Ticker

6/recent/ticker-posts

728x90

Το νούμερο 31.328, του Ηλία Βενέζη- από τον Παύλο Παπαδόπουλο

Το ακόλουθο περιστατικό συνέβη στην αποβάθρα της Μυτιλήνης κατά την κατά την άφιξη του Βενέζη μετά την αιχμαλωσία του, (το αφηγείται ο ίδιος) από τους Τούρκους το 1922 στα τάγματα
εργασίας:

Ήταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν
γεμάτη κόσμο. Όλοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για
τους δικούς τους, που είχαν μείνει στην απέναντι αιολική γη… Τότε πλησίασε ένας άγνωστος άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Μου έσφιξε το χέρι και με ρώτησε:
– Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;
– Να ξεχάσω! είπα απλά.
 – Πρέπει να τα γράψεις όλα.
– Όλα; ρώτησα με αγωνία.
– Όλα».
Έτσι άρχισαν όλα.
 Ο Ηλίας Βενέζης μόλις έχει γυρίσει στη Μυτιλήνη, ύστερα από την αιχμαλωσία του από τους νικητές Τούρκους στα κάτεργα της Ανατολής, και περιγράφει σε μια συνέντευξή του στην Απογευματινή...



Το έργο ξεκίνησε να γράφεται το 1924 και ύστερα από πολλές επεξεργασίες δημοσιεύθηκε το 1931 στην τοπική εφημερίδα "Καμπάνα" της Μυτιλήνης σε συνέχειες (συνηθίζονταν να δημοσιεύονται έτσι τότε τα μεγάλα έργα της εποχής). Διευθυντής της εφημερίδας ήταν ο Μυριβήλης , οποίος και τον παρότρυνε στη συγγραφή του έργου. Ο λόγος για τον οποίο ο συγγραφέας προέβη στην αλλεπάλληλη επεξεργασία του ήταν προκειμένου να αφαιρέσει σκληρές και απάνθρωπες σκηνές που υπήρχαν στην αρχική μορφή.

Σύμφωνα με τη γνώμη του Μουλλά το "Νούμερο 31328" μαζί με τη "Ζωή εν τάφο" του Μυριβήλη και την "Ιστορία ενός αιχμαλώτου" του Στρατή Δούκα αποτέλεσαν τα πιο γνωστά βιβλία πολέμου στην ελληνική λογοτεχνία.


Η υπόθεση:
Ο Ηλίας Βενέζης συνελήφθη από τους Τούρκους το Σεπτέμβριο του 1922 και κατόπιν στρατολογήθηκε στα Τάγματα Εργασίας έως το τέλος του 1923.
Οι ήρωές του πεινούν, διψούν, παγώνουν γυμνοί μέσα στο κρύο, βρέχονται από την
ανελέητη βροχή, περπατούν ανυπόδητοι μέσα στα αγκάθια. Μοιράζονται το μοναδικό
ζευγάρι παπούτσια και σκεπάζονται με ένα κομμάτι τσουβάλι. Σπαράζουν και μαζί τους ο αναγνώστης βιώνει τον αγώνα τους για επιβίωση, νιώθει βαθιά στα τρίσβαθα της ψυχής του πώς είναι να λειτουργείς μόνο με το αίσθημα της αυτοσυντήρησης σε ένα καθεστώς τρόμου και να δοκιμάζεσαι δραματικά σε σωματικό και ψυχικό επίπεδο στα κολαστήρια της απανθρωπιάς και της εξόντωσης. Κυρίως όμως βιώνει την εφιαλτική πραγματικότητα και μαθαίνει πώς είναι να θεωρεί κανείς ότι ο θάνατος είναι λύτρωση και να μην φοβάται να πεθάνει αλλά να ζήσει ακόμα μια μέρα.

Ασύλληπτες οι περιγραφές του Βενέζη στις αφηγήσεις των βασανιστηρίων και του
συναισθηματικού και ψυχικού κατακερματισμού των ηρώων. Μέσα στη φρικωδία και τον μαρασμό ο άνθρωπος μετατρέπεται σε έναν αριθμό, ένα νούμερο απρόσωπο, δραματικό, η ζωή του δεν έχει καμιά απολύτως αξία και η τύχη του είναι προκαθορισμένη.

Οι περιγραφές του Βενέζη είναι ωμές γιατί ωμή είναι και η πραγματικότητα
που μόλις έχει βιώσει. Πριν συρθεί στα κάτεργα της Ανατολής,
σχεδόν παιδί, μέσα σε 14 μήνες γίνεται ένας ώριμος άνδρας,
σημαδεμένος σωματικά και ψυχικά για όλη του τη ζωή.
Όμως ο ίδιος γράφει σε επιστολή του, έξι μήνες πριν το θάνατό του:
«Δεν γίνεσαι συγγραφέας αν δεν το πληρώσεις ακριβά με τη ζωή σου».


                                                 
Επιπλέον στοιχεία:

Το χρονικό της αιχμαλωσίας θα παρουσιαστεί με όλο το ρεαλισμό της άμεσης αναφοράς των γεγονότων. Οι κακουχίες, η πείνα, η δίψα, φόβος, ανθρώπινα πάθη, εξαθλίωση και ένστικτο της αυτοσυντήρησης θα αποτυπωθούν επίσης με ρεαλισμό. Με ρεαλισμό τέλος θα περιγραφούν και οι διαμάχες Ελλήνων και Τούρκων, καθώς και οι ελάχιστη αλληλοκατανόηση.

Η αφήγηση (λιτή αλλά και δραματική) θα γίνει σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο καθώς ο Βενέζης θέλησε να ταυτιστεί με το σύνολο των Ελλήνων αιχμαλώτων στρατιωτών. Τα γεγονότα τελικά θα μιλήσουν από μόνα τους, ο αφηγητής δε θα παρέμβει καθόλου, δε θα σχολιάσει και δε θα χαρακτηρίσει τα δρώμενα που έζησε. Η αφήγηση είναι γραμμική, τα γεγονότα δηλαδή παρατίθενται με τη σειρά που έγιναν.

 Το λεξιλόγιο είναι γλαφυρό, διανθισμένο με πολλούς διαλόγους και με πολλές τούρκικες λέξεις.


Το έργο εισχωρεί στο σώμα της ιστορικής αναλγησίας και φέρνει στην επιφάνεια όσα δεν πρέπει να μείνουν στη λήθη.



Πηγές:
Fractal, Culturenow, Το Βήμα, Ε.Α.Π.-Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, R. Beaton-Εισαγωγή στη νεώτερη ελληνική λογοτεχνία,Λίνος Πολίτης-Ιστορία της νεώτερης ελληνικής λογοτεχνίας.


Παύλος Παπαδόπουλος , Αξιωματικός Ελληνικής Αστυνομίας, πτυχιούχος Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού Ε.Α.Π.


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια