Ticker

6/recent/ticker-posts

728x90

Το διπλό φονικό της Σύρου με το κλειδωμένο δωμάτιο


Κάθε πρωί η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού γέμιζε τα στενά της γειτονιάς. Πριν ακόμα χαράξει, ο φούρναρης ξεκινούσε τη δουλειά, ετοιμάζοντας ένα ένα τα καρβέλια. Εδώ και 23 χρόνια στον ίδιο φούρνο κάνοντας τις ίδιες κινήσεις. Σχεδόν δούλευε με τα μάτια κλειστά πια. Είχε κατορθώσει από μαθητευόμενος να αναλάβει ο ίδιος την επιχείρηση. Όταν ο ιδιοκτήτης συνταξιοδοτήθηκε, μίσθωσε το φούρνο. Κόντευε μία δεκαετία που δούλευε μόνος του το μαγαζί.

Εκείνη την Παρασκευή όμως, κάτι ήταν διαφορετικό. Μία έντονη δυσοσμία, ασυνήθιστη για την περιοχή, απλωνόταν στο δρόμο. Η πρώτη του σκέψη ήταν οι ιδιοκτήτες του φούρνου. Τα γεροντάκια που έμεναν στο διπλανό σπίτι. Είχε μέρες να τους δει. Τουλάχιστον πέντε. Βέβαια, τους τελευταίους μήνες πήγαιναν τακτικά στην Αθήνα γιατί είχαν προβλήματα υγείας. Αλλά πάλι, το πλαϊνό παράθυρο φαινόταν ανοιχτό και υπήρχε κι αυτή η μυρωδιά…

Το περιπολικό δεν άργησε να φανεί στο στενό δρομάκι της Ερμούπολης. Εκείνος, μαζί με τα δύο του παιδιά, κοιτούσαν από την είσοδο του φούρνου προς τη διπλανή πόρτα. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να δει κάτι. Οι αστυνομικοί και η ιατροδικαστής ήταν οι μόνοι που αντίκρισαν το μακάβριο θέαμα.

Στο ισόγειο της τριώροφης κατοικίας, πάνω στο ξύλινο κρεβάτι του υπνοδωματίου, βρέθηκε η 82χρονη γυναίκα, ενώ ο συνομήλικος σύζυγος της εντοπίστηκε στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, όπου -σύμφωνα με τα ίχνη αίματος- φαινόταν να είχε συρθεί από το μαρμάρινο πλατύσκαλο της εισόδου. Και οι δύο σοροί βρίσκονταν σε κατάσταση προχωρημένης σήψης, ωστόσο τα πλήγματα στο κεφάλι με “βαρύ θλων όργανο” μαρτυρούσαν τη διπλή δολοφονία. Κατά την ιατροδικαστή Σύρου, το ηλικιωμένο ζευγάρι κείτονταν νεκρό μέσα στο σπίτι του για περίπου ένα εξαήμερο.

“Δεν ήταν εύκολο να μπεις στο σπίτι του θείου. Δύο φορές του έλεγες ότι είμαι εγώ και καμιά φορά δεν σου άνοιγε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν γνωστός αυτός που μπήκε μέσα στο σπίτι” θα πει αργότερα στο δικαστήριο ένας ανιψιός του θύματος.

Η αναστάτωση που επικρατούσε στο σπίτι άφηνε την εικόνα ληστείας. Τα συρτάρια των επίπλων του σαλονιού ήταν στο πάτωμα, το υπνοδωμάτιο του ισογείου φαινόταν ότι είχε ερευνηθεί. Όπως προέκυψε αργότερα, το τσαντάκι του θύματος με κάποια χρήματα και μια ταυτότητα και ένα κυνηγετικό όπλο, είχαν εξαφανιστεί. Το ίδιο και το όπλο του εγκλήματος, το οποίο δεν εντοπίστηκε πουθενά.

Ωστόσο, ήταν οι λεπτομέρειες που κίνησαν τις υποψίες των αστυνομικών. Το πρόσωπο της γυναίκας είχε καλυφθεί με μια μπλούζα, ενώ η πόρτα της κεντρικής εισόδου ήταν κλειδωμένη και το κλειδί βρισκόταν πάνω σε αυτήν από την εσωτερική πλευρά. Δείγματα ότι όποιος διέπραξε το έγκλημα, μπήκε στο σπίτι καλοδεχούμενα από το ηλικιωμένο ζευγάρι. “Δεν ήταν εύκολο να μπεις στο σπίτι του θείου. Δύο φορές του έλεγες ότι είμαι εγώ και καμιά φορά δεν σου άνοιγε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν γνωστός αυτός που μπήκε μέσα στο σπίτι” θα πει αργότερα στο δικαστήριο ένας ανιψιός του θύματος.

Σε κάθε περίπτωση, το Τμήμα Ασφαλείας Ερμούπολη δεν περιόρισε τις έρευνες του. Σχεδόν 120 ύποπτοι προσήχθησαν: τοξικομανείς, γείτονες, αλλοδαποί, ημεδαποί, αλλά και όσων τα αποτυπώματα βρέθηκαν μέσα στο σπίτι. Από τον κατάλογο δεν αποκλείστηκε ούτε ο φούρναρης, ο οποίος έδωσε πρώτος κατάθεση, ούτε η οικογένεια του.

Την ίδια ημέρα, οι αστυνομικοί είχαν στα χέρια τους μία ομολογία. Ο 32χρονος γιος του που τον βοηθούσε και στο φούρνο, ήταν σύμφωνα με τη Δικαιοσύνη, από τα ελάχιστα άτομα που επισκέπτονταν το ζευγάρι, «πάντα κατόπιν πρόσκλησης», για να τους κάνει διάφορα μερεμέτια. “Όταν δείχναμε φωτογραφίες των θανόντων στον κατηγορούμενο απέφευγε να τις βλέπει. Δεν κάναμε κατάχρηση εξουσίας. Δεν μας επιτρέπεται να ασκούμε ψυχολογική βία. Μας είπε εγώ τον σκότωσα και θα σας πω πως έγινε” ανέφερε ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Νάξου αστυνομικός που συμμετείχε στις έρευνες.

Στην προανακριτική απολογία, περιγράφεται το πως τσακώθηκαν με τον παππού για το μίσθωμα του φούρνου, πως «θόλωσε» το μυαλό του και μ’ ένα σίδερο τον χτύπησε στο κεφάλι, πως τον έσυρε από τα πόδια μέσα στο δωμάτιο, και σκέπασε το πρόσωπό του με μία πετσέτα που αργότερα έριξε στη λεκάνη της τουαλέτας και τράβηξε το καζανάκι. Λίγα λεπτά μετά, κρατώντας ακόμη το σωλήνα στο χέρι, κατέβηκε στο ισόγειο όπου βρισκόταν η ηλικιωμένη γυναίκα. «Επειδή τον είδε η γιαγιά, η οποία έλεγε “Βαγγέλη - Βαγγέλη”, την χτύπησε και εκείνη και την σκέπασε” κατέθεσε ο αστυνομικός. Ήταν τέτοια η σφοδρότητα των χτυπημάτων – αναφέρεται στη δικογραφία- ώστε κατά τη νεκροτομή ανευρέθηκε ένα δόντι της σφηνωμένο στο βρόγχο του δεξιού της πνεύμονα.

Σύμφωνα με το μάρτυρα, εκτός από την ομολογία ο 32χρονος τους «προσέφερε» και το όπλο του φόνου. «Οι αστυνομικοί δεν είχανε εικόνα ότι υπήρχε δεξαμενή νερού. Αυτό το είπε ο κατηγορούμενος ότι υπάρχει στέρνα κι εμείς καλέσαμε την Εισαγγελία. Βγάλαμε το σιδερένιο σωλήνα από την στέρνα, δεν βρέθηκε πάνω του ούτε ένα γενετικό υλικό. (…) Πριν πάμε στο σπίτι να μας δείξει την στέρνα ομολόγησε και μπροστά στην Εισαγγελέα. Ο σιδηρολοστός είναι ένα όργανο που ταυτίζεται με το όργανο που είπε ο ιατροδικαστής ότι έγιναν οι φόνοι και μας το υπέδειξε ο κατηγορούμενος. Όταν ένα σίδερο είναι στο νερό πάνω από 10 ημέρες δεν μπορείς να βγάλεις γενετικό υλικό, ούτε αποτύπωμα», κατέθεσε.

Κι εκτός αυτού, ήταν και το αποτύπωμα του που ταυτοποιήθηκε στο καζανάκι του πρώτου ορόφου -ενώ «ο κατηγορούμενος είπε ότι πήγε να επισκευάσει το καζανάκι του ισογείου»- αλλά και τα κλοπιμαία που βρέθηκαν στο πατρικό του σπίτι.

Για τους αστυνομικούς η έρευνα είχε τελειώσει. Είχαν στα χέρια τους μία κατάθεση - ομολογία και πλήθος άλλων στοιχείων. Κανείς δεν υπολόγισε όμως, ότι ο κατηγορούμενος ενώπιον του ανακριτή, έχοντας πλέον στο πλευρό του συνήγορο υπεράσπισης, όχι μόνο θα αρνιόταν τα όσα είχε καταθέσει στους αστυνομικούς, αλλά θα κατήγγειλε ότι ασκήθηκαν πιέσεις σε βάρος του για να πει όσα είπε. “Η μοναδική αληθινή και πραγματική εξήγηση είναι ότι ωθήθηκα μέσα σ’ ένα εξαναγκαστικό περιβάλλον, να ενοχοποιήσω τον εαυτό μου, χωρίς νομική βοήθεια” θα επισημάνει και στο πρωτόδικο δικαστήριο ο 32χρονος υποβάλλοντας αυτοτελή ισχυρισμό περί ακυρότητας της προδικασίας, ζητώντας δηλαδή να ακυρωθεί η προανακριτική απολογία του και να μην ληφθεί υπόψη. Ο κατηγορούμενος είπε στο δικαστήριο πως «μου κοπανούσαν τα χέρια και μου έλεγαν αυτό θα υπογράψεις. Αν δεν υπογράψεις δεν φεύγεις. (…) Με χτυπούσαν στο στομάχι, στα χέρια, στα πόδια”, ενώ αργότερα όταν εμφανίστηκε ενώπιον της Εισαγγελέας Σύρου, “δεν μπορούσα να μιλήσω γιατί ήμουν ψυχολογικά χάλια”.

Παρά το γεγονός ότι δεν προσκόμισε κάποιο στοιχείο για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του, οι τέσσερις ένορκοι πείστηκαν για τα λεγόμενά του, καταλήγοντας: Αθώος λόγω αμφιβολιών για το διπλό φονικό και για παράνομη κατοχή όπλου, ένοχος με ποινή φυλάκισης πέντε μηνών για παράνομη κατοχή κυνηγετικού όπλου.

Δύο χρόνια μετά το στυγερό έγκλημα, ο 32χρονος ήταν πλέον ελεύθερος. Η πλειοψηφία του δικαστηρίου είχε πει την τελευταία της κουβέντα. Σε μόλις μισή σελίδα, χωρίς κάποια ανάπτυξη σκεπτικού, αναφέρεται στην απόφαση: “Παρά τα γεγονότα αυτά και την όλη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, τέσσερα μέλη του δικαστηρίου διατηρούν κάποιες αμφιβολίες περί του εάν ο κατηγορούμενος είναι πραγματικά ο δράστης των εγκλημάτων. Έτσι δεν μπορούν να σχηματίσουν εδραία δικανική πεποίθηση της ενοχής του, ενόψει κάποιων κενών και αμφιβολιών που προκύπτουν από την αξιολόγηση των ενοχοποιητικών για αυτόν στοιχείων. Ειδικότερα δέχονται ότι η ψύχραιμη και αντικειμενική αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων δεν επιστηρίζουν μετ’ ασφαλείας και αναμφιβόλως την εκδοχή διάπραξης των φόνων από τον κατηγορούμενο. Θεωρούν ότι από τα αποδεικτικά μέσα διενεργούνται αμφιβολίες περί του εάν ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις και ότι η ομολογία του ενώπιον των αστυνομικών υπήρξε αποτέλεσμα της χαμηλής νοημοσύνης και το φόβο του κατηγορουμένου”. Μέχρι εκεί, τίποτα περισσότερο…

Αντίθετα, οι δικαστές που μειοψήφησαν, απαρίθμησαν σε οκτώ σελίδες πλήθος λόφων και στοιχείων που προσηγορούσαν στο ότι ήταν ο 32χρονος είχε διαπράξει το διπλό φονικό. Οι αιτιάσεις του κατηγορουμένου για βασανισμούς και πιέσεις κρίθηκαν αναληθείς, αφού δεν μπόρεσε να αποδείξει με κάποιο τρόπο τους ισχυρισμούς του, αντίθετα όλη η προανακριτική διαδικασία -η ομολογία, ο εντοπισμός του φονικού όπλου και των κλοπιμαίων- έγινε μπροστά σε Εισαγγελέα, η οποία δεν αντιλήφθηκε κάτι, ούτε κι ο κατηγορούμενος κατήγγειλε ποτέ σε αυτή τα περί πιέσεων.

Ωστόσο, η μάχη για την πολιτική αγωγή δεν είχε χαθεί. Στο άκουσμα της οι συγγενείς των δύο ηλικιωμένων σάστισαν. Ήταν βέβαιοι ότι για την ενοχή του κατηγορούμενου. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της οικογένειας, Θοδωρής Μαντάς, ήξερε ότι τίποτα δεν είχε τελειώσει.

 

“Είναι γεγονός ότι η υπόθεση αυτή στάθηκε αφορμή για να προβληματιστώ εκ νέου για τον θεσμό των ενόρκων έτσι ώστε να ξαναδούμε τον θεσμό αυτό όχι με την κατάργησή του αλλά με την ενδεχόμενη ανασυγκρότησή του αξιοποιώντας την εμπειρία και παρακολουθώντας τις εξελίξεις του γερμανικού ποινικού δικαίου όπου υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη για μικτό σύστημα με πλειοψηφία όμως τακτικών δικαστών και όχι πολιτών ενόρκων όπως συμβαίνει τώρα στο δικό μας ποινικό δικονομικό σύστημα” αναφέρει ο νομικός στο Magazine επισημαίνοντας: “Δεν χάσαμε την εμπιστοσύνη μας στην ελληνική Δικαιοσύνη αφού ξέραμε ότι μετά την άσκηση έφεσης από την εισαγγελέα η υπόθεση θα κρινόταν σε δεύτερο βαθμό από έμπειρους δικαστές στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο”.

ΕΝΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ, ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΙΣΟΒΙΑ

Και πράγματι, τον Ιανουάριο του 2011 συνεδριάζει εκ νέου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ύστερα από έφεση που άσκησε η Εισαγγελέας Εφετών. Ο 32χρονος ακολούθησε και πάλι την υπερασπιστική γραμμή των ξυλοδαρμών και των πιέσεων. Η πολιτική αγωγή επέμεινε ότι εκείνος ήταν ο δράστης του διπλού φονικού, επαναλαμβάνοντας τα στοιχεία που είχε εξετάσει και το προηγούμενο δικαστήριο.

Αυτή τη φορά η ετυμηγορία της Δικαιοσύνης είναι ομόφωνη. Δύο φορές ισόβια δεσμά για κάθε ανθρωποκτονία, και ένα έτος φυλάκισης για οπλοχρησία κατ’ εξακολούθηση και ποινή δύο ετών για κλοπή. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αιγαίου έσβησε την πρωτόδικη κρίση, καταρρίπτοντας όλες τις αμφιβολίες που οι τέσσερις ένορκοι είχαν διατυπώσει.

Ανεξάρτητα από τις καταγγελίες και τις μαρτυρικές καταθέσεις, το δικαστήριο υπογράμμισε την αξία του αποτυπώματος που είχε βρεθεί πάνω στο καζανάκι. Πρώτον, αν πράγματι ο κατηγορούμενος το είχε επισκευάσει, δεν θα είχε βρεθεί ένα αποτύπωμα αλλά δεκάδες. «Το στοιχείο αυτό είναι καταλυτικό της ενοχής του κατηγορουμένου και δυστυχώς για αυτόν δεν επιδέχεται αμφισβήτηση» υπογραμμίζουν οι δικαστές.

Δεύτερον, αν πράγματι είχε πατήσει το καζανάκι σε προγενέστερο χρόνο από τις δολοφονίες, τότε το ίχνος θα είχε σβηστεί αφού σίγουρα θα είχε κάνει χρήση αλλοιώνοντας ή εξαφανίζοντας το αποτύπωμα. Αυτό το στοιχείο καταδείκνυε, σύμφωνα με το σκεπτικό, ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο τελευταίος που πίεσε το κουμπί, προκειμένου να εξαφανιστεί η ματωμένη πετσέτα που είχε τοποθετήσει στο πρόσωπο του ηλικιωμένου θύματος, «επειδή δεν άντεχε το θέαμα του πολτοποιημένου εγκέφαλου του».

 





Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια