Ticker

6/recent/ticker-posts

728x90

Βραβευμένο διήγημα για τη φυλακή


Ένα βραβευμένο διήγημα για τη φυλακή, υπό τον τίτλο BEST-SELLER, παρουσιάζω σήμερα στο blog με μεγάλη συγκίνηση.

 

Το διήγημα γράφτηκε από την κ. Γκέλη Ντηλιά, βραβευμένη ποιήτρια, εθελόντρια καθηγήτρια-εκπαιδεύτρια ενηλίκων Καταστημάτων Κράτησης και έλαβε τον Β’ Έπαινο Διηγήματος στον 16ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος, Δεκ.2019, και το

 Γ’ Βραβείο Διηγήματος Ενηλίκων, Εταιρείας Τεχνών, Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου, Οκτ.2019.

 

Θα ήθελα να ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου την κ. Γκέλη Ντηλιά για τη μεγάλη τιμή και την εμπιστοσύνη να δημοσιεύσω (για πρώτη φορά) στο blog μου το βραβευμένο διήγημά της, το οποίο με άγγιξε βαθιά με τα νοήματά του, τα μηνύματα που μας περνά αλλά και με όσα “λέει” χωρίς να χρειαστεί να γράψει. Γιατί πολλές φορές στα κείμενά μας “λέμε” πολλά περισσότερα από όσα γράφουμε….Αναμένω ασφαλώς με ενδιαφέρον τη συνέχειά του, για την οποία μας δίνει στο τέλος ένα “προ-μήνυμα”.

 

Η κ. Ντηλιά, με πολύχρονη εμπειρία από τον σκληρό χώρο των καταστημάτων κράτησης, εκπαιδευόμενή μας στον σεμιναριακό κύκλο των μαθημάτων στο Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος “Φυλακές:Έρευνα και Γλωσσικά Ζητήματα” και μέλος του ΚΕ.Μ.Ε., είναι ένας άνθρωπος λαμπερός, μία ποιήτρια με ψυχή φωτεινή και πολύ δημιουργική. Με κοινωνική ευαισθησία προσφέρει πολύτιμο έργο στον χώρο των καταστημάτων κράτησης ως εθελόντρια καθηγήτρια-εκπαιδεύτρια. Με τη δύναμη του ποιητικού της λόγου αγγίζει τις καρδιές μας και αποτυπώνει σημαντικές αλήθειες ζωής.

 

Ολοκληρώνοντας θα υπογραμμίσω τη σπουδαιότητα της εκπαίδευσης, της παιδείας και της λογοτεχνίας στα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας των καταστημάτων κράτησης, αλλά και εκτός φυλακής ώστε να προλάβουμε εγκληματικές συμπεριφορές, γιατί η γνώση είναι δύναμη, η παιδεία θωρακίζει και η λογοτεχνία δείχνει νέους δρόμους, ανοίγει νέους τρόπους σκέψης και έκφρασης και βέβαια διερεύνει ορίζοντες.

 

BEST-SELLER

 

-Αν σας πω την ιστορία μου, θα γίνει best-seller, της είπε.

-Αν μου την πεις, θα την γράψω, του απάντησε.

Και το θέμα έμεινε εκεί.

 

Ποτέ δεν φανταζόταν ότι περνώντας την πύλη των φυλακών ως εθελόντρια, θα σήμαινε την αρχή μιας συναρπαστικής διαδρομής που θα την έβαζε σε αλλαγή τροχιάς και σε έναν κόσμο εντελώς άγνωστο, όσο και διαφορετικό. Όταν δέχτηκε να διδάξει αγγλικά σε εγκλείστους, ήξερε πως επρόκειτο για άλλη μια μεγάλη απόφαση, όπως όσες είχε πάρει μέχρι τότε και πράξει, που θα είχαν βαρύ αντίκτυπο όχι μόνο στον ψυχισμό της αλλά και σε όσους εμπλέκονταν. Γιατί αυτή δεν ήταν άλλη μια καθηγήτρια αγγλικών. Ήταν κάποια που, από όπου περνούσε, άφηνε βαθιά ψυχικά σημάδια, ήταν στο αίμα της να επηρεάζει έντονα τις ζωές των ατόμων που δίδασκε. Μόνο που ετούτη τη φορά οι μαθητές ήταν ισοβίτες, ότι κι αν αυτό σημαίνει, σε όσους τυχαίνει να μην έχουν στην οικογένεια ή στον κοινωνικό τους κύκλο κάποιον που να έχει έναν δικό του φυλακισμένο.

 

 

Οι φυλακισμένοι ήταν πρώτη φορά που θα έκαναν μάθημα αγγλικών στη φυλακή. Οι αιτήσεις ήταν πολλές αλλά μόνο δώδεκα θα ήταν αυτοί που θα διδάσκονταν επιτέλους αγγλικά. Δώδεκα, όπως οι μαθητές του Χριστού σκέφτηκε, όταν ζήτησε μόνο τόσους να επιλέξει η Κοινωνική Υπηρεσία του Καταστήματος. Όπως ήταν φυσικό, αποκλείστηκαν πολλοί, ενώ αυτοί που επιλέχτηκαν ένιωθαν προνομιούχοι και απίστευτα τυχεροί.Τους είχαν πληροφορήσει ότι επρόκειτο για μια καθηγήτρια αυστηρή, λίγο μεγάλη αλλά πεπειραμένη κι εκείνοι περίμεναν με λαχτάρα την πρώτη τους συνάντηση, όπως τα πρωτάκια του δημοτικού.

 

Οι περισσότεροι, κάποια στιγμή της ζωής τους, είχαν διδαχθεί την ξένη γλώσσα χωρίς καμία επίδοση βέβαια και απαξιώνοντας τους ενίοτε διδάσκοντες, γεμίζοντας το απουσιολόγιο με απουσίες και τη σχολική ζωή τους με κοπάνες. Ένας ήταν απόφοιτος του δημοτικού και είχε ήδη ξεχάσει να γράφει και τα ελληνικά, κλεισμένος για περισσότερα από επτά χρόνια εκεί μέσα. Το είχε δει ως μια ευκαιρία να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, λες και ο χρόνος είναι κάτι που σου οφείλεται δικαιωματικά. Όλοι όμως περίμεναν με λαχτάρα εκείνη την στιγμή που θα άνοιγε η βαριά πράσινη πόρτα της τάξης και θα έμπαινε εκείνη να βάλει τα πράγματα στη θέση τους -αλφάβητο, αυτοεικόνα, μοναξιά.

 

Της πήρε λίγες ημέρες να οργανώσει το υλικό της. Ήθελε πολύ να κάνει μια θριαμβευτική είσοδο και να κλέψει τις εντυπώσεις από την πρώτη στιγμή, ώστε να κερδίσει την ομάδα και να την ακολουθήσει με εμπιστοσύνη και σιγουριά. Βρήκε λοιπόν έναν παγκόσμιο χάρτη που έδειχνε τις χώρες όπου ομιλούνταν η αγγλική, έναν άλλο χάρτη του Ενωμένου Βασιλείου και ετοίμασε και κάποιες έγχρωμες καρτέλες με τα πέντε πρώτα γράμματα του αγγλικού αλφαβήτου και κάποιες βασικές λέξεις μονοσύλλαβες ή δισύλλαβες για αρχή.

 

Είχε περάσει οδηγώντας πάμπολλες φορές από μπροστά και πάντα ένιωθε ένα κόμπο στο στομάχι, σκεπτόμενη πόσες ψυχές βλαστήμαγαν εκείνη τη στιγμή τη μαύρη μοίρα τους, την κακιά ώρα, τον μοιραίο κατήφορο της ζωής, τους γονείς που δεν ήταν γονείς, τον θεό τον ίδιο. Κάποιες φορές είχε αφήσει στην εξωτερική πύλη ρούχα, σεντόνια, πετσέτες ακόμη και βιβλία, φανταζόμενη ότι μπορεί να τα διαβάσουν και να μπουν σε έναν άλλο κόσμο, να ζήσουν μια άλλη ζωή, αυτή των χαρακτήρων και να ξεφύγουν από ότι τους έφερε εδώ. Ποτέ όμως δεν είχε φανταστεί ότι θα περνούσε την πύλη για να τους διδάξει εθελοντικά. Την είχαν προειδοποιήσει να μη φορέσει ρούχα που θα διέγειραν ερωτικά τους κρατούμενους. Γι’ αυτό και επέλεξε μαύρο παντελόνι, μαύρη μπλούζα και μια ροζ ζακέτα, έτσι για αντίθεση. Βάφτηκε όπως συνήθιζε, έβαλε άρωμα και οδήγησε τα δύο χιλιόμετρα μέχρι εκεί αρκετά ήρεμη, ακούγοντας ένα τραγούδι του Στράτου Διονυσίου που εκείνη την στιγμή έπαιζε το ραδιόφωνο. Ήταν το «Γιατί Θεέ μου η ζωή» και ήταν σαν να το είχε κάνει παραγγελιά το σύμπαν.

 

Οι μαθητές την περίμεναν καθισμένοι σε κοντές καρέκλες, όπως αυτές που κάθονται μικρά παιδιά και τα πόδια τους προεξείχαν σαν εμπόδια σε στίβο. Πάνω στα θρανία τους υπήρχαν τετράδια και στυλό που τους είχαν εφοδιάσει οι κοινωνικοί λειτουργοί, σε έναν χώρο που είχε διαμορφωθεί σε σχολική αίθουσα. Πριν ήταν ένας θάλαμος όπου κοιμόντουσαν εικοσιτέσσερις σε κρεβάτια και όταν γέμιζε η φυλακή με περισσότερους, οι δεύτεροι κοιμόντουσαν απευθείας στο πάτωμα. Αν ήθελαν κρεβάτι, γιατί δεν άντεχαν να ξαπλώνουν πάνω σε μια κουβέρτα στο κρύο πάτωμα και πώς να ονειρευτείς έτσι, έπρεπε να πληρώσουν ένα καλό ποσό για να το έχουν.

 

 

Στο ασπρόμαυρο μωσαϊκό είχαν παραμείνει τα γκρίζα σιδερένια σημάδια από τις κουκέτες σαν κομμένα πόδια, όπου πάνω τους, μαζί με τις τύψεις, απλώνονταν και τα ανέραστα κορμιά τους. Μετά τις απαραίτητες συστάσεις και χειραψίες, εκείνη άρχιζε να βγάζει από την επαγγελματική της τσάντα τον πρώτο χάρτη και να τους δείχνει την Ινδία, την Αυστραλία και άλλες ηπείρους όπου οι κάτοικοι μιλάνε αγγλικά και μετά να τον σκίζει σε οκτώ κομμάτια και να τους τα μοιράζει. Το ίδιο έκανε και με τον δεύτερο χάρτη, όπου τους έδειξε το Λονδίνο, την Σκωτία και άλλες πόλεις και τους είπε ότι πλέον πρέπει να νιώθουν πολίτες του κόσμου και επισκέπτες της Αγγλίας, αφού στο χέρι κρατούν από ένα κομμάτι τους.

 

Εκείνοι απόρησαν και διερωτήθηκαν πώς ήταν δυνατό να γίνει κάτι τέτοιο και τους εξήγησε ότι μαθαίνοντας την γλώσσα, θα μπορούσαν, ως αποφυλακισμένοι πια, να ταξιδέψουν όπου θελήσουν, αρκεί να μιλάνε αγγλικά. Στο τέλος, τους έδειξε ένα πόστερ με τα δώδεκα βιβλία του Σαίξπηρ, για τον οποίο κανείς σχεδόν δεν είχε ακούσει και κανείς δεν απορεί για αυτό. Αφού έκοψε ένα-ένα τα βιβλία με ένα σχολικό ψαλιδάκι, τους τα μοίρασε, μεταφράζοντας τους τίτλους στα ελληνικά και στον χώρο αντήχησαν η «Δωδεκάτη Νύχτα», ο «Μάκβεθ» και τα ονόματα των αιώνιων εραστών «Ρωμαίος και Ιουλιέτα».

 

Είχε ζεσταθεί η ατμόσφαιρα για τα καλά, ήταν τέλος Σεπτέμβρη, όταν κάτι μαγικό άρχισε να συμβαίνει, που επρόκειτο να καθορίσει μια διαδρομή που θα σηματοδοτούσε κάτι νέο για όλους. Εκείνη την ημέρα, το σύμπαν θέλησε αυτά τα άτομα να γνωριστούν και να συμπορευτούν όχι μόνο για όσο θα διαρκούσε η σχολική χρονιά ή η εθελοντική δράση της, αλλά μόνιμα. Στο διάλλειμα για το απαραίτητο τσιγάρο τους, τους δόθηκε η ευκαιρία να πουν δύο κουβέντες γενικού περιεχομένου, καμία όμως που να αφορά την υπόθεση τους, αφού κάτι τέτοιο εξυπακούεται ότι ήταν κάτι που θα τους αναστάτωνε. Δεν υπήρχε περίπτωση να ρωτήσει τον λόγο που τους οδήγησε πίσω από τα σίδερα.

 

Το μάθημα ήταν διάρκειας μιάμισης με δύο ωρών, κάθε Πέμπτη και τόσο εκείνη όσο και οι έγκλειστοι μετρούσαν με αγωνία τις ημέρες μέχρι το επόμενο. Έκαναν αντιγραφή, ορθογραφία, προφορικά και ενδιάμεσα ψυχολογία, ιστορία, θρησκευτικά, μιλούσαν για πολιτική, καλλιέργεια ινδικής κάνναβης, αρχαιοκαπηλία, το δικαστικό σύστημα που ρίχνει ισόβια για φόνο και για τετρακόσια πενήντα γραμμάρια χασίς που θα βρεθούν στο σπίτι σου, λες και είναι το ίδιο πράγμα.

 

Με τον καιρό, κάποιοι της εξομολογήθηκαν το έγκλημα που είχαν διαπράξει, με λεπτομέρειες που ο νους της δεν χωρούσε και όταν τους άκουγε δάκρυζε και μετά πήγαινε σπίτι της και ότι άκουγε το έκανε ποιήματα. Γιατί αυτή η καθηγήτρια ήταν πρώτα ποιήτρια και ύστερα καθηγήτρια. Άρχισε λοιπόν να γράφει «Τα Ποιήματα της Φυλακής» και μάλιστα τους το είπε ότι τα έγραφε γιατί «Είστε η έμπνευση μου» κι εκείνοι κοκάλωσαν αλλά ένιωσαν και κάτι το ιδιαίτερο γιατί πόσο συχνά συμβαίνει στη ζωή του καθενός να του γράφουν ποίημα ενώ εκτίει την ποινή του;

 

Από την πρώτη στιγμή είχε προσέξει κάποιον που ήταν μονίμως σκεπτικός, απογοητευμένος από όλους και όλα , δύσκολα γελούσε και ήταν κλεισμένος στον εαυτό του. Λίγο πριν κλείσει την πρώτη τριακονταετία της ζωής του, έκανε έναν φόνο που όποιος διάβασε για αυτό στις εφημερίδες, ήθελε να του σφίξει το χέρι. Κι εκείνη αυτό θα έκανε. Αυτός ο μαθητής, όπως και οι υπόλοιποι δεν γνώριζαν ότι η καθηγήτρια τους ήταν ενήμερη από την αρχή για τα κακουργήματα τους και ένιωθαν προστατευμένοι. Νόμιζαν ότι αν μάθαινε για την πράξη τους, θα έχαναν την εκτίμηση, τον σεβασμό και το ενδιαφέρον που τους είχε δείξει από την αρχή. Και δεν της ανοίγονταν.

 

 

Όμως εκείνη, όταν αποφάσιζε να ψάξει για πληροφορίες στο διαδίκτυο, ένιωθε χάλια, έκλαιγε παραμιλώντας και έγραφε ποίηση για αυτό που τους καταδίκασε ισόβια. Γιατί όλοι όταν ακούμε την λέξη «ισοβίτης», σκεφτόμαστε κάποιον άγριο, άξεστο, τρίτης κατηγορίας άνθρωπο που είναι ανάξιος σημασίας και αγάπης. Κι όμως, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι κρατούμενοι έχουν μεγάλη ανάγκη από αγάπη και σεβασμό, κάτι που δεν εισέπραξαν στην ζωή τους πριν βρεθούν σε αυτόν τον χώρο. Με τον τρόπο τους τον διεκδικούν από τους εθελοντές, ανθρώπους που δεν τους ενδιαφέρει η πράξη αλλά το άτομο.

 

Σιγά- σιγά η επικοινωνία με τους μαθητές πέρασε σε επίπεδο πιο εσωτερικό και έτσι πλέον μοιράζονταν τους μόνιμους κατοίκους που είχαν θρονιαστεί στο μυαλό τους, τους φόβους και τις ανασφάλειες τους για την εκδίκαση της υπόθεσης πρωτόδικα ή στο Εφετείο. Μάλιστα όταν κάποιος ήταν σε μεταγωγή για δίκη, όλη η ομάδα καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα και είτε τον συμπαθούσαν, είτε όχι, υπήρχε μια αίσθηση αλληλεγγύης και ενσυναίσθησης.

 

Άλλωστε για μερικούς από αυτούς θα ερχόταν και η σειρά τους να δικαστούν πρωτόδικα και η απόγνωση εκ των προτέρων για την καταδίκη των ισοβίων έπεφτε σαν πέλεκυς στο κεφάλι τους. Ο κρατούμενος αυτός κάποια στιγμή την ρώτησε διστακτικά και χαμηλόφωνα αν είχε μάθει για αυτό που είχε κάνει και όταν του απάντησε θετικά, εκείνος εξεπλάγη καθώς δεν είχε διακρίνει καμία αλλαγή στην στάση της απέναντι του.

 

Αντιθέτως, του φερόταν σαν να ήταν κάποιος που γνώριζε από πάντα, ένας γείτονας ή ένας φίλος φίλου της- τόσο κοντά τον αισθανόταν. Του έπιανε το χέρι και ήταν σαν να του έλεγε να μην φοβάται γιατί θα τον στηρίξει, όσο σκληρή κι αν είναι η απόφαση του δικαστηρίου, θα παραμείνει φίλη του και μετά, όταν εκτίσει την προβλεπόμενη ποινή και μάλιστα θα τον διδάξει αγγλικά ώστε να βρει δουλειά πιο εύκολα.Την ρώτησε αν άξιζε να βρίσκεται στη φυλακή, αφού η κοινή γνώμη τον υπερασπιζόταν που έβγαλε από τη μέση ένα τέρας που δεν έπρεπε να υπάρχει. Του απάντησε ότι συμφωνούσε με την κοινή γνώμη αλλά το πρόβλημα μπορούσε να λυθεί χωρίς τον φόνο.

 

Δεν άξιζε να χάσει τα νιάτα του. Και τότε της είπε,

-Αν σας διηγηθώ αυτά που έχω περάσει, δεν θα τα πιστεύετε. Θα νομίσετε ότι υπάρχουν μόνο στη φαντασία μου, όπως ένας εφιάλτης που με κυνηγάει διαρκώς αλλά είναι η πραγματικότητα. Και δεν θα αντέξετε να τα ακούσετε όλα με τη μια. Θα σας τα λέω σε δόσεις, γιατί τα δάκρυα σας θα τρέχουν αστείρευτα και τότε θα καταλάβετε ότι δεν είχα άλλη επιλογή παρά να τον σκοτώσω. Θα σας τα πω, κάποια στιγμή και θέλω να γράψετε ένα βιβλίο για την ζωή μου. Γιατί δεν γεννήθηκα δολοφόνος. Έγινα. Για να γλιτώσω άλλους που ίσως ποτέ δεν θα μου πουν ευχαριστώ για ότι έκανα και δεν με νοιάζει. Και τώρα έμπλεξα εδώ μέσα και θα κάνω χρόνια να ξεμπλέξω. Έτσι τα έφερε η ζωή. Να γεννηθώ άτυχος.

 

Κι εκείνη, ακούγοντας τον να μιλά έτσι σπαρακτικά κι ατάραχα, κοιτάζοντας τον συνέχεια στα θλιμμένα του μάτια διαισθάνθηκε ότι θα έπρεπε να κάνει κάποια στιγμή το χρέος της, να γράψει δηλαδή για την ζωή του. Γιατί είναι να απορεί κανείς πόσο στραβά μπορούν να πάνε τα πράγματα αν δεν επέμβει κάποιος την αρχή.

 

Πόσο ανεπούλωτες μένουν οι πληγές, όταν η παιδική ηλικία καταστρέφεται, επειδή κάποιοι δεν τιθάσευσαν το τέρας που ήταν μέσα τους κρυμμένο αλλά το άφησαν να καταβροχθίσει όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή ενός παιδιού, που πεινασμένη για εκδίκηση και δικαιοσύνη, πήρε στα χέρια του ένα όπλο και πυροβόλησε εξ επαφής μήπως κι έτσι εξαφανίσει τον πόνο που είχε φωλιάσει σε κάθε μόριο της ύπαρξης του. Στην ουσία ήταν η έλλειψη αγάπης που πάτησε την σκανδάλη, μαζί με τα ανεξέλεγκτα κτηνώδη ένστικτα που ισοπέδωσαν την ύπαρξη ενός νέου ανθρώπου που σε δύο μήνες περιμένει την πρωτόδικη απόφαση με κάποια ελαφρυντικά. Του υποσχέθηκε ότι κάποτε θα γράψει αυτά που έχει να της διηγηθεί.

 

 

-Μόλις βγω, θέλω να βρεθούμε. Και να σας τα πω όλα. Και θα γίνει μπεστ-σέλλερ γιατί τέτοιες ιστορίες σαν τη δική μου είναι σπάνιες και ο κόσμος πρέπει να μάθει και για τη σκοτεινή πλευρά που έχουμε μέσα μας και που βγαίνει όταν δεν υπάρχει έξοδος ή επιλογή παρά να αποδώσουμε δικαιοσύνη με τον μόνο τρόπο που μπορούμε προκειμένου να σταματήσουμε το κακό: τον φόνο.

 

(Best- seller= με μεγάλες πωλήσεις)



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια