. Τούτο διότι αφενός είχαν ως αντικείμενο το ίδιο όχημα και αφετέρου διότι, αν και τελεσθείσες σε δύο διαφορετικές ημέρες, από τις οποίες µόνο τη µία υφίσταται διαθέσιμο βιvτεοληπτικό υλικό, τοποθετούνται µεταξύ του αυτού χρονικού διαστήματος, ήτοι μεταξύ της 03.00′ και της 04.00′ ωρών. Πέραν τούτου, βασίμως δύναται κάποιος να συμπεράνει ότι οι υπό κρίση πράξεις εμφανίζουν σαφή χαρακτήρα εκδικητικής ενέργειας. Η παθούσα Δ. Α. κατέθεσε στο ακροατήριο ότι δεν είχε διαφορές µε κανέναν απολύτως άνθρωπο, γεγονός στο οποίο συνηγόρησαν και οι εξετασθέντες οικείοι της. Η ίδια όμως ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος, όπως άλλωστε ομολόγησε και ο ίδιος, στο αμέσως προηγούμενο της τελέσεως των υπό κρίση αδικημάτων χρονικό διάστημα είχε παρεξηγήσει τη συμπεριφορά της και ειδικότερα το γεγονός ότι αυτή του είχε αρνηθεί να συναντηθούν. Μάλιστα, αυτός θεωρώντας τον εαυτό του θιγέντα εκ της αθετήσεως της υποσχέσεως της Δ. Α. να έχει συχνές κοινωνικές επαφές μαζί του, συνδράμοντας µε τον τρόπο αυτόν την αποθεραπεία της καταθλίψεως από την οποία ο κατηγορούμενος είχε προσφάτως διαγνωσθεί ως πάσχων, εξέφρασε µε πολύ έντονο τρόπο την περί αυτού ενόχλησή του τόσο στην ίδια, όσο και στην αδελφή της και αρραβωνιαστικιά του Ι., αν και αντικειμενικώς ένα ανάλογο γεγονός ουδόλως δύναται να θεωρηθεί ως δυνάμενο να προκαλέσει εκνευρισμό και δη έντονο στον κατηγορούμενο, ο οποίος ήταν μνηστήρας όχι της Α. Δ., αλλά της αδελφής της Ι. . Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι δεν είχε ερωτικές βλέψεις για την αδελφή της μνηστής του, υποστηρίζοντας ότι από την εκτυπωθείσα και αναγνωσθείσα συνομιλία του µε την πολιτικώς ενάγουσα στο facebook κατά το διάστημα που περικλείεται από τις ημερομηνίες 26.05.16 έως 29.05.16, ουδόλως προκύπτει αισθηματική σχέση ή διάθεση, παρά την εμφανώς πέραν του αναμενομένου οικειότητα που ευθέως προκύπτει από αυτά. Όπως έχει προαναφερθεί, τόσο η Δ. Α., όσο και ο Α. Γ., κληθέντες από τα αστυνομικά όργανα του Τμήματος Ασφαλείας Λευκού Πύργου που ενεργούσαν την προανάκριση προς επισκόπηση του καταγραφέντος στο βιντεοσκοπικό υλικό ανδρός, ανεγνώρισαν ανεπιφύλακτα στο πρόσωπο του απεικονιζόμενου άνδρα τον κατηγορούμενο Τ. Ε.. Πλέον τούτου, η αδελφή της παθούσας Δ. Ι. εξεταζόμενη επ’ ακροατηρίω επανέλαβε ότι από το επιδειχθέν σε αυτήν και αναγνωσθέν υλικό αναγνωρίζει ανεπιφύλακτα στο πρόσωπο αυτού τον πρώην μνηστήρα της και κατηγορούμενο. Ο δε προταθείς από το συνήγορο υπερασπίσεως μάρτυρας Κ. Χ., ο οποίος είδε το πρώτον επ’ ακροατηρίω τις σχετικές αναγνωσθείσες φωτογραφίες του καταγραφέντος από το βίντεο υπόπτου, κατέθεσε ότι αυτός όντως μοιάζει στο φίλο του κατηγορούμενο, χωρίς όμως να μπορεί να είναι “1000% σίγουρος”. Τέλος, επισημαίνεται ότι και ο ίδιος ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε απολογούμενος ότι το απεικονιζόμενο στο βιvτεοληπτικό υλικό πρόσωπο εμφανίζει ομοιότητα µε αυτόν. Ο εξάδελφος της παθούσας Αστυνομικός Α. Γ. κατέθεσε περαιτέρω ότι δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία σχετικά µε το ότι το πρόσωπο που απεικονίζεται στο βίντεο να κατέρχεται την οδό, είναι το ίδιο µε εκείνο που τρέχει απομακρυνόμενο από τον ευρύτερο τόπο τελέσεως των υπό κρίση πράξεων. Περαιτέρω, ανέφερε ότι το επισκοπούμενο στο βίντεο όχημα, το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο, φέρει όντως φιμέ υαλοπίνακες, καθόσον από τις σχετικές φωτογραφίες προκύπτει σαφώς ότι δε δύναται κάποιος να παρατηρήσει δια µέσω των υαλοπινάκων του τον ευρισκόμενο όπισθεν αυτών χώρο, σε αντίθεση µε εκείνων του επί τόπου σταθμευμένου αγροτικού οχήματος. Επίσης, η Δ. Ι. κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος συνήθιζε να φορά σκουρόχρωμα ρούχα και όντως κατείχε µία μαύρη μακρυμάνικη μπλούζα, η οποία έφερε µία γραμμή κόκκινων γραμμάτων στο στήθος και την πλάτη, παρόμοια µε εκείνη που φορά ο άνδρας που απεικονίζεται στο βιvτεοληπτικό υλικό. Αναφορικά µε την διαμονή της μητρός του κατηγορουμένου στην οικία αυτού, παρατηρούνται τα ακόλουθα: Η παρουσία και διαμονή της μητρός του κατηγορουμένου στην οικία αυτού µετά την τέλεση των εν αποπείρα πράξεων, επιβεβαιώθηκε από την ίδια και αμφισβητήθηκε από τη Δ. Ι., η οποία προσέθεσε ότι σε ανάλογες περιπτώσεις κατά τις οποίες η μητέρα του κατηγορουμένου μετέβαινε στη Θεσσαλονίκη, εκείνος πάντοτε την ενημέρωνε σχετικώς. Η δε μητέρα του κατηγορουμένου Τ. Σ. επεχείρισε να δικαιολογήσει το γιο της, ισχυριζόμενη επ’ ακροατηρίω ότι αυτός αγνοούσε το γεγονός της συγκεκριμένης επισκέψεώς της, η οποία οφειλόταν σε εκ μέρους της επίβλεψη τοποθετήσεως κλιματιστικού μηχανήματος σε ιδιόκτητο διαμέρισμά της στον Εύοσμο – Θεσσαλονίκης. Την παρουσία της Τ. Σ. έχει επιβεβαιώσει και ο σύζυγός της και πατέρας του κατηγορουμένου Τ. Χ., ο οποίος έχει καταθέσει ότι η σύζυγός του αναχώρησε από τη Λάρισα για να επισκεφθεί τον κατηγορούμενο την Τρίτη το πρωί και επέστρεψε την Τετάρτη, µε αποτέλεσμα τη νύκτα της 1.06.2016 vα διαμείνει στην οικία του υιού τους στη Θεσσαλονίκη. Περαιτέρω η Τ. επιβεβαίωσε ότι ο υιός της παρέμεινε κατά τις νυκτερινές κι πρώτες πρωινές ώρες της 1.06.2016 στην οικία του μαζί της. Διευκρίνισε δε ότι, αν και οι δύο τους κοιμούνταν σε παράπλευρα κρεβάτια, η ίδια θα τον είχε μετά βεβαιότητας αντιληφθεί σε περίπτωση που εκείνος είχε εγκαταλείψει την οικία, διότι θα τον είχε ακούσει επειδή το ξύλινο πάτωμα της οικίας τρίζει όταν βηματίζει κάποιος επάνω σε αυτό και εκείνη δεν κοιμάται βαριά. Πλην όμως, ο ισχυρισμός της αυτός, δεν παρέχει ασφάλεια, ακόμα και εάν ήθελε υποτεθεί αληθής. Μάλιστα, αν και ο κατηγορούμενος συνομίλησε τηλεφωνικώς με τη μνηστή του περί ώρες 22:00′ με 22:30′ της 31.05.2016, ήτοι σε χρονικό διάστημα που η μητέρα του βρισκόταν μαζί του στην οικία του, γεγονός που απεδέχθη και ο ίδιος, η μητέρα του εξεταζόμενη κατέθεσε ότι δεν αντελήφθη τέτοια κλήση. Ανεξαρτήτως αυτών, ακόμα και σε περίπτωση που η μητέρα του κατηγορουμένου βρισκόταν όντως στο σπίτι του υιού της κατά τον ανωτέρω χρόνο, αυτό δε συνεπάγεται, βάσει των εκ μέρους της προβληθέvτων ισχυρισμών, ότι αυτός ήταν αδύνατο να εγκαταλείψει την οικία του, χωρίς η μητέρα του να τον αντιληφθεί, αν και κοιμώμενη. Τέλος, επισημαίνεται ότι ο εν λόγω ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί ελεύσεως και διαμονής της μητρός του στην οικία του στη Θεσσαλονίκη από το μεσημέρι της 31.05.2016 μέχρι τη 01.06.2016, οπότε και θα παραλάμβανε και θα επέβλεπε την τοποθέτηση του κλιματιστικού μηχανήματος, είναι όψιμος, καθόσον δεν τον επικαλέστηκε προανακριτικώς, αλλά τον προέβαλε το πρώτον κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ειδικότερα δε, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου αναφορικώς με την παραλαβή και τοποθέτηση από την Τ. Σ. του κλιματιστικού μηχανήματος σε ενοικιαζόμενη οικία ιδιοκτησίας της στον Εύοσμο – Θεσσαλονίκης, καθώς και η συνακόλουθη διαμονή της στην οικία του υιού της κατά το ανωτέρω κρίσιμο χρονικό διάστημα, ελέγχεται ως προς την αλήθειά του. Ειδικότερα, κατά την qκοοαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η Τ. αδυνατούσε να θυμηθεί το ονοματεπώνυμο του στρατιωτικού ενοικιαστή της οικίας της, που θα ετοποθετείτο το κλιματιστικό, το οποίο τελικώς δεν ετοποθετήθη τότε. Περαιτέρω, αυτή αν και αρχικώς εδήλωσε ότι κατέχει τον τηλεφωνικό αριθμό κλήσεως του ενοικιαστού, τελικώς ανέφερε ότι δεν δύναται να τον ανεύρει. Σε συνέχεια δε της αδυναμίας της ιδίας να παρέξει κατά την ακροαματική διαδικασία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου πληροφορίες σχετικά με το πρόσωπο του ενοικιαστή, κατέθεσε στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου το πλήρες ονοματεπώνυμο αυτού και προσεκόμισε απόδειξη αγοράς του κλιματιστικού μηχανήματος με ημερομηνία 31.05.2016 και ώρα 09.19.06″, στην οποία όμως δεν αναγράφεται ως αγορασθέν κλιματιστικό μηχάνημα, αλλά “set χειρός”. Περαιτέρω, είναι αδύνατο να αποδεχθεί κανείς ως εύλογο και πιθανό το να αποδοθούν σε σύμπτωση τόσο η παρουσία του κατηγορουμένου στον τόπο τελέσεως των υπό κρίση πράξεων, όπως αυτή αναμφιβόλως αναγνωρίσθηκε ή πιθανολογήθηκε σφοδρώς από το σύνολο των εξετασθέντων μαρτύρων, όσο και η καταγραφή στο βίντεο της διελεύσεως οχήματος κατά το χρόνο τελέσεως των υπό κρίση πράξεων από αμέσως παρακείμενη του τόπου τελέσεως αυτών, το οποίο έχει την ίδια μάρκα και τον ίδιο τύπο οχήματος με αυτό που κατέχει ο κατηγορούμενος, και φέρει επιπροσθέτως την αυτή λευκή απόχρωση και φιμέ τζάμια. Αξίζει δε επιπροσθέτως να τονισθεί το επ’ ακροατηρίω κατατεθέν από την παθούσα γεγονός ότι, όταν ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο να ελέγξει την κατάσταση του οχήματος αυτής μετά τις εν αποπείρα κατ’ αυτού τελεσθείσες πράξεις, εκείνος, αφού το επισκόπησε, την ενημέρωσε για την κατάσταση των σχετικών ζημιών, χωρίς να πληροφορηθεί από την ίδια σε ποιο σημείο ήταν σταθμευμένο το όχημα, γεγονός ποu καταδεικνύει ότι ο ίδιος γνώριζε εξ ιδίων την ακριβή θέση όπου εκείνο ήταν σταθμευμένο. Τέλος, το πρώτον επ’ ακροατηρίω η Δ. Α. και Δ. Ι. κατέθεσαν ότι ο κατηγορούμενος είχε ζητήσει συγγνώμη από τον πατέρα τους, ομολογώντας τις πράξεις του. Ειδικότερα η δεύτερη εξ αυτών, προσέθεσε ότι εκείνος είχε επιπλέον ευχηθεί ότι θα ήθελε να γυρίσει το χρόνο πίσω και πως δε γνωρίζει για ποιο λόγο προέβη στις πράξεις του αυτές. Εξετασθείς δε επ’ αυτού ο παρευρισκόμενος στο ακροατήριο πατέρας τους Δ. Ν., διευκρίνισε ότι ο κατηγορούμενος του είχε αναφέρει σε τηλεφωνική τους συνομιλία ότι είχε την πρόθεση να τον αποζημιώσει, εάν αυτός είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι εκείνος ήταν ο δράστης. Επ’ αυτού, ο κατηγορούμενος, αφού απεδέχθη τα ανωτέρω κατατεθέντα από τον Δ., προσέθεσε ότι η συγγνώμη που ζήτησε από τον πατέρα της μνηστής του δεν αφορούσε την τέλεση των υπό κρίση πράξεων, αλλά τη διακοπή της σχέσεώς του με την κόρη του Ι., προσθέτοντας ότι πρότεινε να καταβάλλει αποζημίωση, αποσκοπώντας να επιλυθεί το προκύψαv ζήτημα χωρίς προσφυγή στα δικαστήρια. Δύσκολα όμως μπορεί να κατανοήσει κάποιος µια εύλογη αιτία, η οποία θα οδηγούσε κάποιον να αποδεχθεί να καταβάλλει αποζημίωση για πράξεις που δεν τέλεσε, καθώς επίσης και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ζήτησε συγγνώμη για τη διακοπή της σχέσεως µε τη μνηστή του, ενώ δεν ήταν ο ίδιος αυτός που διέκοψε τη σχέση, αλλά η Δ. Ι.. Εξάλλου, σύμφωνα µε όσα προαναφέρθηκαν, στην υπό κρίση περίπτωση υφίσταται αληθινή πραγματική συρροή του εγκλήματος του εμπρησμού από πρόθεση µε το έγκλημα της διακεκριμένης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, η οποία προκαλείται µε φωτιά, δεδομένου ότι και από τις δύο μερικότερες πράξεις εμπρησμού που τέλεσε ο κατηγορούμενος (εκ των οποίων η µία σε απόπειρα και η δεύτερη περατωθείσα, μετά την επελθούσα ειρήνευση του εννόμου αγαθού,) μπορούσε συγχρόνως να προκληθεί κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και δη σταθμευμένα οχήματα. Τέλος, είναι σαφές ότι πληρούται και η υποκειμενική υπόσταση των εν λόγω εγκλημάτων, καθόσον, αφενός µεν ο κατηγορούμενος ήθελε να προκαλέσει πυρκαγιά, γνωρίζοντας ότι από αυτή δημιουργείται κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, αφού στο δρόμο όπου ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητο της παθούσας, ευρίσκονταν σταθμευμένα και άλλα αυτοκίνητα στα οποία μπορούσε να επεκταθεί η πυρκαγιά και αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό, αφετέρου δε γνώριζε ότι µε την πράξη του αυτή επέφερε µε τη χρήση φωτιάς φθορά σε ξένη ιδιοκτησία και ήθελε να την προξενήσει, αποδεχόμενος, όπως προανεφέρθn, την πρόκληση κοινού κινδύνου σε άλλα ξένα πράγματα.
Συνεπώς, απεδείχθη πλήρως ότι ο κατηγορούμενος ενώ ήταν ΕΜΘ Επιλοχίας (ΠΒ) της δυνάμεως της 181 ΜΚ/Β ΧΩΚ, στη Θεσσαλονίκη περί ώρα 03:10′ της 31.05.2016, αφού έριξε εύφλεκτο υλικό στον ουρανό, αλλά και κάτω από το υπ’ αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της Δ. Α. του Ν., το οποίο ήταν σταθμευμένο στο ύψος του οικοδομικού αριθμού 3 της οδού Αβδελλά στη Θεσσαλονίκη, στη συνέχεια έθεσε φωτιά µε χρήση γυμνής φλόγας, χωρίς όμως να προκληθεί πυρκαγιά, για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του, καθόσον πραγματοποιήθηκε κατάσβεση από όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας µε τη χρήση πυροσβεστήρα, ενώ δίπλα δε στο ως άνω αυτοκίνητο υπήρχαν άλλα σταθμευμένα αυτοκίνητα και επομένως μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος για αυτά, µε αποτέλεσμα να αλλοιωθεί ο χρωματισμός στον ουρανό του ως άνω αυτοκινήτου και να προκληθεί βλάβη σε αυτό. Επίσης, περί ώρα 03:55′ της 01.06.2016 στον ως άνω τόπο, αφού έθραυσε τους υαλοπίνακες της δεξιάς πλευράς του εν λόγω οχήματος, στη συνέχεια έθεσε φωτιά σε αυτό µε τη χρήση γυμνής φλόγας, µε αποτέλεσμα να προκληθεί πυρκαγιά, να σπάσουν όλοι οι υαλοπίνακες αυτού και εν τέλει να καεί ολοσχερώς, ενώ πλησίον του ως άνω αυτοκινήτου υπήρχαν έτερα σταθμευμένα οχήματα και επομένως μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος για αυτά. Τούτου δεδομένου, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τις ανωτέρω περιγραφείσες πράξεις του εμπρησμού από τον οποίο μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα κατ’ εξακολούθηση (μερικότερες πράξεις δύο, εκ των οποίων η µία εν αποπείρα) και διακεκριμένη φθορά κατ’ εξακολούθηση (μερικότερες πράξεις δύο), καθόσον τέλεσε αυτές τόσο αντικειμενικώς, όσο και υποκειμενικώς. Δύο όμως µέλη του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα ο Πρόεδρος, Αναθεωρητής Β’ Αργύριος Τσουρούς και ο Αναθεωρητής Γ’ Βράβας Φώτιος, έχουν την άποψη ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος των αποδιδόμενων σε αυτών πράξεων, καθόσον δεν προέκυψε µε απόλυτη βεβαιότητα, υπάρχουν δηλαδή ζωηρές αμφιβολίες, κατά πόσον αυτός είναι ο δράστης των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε. Και τούτο γιατί από την επισκόπηση του βιντεοληπτικού υλικού και των φωτογραφιών, που υπάρχουν στη δικογραφία, δεν διακρίνεται κατά τον πλέον καθαρό τρόπο το πρόσωπο και τα χαρακτηριστικά του ατόμου που κινείται περί την 03 :49 της 1.6.2016 επί του πεζοδρομίου της οδού Δελμούζου και κατευθύνεται προς τη συμβολή των οδών Δελμούζου και Συνταγματάρχου Αβδελλά, όπου ήταν σταθμευμένο το όχημα της Δ., δεν φαίνεται αν πράγματι το άτομο αυτό τελικά κατευθύνεται και προς το αυτοκίνητο αυτής, ούτε φαίνεται το άτομο και τα χαρακτηριστικά αυτού, το οποίο έθεσε τελικά την φωτιά, επί πλέον δε δεν ανευρέθησαv οπουδήποτε δακτυλικά αποτυπώματα του κατηγορουμένου. Περαιτέρω δεν προκύπτει κατά τον πλέον ασφαλή και βέβαιο τρόπο ότι το άτομο που απεικονίζεται στις φωτογραφίες και φαίνεται στο βιvτεοληπτικό υλικό είναι το ίδιο με τον κατηγορούμενο, γιατί υπάρχει μεγάλη διαφορά στο σωματότυπο του εικοvιζομέvου, στο πάχος του σώματος και στο τριχωτό της κεφαλής με αυτό του κατηγορουμένου σήμερα. Περαιτέρω ο ισχυρισμός της Δ. Α., ότι ο κατηγορούμενος συναντήθηκε με τον πατέρα της και ζήτησε συγγνώμη, υπαινισσόμενη εμμέσως ότι αποδέχθηκε την πράξη του, ουδόλως επιβεβαιώθηκε από την επ’ ακpοατηρίω κατάθεση του πατέρα αυτής. Επομένως οι αμφιβολίες αυτές, σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου “in dubio pro reo”, λειτουργούν πάντοτε προς όφελος του κατηγορουμένου και κατά τη γνώμη των μειοψηφούντων μελών του Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος των πράξεων που του αποδίδονται, γιατί συντρέχουν αμφιβολίες στο πρόσωπό του ως προς το αν αυτός ήταν πράγματι ο δράστης των συγκεκριμένων εγκλημάτων.” Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο κατά πλειοψηφία τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, αναγνωρίζοντάς του παμψηφεί το ελαφρυντικό του 84 παρ. 2 α ΠΚ, για τις παραπάνω πράξεις του εμπρησμού από τον οποίο μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα κατ’ εξακολούθηση [μερικότερες πράξεις δύο (2), εκ των οποίων η μία (1) σε απόπειρα] και της διακεκριμένης φθοράς κατ’ εξακολούθηση [μερικότερες πράξεις δύο (2)] και επέβαλε σ’ αυτόν ποινή φυλακίσεως δέκα οκτώ (18) μηνών για την πρώτη πράξη και ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών για τη δεύτερη πράξη και συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, μετατραπείσα σε χρηματική ποινή προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: ”
Κηρύσσει αυτόν, με ψήφους τρεις έναντι δύο (3-2), ένοχο, εμπρησμού από τον οποίο μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα κατ’ εξακολούθηση [μερικότερες πράξεις δύο (2), εκ των οποίων η μία (1) σε απόπειρα], πράξεις που τελέστηκαν στη Θεσσαλονίκη, στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, και, ειδικότερα, ένοχο του ότι: Ενώ ήταν στρατιωτικός, δηλαδή ΕΜΘ Επχίας (ΠΒ) της δυνάμεως της 181 ΜΚ/Β ΧΩΚ, στη Θεσσαλονίκη, στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος αποπειράθηκε και προκάλεσε πυρκαγιά, από την οποία μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα. Συγκεκριμένα: 1) Περί ώρα 03:10′ της 31.05.2016, έχοντας αποφασίσει να προκαλέσει πυρκαγιά, από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος σε ξένα πράγματα, επιχείρησε πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης αυτής, καθόσον, αφού έριξε εύφλεκτο υλικό στον ουρανό, αλλά και κάτω από το με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της Δ. Α. του Ν., το οποίο ήταν σταθμευμένο επί της οδού Αβδελά αρ. 3, στη Θεσσαλονίκη, στη συνέχεια έθεσε φωτιά με χρήση γυμνής φλόγας, δεν προκλήθηκε όμως πυρκαγιά, για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του, καθόσον πραγματοποιήθηκε κατάσβεση από όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας με τη χρήση πυροσβεστήρα, δίπλα δε στο ως άνω αυτοκίνητο υπήρχαν άλλα σταθμευμένα αυτοκίνητα, επομένως μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος για αυτά, και 2) Περί ώρα 03:55′ της 01.06.2016 με πρόθεση προκάλεσε πυρκαγιά, από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος σε ξένα πράγματα. Στον ως άνω αναφερόμενο τόπο, αφού έσπασε τα τζάμια της δεξιάς πλευράς του με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της Δ. Α. του Ν., στη συνέχεια έθεσε φωτιά με τη χρήση γυμνής φλόγας, με αποτέλεσμα να προκληθεί πυρκαγιά, να σπάσουν όλα τα τζάμια και εν τέλει να καεί ολοσχερώς το ως άνω αυτοκίνητο, δίπλα δε στο ως άνω αυτοκίνητο υπήρχαν άλλα σταθμευμένα αυτοκίνητα, επομένως μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος για αυτά.
Κηρύσσει αυτόν, κατά πλειοψηφίαν, με ψήφους τρεις έναντι δύο (3-2), ένοχο διακεκριμένης φθοράς κατ’ εξακολούθηση [μερικότερες πράξεις δύο (2)], πράξεις που τελέστηκαν στη Θεσσαλονίκη, στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, και, ειδικότερα, ένοχο του ότι: Ενώ ήταν στρατιωτικός, δηλαδή ΕΜΘ Επχίας (ΠΒ) της δυνάμεως της 181 ΜΚ/Β ΧΩΚ, στη Θεσσαλονίκη, στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος προκάλεσε βλάβη και κατέστρεψε ξένο ολικά πράγμα με τη χρήση φωτιάς. Συγκεκριμένα: 1) Περί ώρα 03:10′ της 31.05.2016, με πρόθεση έβλαψε ξένο ολικά πράγμα με φωτιά. Στον ως άνω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, αφού έριξε εύφλεκτο υλικό στον ουρανό, αλλά και κάτω από το με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της Δ. Α. του Ν., το οποίο ήταν σταθμευμένο επί της οδού Αβδελά αρ. 3, στη Θεσσαλονίκη, στη συνέχεια έθεσε φωτιά με χρήση γυμνής φλόγας, με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί ο χρωματισμός στον ουρανό του ως άνω αυτοκινήτου και να προκληθεί βλάβη σε αυτό. 2) Περί ώρα 03:55′ της 01.06.2016 με πρόθεση κατέστρεψε ξένο ολικά πράγμα με φωτιά. Στον ως άνω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, αφού έσπασε τα τζάμια της δεξιάς πλευράς του με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της Δ. Α. του Ν., στη συνέχεια έθεσε κατά τα ανωτέρω φωτιά με τη χρήση γυμνής φλόγας, με αποτέλεσμα να προκληθεί πυρκαγιά, να σπάσουν όλα τα τζάμια και εν τέλει να καεί ολοσχερώς το ως άνω αυτοκίνητο.” Ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων με την κρινόμενη αίτησή του, που περιέχει έναν και μοναδικό λόγο αναιρέσεως, τον οποίο επιχειρεί να θεμελιώσει στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., πλήττει την ως άνω υπ’ αριθμ. 20/2019 καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (Β’ Τμήμα Θεσσαλονίκης), με την οποία, ως προελέχθη, κηρύχθηκε ένοχος, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, ισχυριζόμενος ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα και κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 177 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. έλαβε υπόψη του και θεμελίωσε την καταδικαστική σε βάρος του κρίση σε απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο, και συγκεκριμένα, έλαβε υπόψη του ψηφιακό δίσκο, που περιέχει βιντεοληπτικό υλικό από κλειστό κύκλωμα καταγραφής σκηνών ιδιωτικού χώρου στάθμευσης, παρά τη σχετική ένστασή του, παραβιάζοντας, έτσι τα υπερασπιστικά του δικαιώματα.
Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στη μείζονα πρόταση και ενόψει των αναφερομένων αναλυτικά στις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στην προκείμενη περίπτωση είναι νόμιμη η δικονομική αξιοποίηση του συγκεκριμένου βιντεοληπτκού υλικού, καθώς και των εξ’ αυτού εξαχθεισών φωτογραφιών, από το κλειστό κύκλωμα καταγραφής ιδιωτικού χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων, το οποίο, κατά την αυτεπάγγελτη, κατ’ άρθρο 243 παρ. 2 του προϊσχύσαντος Κ.Ποιν.Δ., διενεργούμενη προανάκριση, κατασχέθηκε, λόγω της σοβαρότητας των τελεσθέvτων αδικημάτων και ως το μοναδικό αποδεικτικό μέσο, από το οποίο δύναται να προκύψει ο δράστης των υπό κρίση άδικων πράξεων. Πρωτίστως διότι στην εν λόγω περίπτωση το παραβιασθέν συνταγματικό δικαίωμα του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος στα προσωπικά του δεδομένα (άρθρ. 9 Α του Συντάγματος) δεν άπτεται αμέσως του σκληρού πυρήνα της προσωπικής του σφαίρας, που θα απαιτούσε τη συναίνεση αυτού, αφού η συμπεριφορά, που καταγράφηκε και περιέχεται στο ένδικο βιντεοληπτικό υλικό, ουδεμία σχέση έχει με ιδιωτική του πράξη, ούτε έχει καμιά σχέση με την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, δεδομένου ότι, οι κάμερες κλειστού κυκλώματος κατέγραψαν τις κινήσεις του σε δημόσιο χώρο και όχι στην οικία του ή σε ιδιωτικό προσωπικό του χώρο, ενώ. επιβάλλεται και από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, εν όψει του ότι τα πληγέντα από τις υπό κρίση πράξεις του δράστη αγαθά κρίνονται σαφώς υπέρτερα εκείνου της προστασίας των προσωπικών του δεδομένων. Σε αντίθετη περίπτωση. η εν λόγω απαγόρευση θα οδηγούσε σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη. εν προκειμένω της παθούσας Α. Δ., σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος), αφού δεν θα μπορούσε να γίνει χρήση του μοναδικού αποδεικτικού μέσου, στο οποίο βασίζεται η καταγγελία της, με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και η ανθρώπινη αξία του απροστάτευτου εν λόγω θύματος των άνω αξιοποίνων πράξεων, ήτοι υπέρτερων εννόμων αγαθών, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας Κατ’ ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων, καμία ακυρότητα δεν δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και το ανωτέρω βιντεοληπτικό υλικό, εφόσον, όπως εκτενώς αναπτύχθηκε παραπάνω, δεν πρόκειται για αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο προέκυψε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρου 177 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. ή των συνταγματικών διατάξεων 19 παρ. 3 και 9Α του Συντάγματος ή της διάταξης του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος – νυν αναιρεσείων. Επομένως, ο τελευταίος δεν στερήθηκε οιουδήποτε υπερασπιστικού του δικαιώματος, παρεχόμενου ρητά από το νόμο και συνακόλουθα ο μοναδικός από το άρθρο και 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως αυτού, για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν.4619/2019 και ισχύοντος από την 1η.7.2019 (άρθρο δεύτερο του Ν.4619/2019) νέου Ποινικού Κώδικα, “αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση, και όχι αφηρημένα, οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι’ αυτόν και δεν αποκλείεται στη συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος νόμος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται, αφενός ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη, επί πλημμελημάτων, λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής φυλάκισης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε ποινών φυλάκισης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Προδήλως είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά αυτή (πράξη) ανέγκλητη. Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 511 εδ. δ’ και 514 εδ. δ’ περ. β’ του Κ.Ποιν.Δ., συνάγεται ότι, αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά στα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και στην προβλεπόμενη ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει και αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 264 του προϊσχύσαντος ΠΚ, “όποιος με πρόθεση προξενεί πυρκαγιά τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη, μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, β) …”. Κατά δε τη διάταξη του αντίστοιχου άρθρου του ισχύοντος από 1.7.2019 νέου ΠΚ, “1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β)…”. Από τη σύγκριση των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι η νεότερη ως άνω διάταξη του άρθρου 264 είναι επιεικέστερη έναντι της προϊσχύσασας, αφού με αυτή το πλαίσιο της απειλούμενης ποινής είναι τουλάχιστον ενός (1) έτους έως πέντε (5) έτη, αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, ενώ με την προϊσχύσασα διάταξη προβλεπόταν φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών έως πέντε έτη, αντίστοιχα. Αντιθέτως, για την αξιόποινη πράξη της φθοράς δεν ανακύπτει θέμα αυτεπάγγελτης εφαρμογής επικεικέστερου νόμου, διότι υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, άρθρο (382 παρ. 2 γ ΠΚ) τιμωρείτο με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών έως πέντε (5) έτη, ενώ με την αντίστοιχη διάταξη 378 παρ. 2 του ισχύοντος από 1.7.2019 Ποινικού Κώδικα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών έως πέντε (5) έτη και χρηματική ποινή. Σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, εφόσον η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή, συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εφαρμογής, αυτεπαγγέλτως, κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, και 511 περ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ., των επιεικέστερων ως άνω διατάξεων, που ίσχυσαν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθό μέρος αφορά στην πράξη του εμπρησμού κατ’εξακολούθηση (τετελεσμένη και σε απόπειρα), αφού με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλομένης, στοιχειοθετείται και υπό τη νέα του μορφή το εν λόγω αδίκημα, και, συνεπώς, πρέπει η απόφαση αυτή να αναιρεθεί εν μέρει και μόνο ως προς τις περί ποινών διατάξεις της, που αφορούν στην ως άνω πράξη του εμπρησμού κατ’ εξακολούθηση (τετελεσμένη και σε απόπειρα), από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ξένα πράγματα, συνακόλουθα δε και ως προς τον καθορισμό της συνολικής ποινής και να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο αυτό μέρος της, η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από τους ίδιους δικαστές, εφόσον είναι δυνατόν, που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 522 Κ.Ποιν.Δ.). Κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την με αριθμό 20/2019 απόφαση του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (Β’ Τμήμα Θεσσαλονίκης), και συγκεκριμένα κατά το μέρος που αφορά τις διατάξεις της περί ποινών για το αδίκημα του εμπρησμού κατ’ εξακολούθηση (σε τετελεσμένη μορφή και σε απόπειρα), από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ξένα πράγματα και ως προς τον καθορισμό της συνολικής στερητικής της ελευθερίας ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρεθέν μέρος της, για νέα εκδίκαση στο ίδιο παραπάνω Δικαστήριο, συγκροτούμενο από τους ίδιους δικαστές, εάν είναι εφικτόν, που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 23.7.2019 2019 αίτηση με αριθμ. γεν. πρωτ. 8196/2019 επιδοθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 23.7.2019 του Ε. Τ. του Χ., κατοίκου …, για αναίρεση της ανωτέρω αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2021.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 





Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια