Ticker

6/recent/ticker-posts

728x90

Τουρκικός Στρατός: Από τον Κεμάλ στον Ερντογάν


Από τον «στρατό της κοσμικότητας» προς τον «στρατό του έθνους»; Μετασχηματισμοί στις σχέσεις στρατού – πολιτικής στην Τουρκία. Αυτή είναι η νέα μελέτη του τουρκολόγου Νίκου Μούδουρου που πραγματεύεται τις διαμορφωθείσες μέσα από το πέρασμα των χρόνων που βρίσκεται στην εξουσία ο Ταγίπ Ερντογάν, σχέσεις του τουρκικού στρατού και της πολιτικής, με έντονη τη σφραγίδα του Τούρκου Προέδρου και του κόμματός του. Η έρευνα του Λέκτορα στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, κυκλοφορεί από τις  Εκδόσεις  του Ινστιτούτου Ερευνών Προμηθέας 2021. 

Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, με το σταδιακό πέρασμα της Τουρκίας σε μορφή κράτους έκτακτης ανάγκης, ο τουρκικός στρατός όχι μόνο απώλεσε την αυτονομία του εντός του πολιτικού συστήματος, αλλά άρχισε να μετασχηματίζεται σε μια δομή αναπαραγωγής του ιδεολογικού και πολιτικού προγράμματος εξουσίας.

Η έρευνα χωρίζεται σε τρία βασικά μέρη. Στο πρώτο μέρος εξετάζεται η βασική θεώρηση για τις σχέσεις πολιτικής – στρατού στην Τουρκία στη διάρκεια των πρώτων χρόνων διακυβέρνησης του ΑΚΡ. Οι πολιτικές εξελίξεις που αφορούσαν στην επιρροή του στρατού στην χώρα τουλάχιστον μέχρι και το 2011, αλλά και ένα σημαντικό μέρος των ακαδημαϊκών ερευνών για την συγκεκριμένη περίοδο, υπογράμμιζαν τις προοπτικές οριστικής απελευθέρωσης της Τουρκίας από τα δεσμά του παλιού στρατιωτικού κατεστημένου. Ωστόσο, την ίδια χρονική περίοδο υπήρχαν παράλληλες εξελίξεις, οι οποίες επανέφεραν σταδιακά στο προσκήνιο την διφορούμενη και όχι κάθετα συγκρουσιακή σχέση του ισλαμικού κινήματος με τον στρατό.

Ο Ν. Μούδουρος επικαλείται  ένα περιστατικό από την εποχή ίδρυσης του ΑΚΡ από τον Ταγίπ Ερντογάν και  ένα δεύτερο, 16 χρόνια αργότερα για να καταγράψει τη διαφοροποίηση των σχέσεων του ισχυρού άνδρα της Τουρκίας με τον τουρκικό στρατό. Στην πρώτη περίπτωση, επικαλείται συνομιλία του αντιπροέδρου του ΑΚΡ Χουσείν Τσελίκ το 2002, με Τούρκο δημοσιογράφο όταν ο τελευταίος κλήθηκε να απαντήσει: «Εμείς θα κερδίσουμε τις εκλογές, όμως ο στρατός θα μας δώσει την εξουσία;» Το δεύτερο περιστατικό έγινε 16 χρόνια μετά,  όταν ο τουρκικός στρατός είχε εισβάλει στην περιοχή Αφρίν στη Συρία. Ο Ερντογάν που μιλούσε στο συνέδριο του ΑΚΡ επανέλαβε στίχους από ποίημα του Yhya Kemal Beyatli: «Θεέ μου, η φουρτούνα αυτή που ξέσπασε είναι ο τουρκικός στρατός. Αυτός είναι ο τουρκικός στρατός  που θυσιάζεται για σένα Θεέ μου… Κάνε τον νικητή, γιατί είναι ο τελευταίος στρατός του Ισλάμ».

Στην πρώτη περίπτωση, όπως εξηγεί ο καθηγητής, «το ΑΚΡ ήταν ένα νέο κόμμα που ετοιμαζόταν να αναλάβει για πρώτη φορά τη διακυβέρνηση της Τουρκίας μέσα σε συνθήκες οικονομικής και πολιτικής αποσταθεροποίησης. Στη δεύτερη περίπτωση, το ΑΚΡ κουβαλούσε πλέον τα δεκαέξι χρόνια συνεχούς διακυβέρνησης και ετοιμαζόταν για την ολοκλήρωση της υιοθέτησης του προεδρικού συστήματος στη χώρα το καλοκαίρι του 2018, μέσα σε συνθήκες έντονης κοινωνικής πόλωσης και πολεμικής ατμόσφαιρας. Μεταξύ των δύο περιπτώσεων και των αναφορών για τον τουρκικό στρατό, υπάρχουν σαφώς μεγάλες διαφορές. Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις οι αντιφατικές αναφορές για την θέση του στρατού έγιναν από το ίδιο πολιτικό κόμμα. Το 2002 καταγραφόταν η αγωνία για την επιρροή του στρατιωτικού καθεστώτος κηδεμονίας και ερωτηματικά για τον βαθμό που θα επέτρεπε ο στρατός τον διαμοιρασμό της εξουσίας του με τους πολιτικούς. Το 2018 όμως, η ο στρατός περιγραφόταν ως ο «τελευταίος στρατός του Ισλάμ» που διεξήγαγε ένα «ιερό πόλεμο», έτοιμος να θυσιαστεί για το Θεό. Δηλαδή μια αναφορά με ξεκάθαρους ιδεολογικούς κώδικες για την συλλογική ταυτότητα του τουρκικού στρατού, εντελώς ξένους προς την επικρατούσα αντίληψη για ένα στρατό – θεματοφύλακα της κοσμικότητας».

Σε ένα αρκετά μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής έρευνας που ασχολήθηκε με τα αρχικά στάδια της διακυβέρνησης του ΑΚΡ, η περίοδος τουλάχιστον μέχρι και το 2011 αξιολογήθηκε ως μια εποχή εκδημοκρατισμού. Το ΑΚΡ παρουσιάστηκε ως ένα όχημα δημοκρατίας που μπορούσε να βοηθήσει στην περιφερειακή σταθερότητα και την βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Υπογραμμίστηκαν οι προοπτικές του ΑΚΡ για τον συμβιβασμό μεταξύ Ισλάμ και δημοκρατίας, ο ρόλος του σε δημοκρατικά ανοίγματα και η προοπτική να μετατρέψει τη χώρα σε μοντέλο δημοκρατίας για τον Μουσουλμανικό κόσμο. Ιδιαίτερη θέση βεβαίως είχε η προσπάθεια της κυβέρνησης για άρση της επιρροής του στρατιωτικού κατεστημένου εντός Τουρκίας. Η προσπάθεια του ΑΚΡ για μείωση της πολιτικής επιρροής και αυτονομίας του στρατού, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα αναλυτικά πλαίσια ήταν ίσως η σημαντικότερη ένδειξη ότι η Τουρκία θα άφηνε πίσω της οριστικά όλες τις αυταρχικές παραδόσεις και το καθεστώς κηδεμονίας.

Παράλληλα συνέβαλαν στην εντατικοποίηση της συζήτησης για την σημασία της απονομιμοποίησης του στρατού ως πολιτικού δρώντα με επιρροή.

Το ΑΚΡ στις εκλογές του 2002 κατάφερε να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση εντούτοις παρουσιαζόταν ως οργανισμός  χωρίς ουσιαστική εξουσία απέναντι στο κεμαλικό στάτους κβο. Αυτή η αντίληψη, σύμφωνα με τον Ν. Μούδουρο,  προωθούσε έμμεσα και τη θέση ότι η περιθωριοποίηση του στρατού από την πολιτική θα ήταν και το καθοριστικό βήμα προς τον συνολικό εκδημοκρατισμό της χώρας.  Αυτή «η εικόνα» βοήθησε το ΑΚΡ να οικοδομήσει την ηγεμονία του μέσα από ένα αντι-μιλιταριστικό τόνο και πλαίσιο ενώ ενεργοποιώντας την έννοια της «εθνικής βούλησης» απέναντι από το στρατιωτικό κατεστημένο κατάφερε να προωθήσει τον στόχο για απομάκρυνση του στρατού από την πολιτική ως αποφασιστικότερο βήμα για τη δημοκρατία.

Στη μελέτη επισημαίνεται πως είναι γεγονός ότι η προώθηση μιας συγκεκριμένης πρόσληψης του ΑΚΡ ως φορέα «αποστρατιωτικοποίησης» της πολιτικής ζωής της Τουρκίας, βασίστηκε και στην υλοποίηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων που επηρέασαν καθοριστικά τις σχέσεις πολιτικής – στρατού στη χώρα. Σημαντικοί παράγοντες που βοήθησαν στην αλλαγή αυτών των σχέσεων ήταν η αναθέρμανση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας και η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων προσαρμογής στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, η μαζική κοινωνική στήριξη που απολάμβανε το ΑΚΡ και η σταδιακή φθορά της επιρροή του κεμαλικού κατεστημένου.

Όπως αναφέρεται στα αρχικά στάδια της διακυβέρνησής του, το ΑΚΡ ενεργοποίησε περισσότερο την τακτική ενός «πολέμου θέσεων», κατάφερε να αμυνθεί κατά του στρατιωτικού κατεστημένου, και επιδίωξε να αναπτύξει μια λειτουργική σχέση χωρίς έντονες αντιπαραθέσεις. Ταυτόχρονα και εξαιτίας της εντατικοποίησης των ευρωπαϊκών μεταρρυθμίσεων, οι αλλαγές για τον περιορισμό του ρόλου του στρατού παρουσιάστηκαν ως εκδημοκρατισμός και συνέβαλαν στην διεύρυνση των κοινωνικών συμμαχιών που στήριξαν την κυβέρνηση. Από τον Φεβρουάριο του 2003 μέχρι και τον Ιούλιο του 2004, η κυβέρνηση του ΑΚΡ κατάφερε να εγκρίνει στην Εθνοσυνέλευση συνολικά οκτώ πακέτα μεταρρυθμίσεων με στόχο την προσαρμογή στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ένα από τα σημαντικότερα σε ότι αφορά στις σχέσεις πολιτικής – στρατού ήταν αυτό του Ιουλίου 2003 μέσα από το οποίο περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό ο κηδεμονικός ρόλος του στρατού επί της πολιτικής ζωής της χώρας. Στη βάση της συγκεκριμένης αλλαγής αναδιαμορφώθηκε η δομή του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας με τρόπο που να καταργείται η λειτουργία του ως μέρος αποκλειστικά του στρατού, και να δίνεται τέλος στις εκτελεστικές του εξουσίες. Η θέση του Γενικού Γραμματέα θα πληρωνόταν πλέον από πολιτικούς και όχι από στρατιωτικούς αξιωματούχους, ενώ η παρουσία στρατιωτικών στο Συμβούλιο θα ήταν μειοψηφική. Με αυτό τον τρόπο, το ΣΕΑ μετατράπηκε σε ένα συμβουλευτικό όργανο. Καταργήθηκαν επίσης οι θέσεις εκπροσώπησης του στρατού στο Συμβούλιο Ανώτατης Εκπαίδευσης και στο Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Παράλληλα, η κυβέρνηση προχώρησε στην κατάργηση της ρήτρας που υποχρέωνε κρατικούς αξιωματούχους, δημόσιους οργανισμούς, ακόμα και ιδιώτες να καταθέτουν πληροφορίες και έγγραφα όταν και εφόσον το ζητούσε το ΣΕΑ.

Με τις υποθέσεις Εργκένεκον και Μπαλυοζ, για πρώτη φορά στην Τουρκία και σε τόσο μεγάλη κλίμακα, στρατιωτικοί φυλακίστηκαν με κατηγορίες όπως η δημιουργία εγκληματικών οργανώσεων και η προσπάθεια πραξικοπηματικής ανατροπής της κυβέρνησης. Με αυτό τον τρόπο νομιμοποιήθηκαν ως μια προσπάθεια να ξηλωθεί το «βαθύ κράτος» και έδωσαν την ευκαιρία στην κυβέρνηση του ΑΚΡ να προχωρήσει σε περαιτέρω κινήσεις αμφισβήτησης του κεμαλικού μονοπωλίου εντός του στρατεύματος.

Ο Ν. Μούδουρος αναφέρει ότι με το δημοψήφισμα του 2010 η κυβέρνηση του ΑΚΡ κατάφερε να θεμελιώσει όλες τις προηγούμενες αλλαγές και να ενισχύσει δραστικά την πολιτική περιθωριοποίησης του στρατού. Για παράδειγμα με την μερική αλλαγή του συντάγματος το 2010, οι στρατιωτικοί θα μπορούσαν να δικάζονται σε πολιτικά δικαστήρια σε σχέση με εγκλήματα κατά της συνταγματικής τάξης και της κρατικής ασφάλειας. Με αυτό τον τρόπο περιορίστηκε περεταίρω η δυνατότητα του στρατού να παρεμβαίνει δημόσια στην πολιτική διαδικασία. Ακολούθως το 2011 το ΑΚΡ κέρδισε 49,9% στις γενικές εκλογές και λίγο αργότερα η στρατιωτική ηγεσία παραιτήθηκε δίνοντας την ευκαιρία στον Έρντογαν να προχωρήσει σε διορισμούς της δικής του επιλογής . Το 2013 η κυβέρνηση προχώρησε σε ακόμα ένα καθοριστικό βήμα αλλάζοντας το άρθρο 35 του εσωτερικού κανονισμού υπηρεσίας των ενόπλων δυνάμεων. Ωστόσο καταγράφεται και αντίδραση του ΑΚΡ όπως για παράδειγμα το 2011 όταν δέχθηκε πιέσεις  κύκλων της ΕΕ για διασφάλιση του δικαιώματος αντίρρησης συνείδησης στην Τουρκία. Τότε ο Έρντογαν ξεκαθάρισε ότι: «Η στρατιωτική θητεία θεωρείται το ιερότερο εθνικό καθήκον. Άλλωστε υπάρχει λόγος που αποκαλούμε τους στρατιώτες μας Mehmetcik, που σημαίνει ‘ο μικρός Μωάμεθ’. Αντιμετωπίζουμε την στρατιωτική θητεία ως την εστία του Μωάμεθ». Λίγους μήνες μετά, η Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων εξέδωσε ιερωνυμική ρήτρα με την οποία τόνιζε ότι η άρνηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας δεν ήταν επιτρεπτή από θρησκευτικής άποψης, ενώ ο στρατός αποτελεί δομή που διασφαλίζει την ασφάλεια, την αξιοπρέπεια και την ελευθερία λόγου και θρησκευτικής πίστεως.

Απόλυτος έλεγχος της στρατιωτικής ηγεσίας

Η πραξικοπηματική απόπειρα το 2016 εντατικοποίησε μια προηγούμενη δυναμική σύμφωνα με την οποία η απόσυρση του στρατού από την πολιτική δεν ήταν αρκετή. Ο Έρντογαν, εξηγεί ο Ν. Μούδουρος, προχώρησε σε μέτρα πολιτικοποίησης του στρατού, ούτως ώστε αυτός να αντικατοπτρίζει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό το πολιτικό και ιδεολογικό όραμα της εξουσίας του. Άρα η λεγόμενη ομαλοποίηση των σχέσεων πολιτικής – στρατού μετά την πραξικοπηματική απόπειρα, στην πραγματικότητα ήταν η επιδίωξη ικανοποίησης των «ορέξεων» μονοπώλησης της εξουσίας και εξαφάνισης άλλων πιθανών ανταγωνιστικών κέντρων συμπεριλαμβανομένου και του στρατού. Ο στρατός, όπως και άλλοι μηχανισμοί του κράτους, θα έπρεπε να μετατραπεί σε μια δομή ασφάλειας του ίδιου του Έρντογαν. Μερικοί από τους τρόπους με τους οποίους ο Έρντογαν σχεδίασε την εγκαθίδρυση ελέγχου του στρατού, ήταν η εκδίωξη μη αφοσιωμένων αξιωματικών, η προώθηση νέων αφοσιωμένων στην εξουσία του, καθώς και η δομική και ιδεολογική αλλαγή του στρατεύματος.

ä Από τις 27 Ιουλίου 2016 μέχρι και τον Απρίλιο του 2017 περίπου το 44% των στρατηγών των χερσαίων δυνάμεων, το 42% της αεροπορίας, το 58% του ναυτικού, καθώς και περίπου το 30% αξιωματικών που εργάζονταν σε πόστα σχεδιασμού της στρατηγικής, εκδιώχθηκαν από το στρατό.

ä Παράλληλα, από το 2019 και μετά προσλήφθηκαν πάνω από 51 χιλιάδες αξιωματικοί σε όλες τις βαθμίδες και η πολιτική αφοσίωση στην εξουσία φαίνεται να ήταν ένα από τα καθοριστικά κριτήρια.

Με αυτό τον τρόπο η εξουσία κατάφερε ένα σοβαρό πλήγμα στην ιστορική παράδοση μιας «κλειστής» και αποκομμένης από κομματικές επιρροές αλλαγή της εσωτερικής ιεραρχίας του στρατού. Εξέλιξη που ευνόησε την δραματική ένταση της πολιτικοποίησης με κεντρικό άξονα το ιδεολογικοπολιτικό πρόγραμμα εξουσίας.

Πρόεδρος και αρχιστράτηγος Ερντογάν

Με την εύστοχη επισήμανση «η επιστροφή του στρατού ως εστία του Προφήτη», ο Ν. Μούδουρος αναφέρεται στις δοκιμές αλλαγές στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση Ερντογάν περνώντας τον έλεγχο του στρατού στην κυβέρνηση.  Συγκεκριμένα προώθησε την μεταφορά της στρατοχωροφυλακής και της ακτοφυλακής από το Γενικό Επιτελείο στο Υπουργείο Εσωτερικών.

Οι χερσαίες δυνάμεις, ναυτικό και αεροπορία μεταφέρθηκαν στο Υπουργείο Άμυνας. Τα στρατιωτικά νοσοκομεία μεταφέρθηκαν στο Υπουργείο Υγείας . Με αυτό τον τρόπο ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου δεν είχε πλέον καμιά ουσιαστική εξουσία επί των στρατιωτικών σωμάτων. Η δραστική αλλαγή στην στρατιωτική ιεραρχία επεκτάθηκε με την διασφάλιση της απόλυτης αρμοδιότητας του Προέδρου του κράτους στον διορισμό του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, καθώς και με την εξουσία του να δίνει απευθείας οδηγίες προς τους επικεφαλής των σωμάτων του στρατού, χωρίς την διαμεσολάβηση άλλων θεσμών. Μάλιστα με το κυβερνητικό διάταγμα υπ’ αριθμόν 671, έγιναν σημαντικές αλλαγές στις εξουσίες του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, οι οποίες μετέτρεψαν το αξίωμα σε αρχηστράτηγο του τουρκικού στρατού μόνο σε περίοδο πολέμου. Με την συγκεκριμένη αλλαγή σε περιόδους ειρήνης ο αρχηγός εκτελεί τα καθήκοντά του αποκλειστικά εκ μέρους του Προέδρου του κράτους.

Στη μελέτη, επισημαίνεται πως: Μια από τις συμβολικότερες στιγμές της ανάδειξης Έρντογαν ως προσωπικότητας που συμπυκνώνει την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ήταν η ομιλία του τότε αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Hulusi Akar στο συλλαλητήριο της Yeni Kapι, στην οποία υπογράμμισε την «ενότητα του έθνους και του στρατού» υπό την καθοδήγηση του Προέδρου του κράτους και αρχιστράτηγου Έρντογαν.

Επανακατάκτηση του κράτους και ταύτιση στρατού – έθνους

Σε ό,τι αφορά την επανακατάκτηση της κρατικής εξουσίας από τον ισλαμισμό και ταύτισης του ισλαμισμού με το κράτος, ο Ν. Μούδουρος παραθέτει παραδείγματα για να σημειώσει πως: «Στις σημερινές συνθήκες, το ιδεολογικό πλαίσιο ανατροφοδοτείται από τις δυναμικές που δημιούργησε το πέρασμα της χώρας σε μια μορφή κράτους έκτακτης ανάγκης, τουλάχιστον μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Η υλοποίηση του στόχου «επανακατάκτησης του κράτους» μεταφράζεται σε πρακτικό επίπεδο με την προσπάθεια για μεταφορά όλων των κρατικών δομών υπό τον πλήρη έλεγχο της εξουσίας του Έρντογαν. Το στοιχείο αυτό βεβαίως συμπεριλαμβάνει και τον έλεγχο του στρατού, μέσα από την αναδιαμόρφωση της δομής του αλλά και της προσαρμογής στην ιδεολογική ταυτότητα της εξουσίας. Όπως το «νέο κράτος»  θα έπρεπε να ταυτίζεται πλήρως με τις συντηρητικές αξίες του έθνους, έτσι και ο στρατός θα πρέπει να ταυτίζεται με το συντηρητικό έθνος.

Μάλιστα θα μπορούσε να σημειωθεί ότι ο ιδεολογικός μετασχηματισμός του στρατού ήταν ύψιστης σημασίας για την κυβέρνηση Έρντογαν αφού, όπως σημειώνει ο Adnan Tanrιverdi, «από την άποψη της ευθύνης, το επάγγελμα του στρατιώτη είναι το πρώτο του οποίου τα μέλη πρέπει να είναι θρησκευόμενα». Σύμφωνα με το συγκεκριμένο ιδεολογικό πλαίσιο, ο στρατός της «Νέας Τουρκίας» δεν θα έπρεπε να είναι θεσμός εξουσίας με ρόλο θεματοφύλακα του κεμαλισμού. Αντίθετα θα έπρεπε να μετατραπεί σε ένα θεσμό προσαρμοσμένο στον «μέσο όρο της κοινωνιολογίας της Τουρκίας». Στο σημείο αυτό λοιπόν, η κυβέρνηση Έρντογαν προσανατολίστηκε στον μετασχηματισμό της «οργανωτικής κουλτούρας» (organizational culture) του στρατού της χώρας.

Προς την ίδια ακριβώς κατεύθυνση κινήθηκε και η απόφαση της κυβέρνησης Έρντογαν να επαναφέρει το αξίωμα του «αξιωματικού θρησκείας» εντός της ιεραρχίας του τουρκικού στρατού, το οποίο είχε καταργηθεί σταδιακά μετά το πραξικόπημα του 1960. Για τους ισλαμιστές θεωρήθηκε ότι η επαναφορά του συγκεκριμένου θεσμού σηματοδοτεί και την κορύφωση επαναφοράς του στρατού στην «πραγματική του ταυτότητα. Μάλιστα η ύπαρξη του «αξιωματικού θρησκείας» δεν θα μπορούσε παρά να αποτελέσει μια φυσιολογική εξέλιξη σε ένα στρατό που θεωρείται η «εστία του Προφήτη».

Ιδιαίτερα από το 2015 όταν εντάθηκαν οι ένοπλες συγκρούσεις στο κουρδικό πρόβλημα και με αποκορύφωμα την περίοδο που ακολούθησε την πραξικοπηματική απόπειρα του 2016, η μιλιταριστική λογική στην Τουρκία διατήρησε τα εθνικιστικά της στοιχεία, ωστόσο γενικότερα προωθήθηκε στο δημόσιο χώρο και μια έννοια «εθνο-θρησκευτικού πολέμου». Ένας τέτοιος πόλεμος όμως θα πρέπει να διεξαχθεί από ένα στρατό με συγκεκριμένα θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Ο ισλαμιστής διανοούμενος Yusuf Kaplan υπογράμμισε ότι ο Τούρκος στρατιώτης «είναι ο Mehmetcik με όλο το νόημα της λέξης. Είναι ένας στρατιώτης του Ισλάμ με συνείδηση της προέλευσης του, που τρέχει προς το θάνατο λες και πάει στο γάμο του». Την συγκεκριμένη περίοδο λοιπόν, ένα βασικό χαρακτηριστικό ήταν η ενεργοποίηση της θρησκείας στην δραστηριότητα του τουρκικού στρατού ενάντια στο ΡΚΚ και η δαιμονοποίηση του ένοπλου κουρδικού κινήματος στα πλαίσια του δίπολου «θρησκευτικότητας – απιστίας».

Αξιοσημείωτη είναι και η επισήμανση στη μελέτη για την ενεργοποίηση της θρησκείας στη δραστηριότητα του τουρκικού στρατού εναντίον των Κούρδων του ΡΚΚ και η δαιμονοποίηση του ένοπλου κουρδικού κινήματος στο πλαίσιο του δίπολου θρησκευτικότητα- απιστία.  Ο αγώνας εναντίον των Κούρδων παρουσιάστηκε ως μάχη υπεράσπισης της θρησκευτικής κοινότητας των μουσουλμάνων εναντίον των δυνάμεων των απίστων, της «ημισελίνου εναντίον του σταυρού».

Ως ιερός πόλεμος είχαν παρουσιαστεί και οι επιχειρήσεις της Τουρκίας στη βόρεια Συρία με τον Ερντογάν να διακηρύσσει κατά την επέμβαση στην Αφρίν πως «είμαστε αποφασισμένοι να διασφαλίσουμε ότι η δοξασμένη ημισέλινος θα συνεχίζει να κυματίζει αιώνια και η προσευχή να ακούγεται για πάντα στους ουρανούς».

Η αρχική αισιοδοξία που συνόδευσε ένα μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής έρευνας σε σχέση με τις προοπτικές εκδημοκρατισμού της Τουρκίας στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ΑΚΡ, είχε ως σημαντική ένδειξη τις προσπάθειες για μείωση της πολιτικής επιρροής του στρατού. Ωστόσο το αναλυτικό πλαίσιο που περιόριζε τον εκδημοκρατισμό της χώρας μόνο στο πεδίο των σχέσεων πολιτικής – στρατού, δεν συμπεριλάμβανε κάποιες ιστορικές παραδόσεις όπως η διεκδίκηση του ισλαμικού κινήματος για «επανακατάκτηση» των κρατικών δομών. Η συγκεκριμένη τάση του τουρκικού ισλαμισμού να διασφαλίσει έλεγχο σε όλες τις κρατικές δομές, συμπεριλαμβανομένου και του στρατού, άρχισε να διαφαίνεται πιο ξεκάθαρα πολύ πριν την εντατικοποίηση της κρίσης ηγεμονίας της περιόδου από το 2013, η οποία βεβαίως κορυφώθηκε με την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016.

ΑΝΟΙΧΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ 

Καταληκτικά ο Νίκος Μούδουρος υπογραμμίζει πως: «Παραμένουν ακόμα ανοιχτά ζητήματα σε ότι αφορά στην πορεία του συγκεκριμένου μοντέλου ελέγχου του στρατού. Τόσο οι δομικές όσο και οι ιδεολογικές αλλαγές στο στρατό θα πρέπει να γίνουν κατανοητές στο ρευστό τους πλαίσιο. Εκείνο που φαίνεται ότι επηρεάζει την προοπτική της μονιμότητας ή όχι κάποιων στοιχείων του μετασχηματισμού των σχέσεων πολιτικής – στρατού, είναι οι προοπτικές μιας νέας εξέλιξης στην μορφή κράτους της Τουρκίας. Η πιθανότητα εμπέδωσης του προεδρικού συστήματος και διαμέσου αυτού εμπέδωσης κάποιων βασικών πτυχών του αυταρχισμού, αποτελεί το ευρύτερο πλαίσιο που θα καθορίσει το ποια στοιχεία της νέας δομής και ιδεολογίας του στρατού θα έχουν πιο σταθερά χαρακτηριστικά».

ΠΗΓΗ: philenews.com

 









Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια