Ticker

6/recent/ticker-posts

728x90

1994: Έγκλημα ερωτικού πάθους στην ELCO

«Μέχρι να κλείσω τα μάτια μου δεν θα σταματήσω να λέω ότι ήταν ένα τραγικό ατύχημα. Ουδέποτε θα μπορούσα να διανοηθώ να κάνω κακό σε άνθρωπο και ιδίως σε αυτή την κοπέλα
που ήμουν μαζί». Αυτή ήταν η τελευταία κουβέντα του Ιωσήφ Βαγιωνή προς τους δικαστές του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, που σε λίγο θα αποσύρονταν για να αποφασίσουν για την τύχη του. Ο 51χρονος επιχειρηματίας δικαζόταν σε δεύτερο βαθμό, κατηγορούμενος για τη δολοφονία της φίλης του Ελένης Πίσχου, μέσα στο εργοστάσιο του στη Λυκόβρυση, τέσσερα χρόνια πριν.
Ήταν ένα τραγικό παιχνίδι της τύχης πάνω στο ερωτικό παιχνίδι με το ξίφος; Ήταν αυτοκτονία; Ή δολοφονία εν βρασμώ ψυχικής ορμής, όπως πρότεινε ο εισαγγελέας;
Ο μόνος άνθρωπος που γνώριζε τι έγινε το μοιραίο βράδυ της 18ης Φεβρουαρίου 1994, πίσω από τις κλειστές πόρτες του γραφείου, καθόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου και επέμενε στην εκδοχή του ατυχήματος. Η υπόθεση έμεινε στα δικαστικά χρονικά, όχι μόνο λόγω των πρωταγωνιστών της, αλλά και εξαιτίας των δύο «μονομάχων», Λυκουρέζου – Κατσαντώνη, που για πρώτη φορά έως τότε διασταύρωναν τα «ξίφη» τους στο ακροατήριο.

Ο θάνατος της 33χρονης γυναίκας έριξε τίτλους τέλους σε μια θυελλώδη σχέση, ανάμεσα σε ένα ζευγάρι με 14 χρόνια διαφορά ηλικίας. Η Νέλλη Πίσχου ήταν φοιτήτρια της γαλλικής φιλολογίας, όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε παράφορα τον Σήφη Βαγιωνή. Γρήγορα διέλυσε το γάμο της, από τον οποίο είχε αποκτήσει ένα γιο. Του τα έδωσε όλα, αλλά και τα ήθελε όλα. Εκείνος ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης της εταιρείας ηλεκτρικών ειδών “ELCO”, με δύο παιδιά που δεν είχε αναγνωρίσει, αλλά συζούσε με τη μητέρα τους, Λέλα Παπαδοπούλου.
Το 1989 η Νέλλη Πίσχου έφερε στον κόσμο το κοριτσάκι που ήταν ο καρπός του έρωτά της με τον Βαγιωνή. Ωστόσο δεν μπορούσε να τον βάλει σε «καλούπια». Εκείνος ούτε ήθελε, ούτε μπορούσε να της δώσει το κάτι παραπάνω. Μάλιστα το 1991 παντρεύτηκε τη Λέλα, εν αγνοία της Νέλλης, που πλέον δεν περίμενε τίποτα από τον μεγαλοβιομήχανο.
«Δεν περιμένω τίποτε από κανέναν», έγραψε στο ημερολόγιο που κρατούσε, αποσπάσματα του οποίου είχαν διαβαστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, παρά τις αντιδράσεις. Στο τελευταίο κείμενο, περίπου ένα μήνα πριν από το θάνατό της, φαινόταν ότι είχε αποφασίσει να χωρίσει από τον Βαγιωνή. Ζητούσε μόνο τη βοήθεια του στην ανατροφή της κόρης τους: «Φτάνει πια, αισθάνομαι πόνο αβάστακτο αλλά το θέλω, πρέπει να το ξεπεράσω, άλλωστε από αυτά που σου γράφω θα πρέπει να καταλάβεις ότι δεν πρόκειται να σας ξαναενοχλήσω. Σκοπεύω να ζήσω με αξιοπρέπεια και να κάνω αξιόλογα πράγματα στη ζωή μου. Θα ήθελα παρ’ όλα αυτά, επειδή πια βλέπω ξεκάθαρα, να σου ζητήσω κάτι ψύχραιμα και ήρεμα. Κακώς ή καλώς η Νεφέλη υπάρχει. Δεν θέλω να την αναγνωρίσεις πριν το θελήσεις εσύ… Έπειτα κάτι τέτοιο θα ερέθιζε τη Λέλα, ειδικά τώρα. Θέλω να πιστεύω ότι κάποτε θα το κάνεις. Αυτό που θα ήθελα τώρα είναι να με βοηθάς οικονομικά. Ξέρεις και εσύ πολύ καλά ότι το κλίμα θα είναι πολύ καλύτερο αν υπάρχει κάποια άνεση. Θέλω τη βοήθειά σου σ’ αυτό. Αν με ρωτήσεις πόσα θα ήθελα, θα σου απαντούσα όσα θα ήθελες εσύ».

Το μοιραίο βράδυ η Νέλλη βρισκόταν στο γραφείο του Βαγιωνή, στο κτίριο της επιχείρησης, στην οδό Σοφοκλή Βενιζέλου. Ο ίδιος υποστήριξε στην πρώτη του κατάθεση ότι είχαν καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ. «Θέλαμε να παίξουμε μια σκηνή από την ταινία “Ο σωματοφύλακας” με τη Γουίτνι Χιούστον και τον Κέβιν Κόστνερ, όπου το ζευγάρι παίζει με ένα ξίφος», είπε.
Ο ίδιος μαζί με τον φύλακα του εργοστασίου, Λευτέρη Αντωνίου, μετέφερε την άτυχη Νέλλη στο νοσοκομείο ΚΑΤ, αλλά μόλις έφτασαν στα εξωτερικά ιατρεία εκείνος έφυγε, αφήνοντας μόνο τον υπάλληλό του. Είπε ότι περιπλανήθηκε έως τα ξημερώματα, αναζητώντας τρόπο να βάλει τέλος στη ζωή του, αλλά δεν μπόρεσε.
Όταν, με μεγάλη καθυστέρηση, το Μάρτιο του 1996, έγινε η αναπαράσταση του εγκλήματος, ενώ είχε ήδη αρχίσει η δίκη σε πρώτο βαθμό, υποστήριξε ότι η Νέλλη αυτοκτόνησε: «Με απειλούσε συχνά ότι θα αυτοκτονήσει. Ήξερε την ευαισθησία μου σε αυτό το θέμα, γιατί το 1987 είχα χάσει έτσι τον πατέρα μου. Χρησιμοποιούσε αυτό το παιχνίδι για να με τρομάζει. Και οι δυο ήμασταν πιωμένοι. Έλεγε ότι η θέα του ξίφους πάνω στο γραφείο μου την προκαλούσε να αυτοκτονήσει. Το έβγαλα από τη θήκη του, πιστεύοντας ότι θα την τρόμαζα και θα σταματούσε. Της είπα: “Βαρέθηκα τις υπερβολές σου, αν έχεις το κουράγιο, κάν’ το”. Έκανε μια γρήγορη κίνηση και καρφώθηκε πάνω στο ξίφος. Έμεινε για λίγο άφωνη και μετά κατέρρευσε».

Στις 21 Μαΐου 1996 το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Χαλκίδας καταδίκασε τον Ιωσήφ Βαγιωνή σε κάθειρξη 21 ετών για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο. Ωστόσο ο εισαγγελέας Εφετών Αθηνών άσκησε έφεση κατά της απόφασης, με το σκεπτικό ότι κακώς αναγνωρίστηκε στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας και, κατά συνέπεια, δεν του επιβλήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
Η υπόθεση εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό τον Ιούνιο του 1998. Οι τρεις ιατροδικαστές, Μανόλης Νόνας, Χρήστος Λευκίδης και Φίλιππος Κουτσαύτης, άφησαν αναπάντητα τα κρίσιμα ερωτήματα. Περιορίστηκαν να πουν πως η μορφολογία του τραύματος ταίριαζε με το ξιφίδιο, αλλά δεν απέκλεισαν και το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήθηκε άλλο παρόμοιο όργανο, όπως τόνιζε η πολιτική αγωγή. Πάντως ο ψυχίατρος Μανόλης Μυλωνάκης κατέθεσε ότι «στο 80% των περιπτώσεων, οι δράστες που χρησιμοποιούν νήσσον όργανο, όπως το ξιφίδιο με το οποίο ο Βαγιωνής κατηγορείται ότι σκότωσε την Πίσχου, κτυπούν πολλές φορές με μανία και δεν μεταφέρουν το θύμα τους στο νοσοκομείο».
Στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας Νικόλαος Τουρλούπης ήταν «καταπέλτης» για τον Ιωσήφ Βαγιωνή. Μίλησε για την άτυχη κοπέλα που τον αγάπησε παράφορα και εκείνος την έβλεπε πάντα ως σκεύος ηδονής και μετά την ξέγραψε. «Στέρησες τη ζωή σε μια 33χρονη κοπέλα, άφησες δύο ορφανά και μία χαροκαμένη μάνα, αλλά δεν παραδέχεσαι τίποτα. Ήσουν πάντα ο εαυτούλης σου», είπε απευθυνόμενος στον κατηγορούμενο.

Στις 17 Ιουνίου 1998 ο πρόεδρος του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών Λέανδρος Ρακιντζής ανακοίνωσε την απόφασή του δικαστηρίου, που κήρυξε τον Βαγιωνή ένοχο για ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο, οπλοφορία και οπλοχρησία για το ξιφίδιο και όχι άλλο όργανο. Του αναγνώρισε το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη και τον καταδίκασε σε κάθειρξη 17 ετών. Στο άκουσμα της ποινής, η μητέρα της Νέλλης, Ευδοξία, που είχε μαζί της τα δύο ανήλικα παιδιά της κόρης της -γεγονός που σχολιάστηκε αρνητικά- ξέσπασε εναντίον του Βαγιωνή: «Αλήτη, δολοφόνε! Είναι η κόρη σου εδώ. Κοίταξέ τη στα μάτια αν μπορείς!». Οι αστυνομικοί προσπάθησαν να την κρατήσουν μακριά από τον κατηγορούμενο. Και τότε εκείνη χαστούκισε το μεγάλο γιο του!

Μετά από οκτώ χρόνια στη φυλακή, ο Βαγιωνής αποφυλακίστηκε στις 14 Μαρτίου 2002, αφού είχε εκτίσει τα 3/5 της ποινής του, συμπεριλαμβανομένων και των ημερών εργασίας.
Νίκος Τσέφλιος


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια