Ο Βασίλης Μουζακίτης και η Δέσποινα Κώτση παντρεύτηκαν πολύ μικροί. Αυτός ήταν 21 χρόνων, με βασανισμένα παιδικά χρόνια, λόγω της συχνά βάναυσης συμπεριφοράς των γονιών του, ενώ
εκείνη μόλις είχε κλείσει τα 16. Ο Βασίλης είχε ανάγκη από ανθρώπινη ζεστασιά, που κανείς, εκτός από τον παππού του, δεν του είχε δείξει έως τότε. Την πήρε και έφυγαν μακριά, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, για να αφοσιωθεί σε αυτήν και τα δύο παιδιά που ήρθαν γρήγορα στη ζωή τους. Όμως η Δέσποινα ασφυκτιούσε και ήθελε να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Την ακολούθησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Εγκαταστάθηκαν στο διαμέρισμα της μητέρας του, στην οδό Xρυσίππου 23 στου Zωγράφου. Η γυναίκα προσπαθούσε να του δείξει με κάθε τρόπο τη μεταμέλειά της για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Αλλά και ο πατριός του τον έβαλε να κάνει μεροκάματα με το ταξί του, για να μπορεί να συντηρήσει την οικογένειά του. Όλα έδειχναν ιδανικά. Όμως η Δέσποινα τον εγκατέλειψε ξανά. Άφησε τα δύο παιδιά και πήγε να ζήσει στο σπίτι της μητέρας της, ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα στην οδό 28ης Οκτωβρίου 30 στα Ιλίσια.
Η ίδια έλεγε ότι δεν άντεχε άλλο τη ζήλια του Βασίλη, αλλά αυτός ήξερε ότι εκδιδόταν, με την ανοχή -αν όχι βοήθεια- της μητέρας της, όπως έλεγε. Τα κλονισμένα νεύρα του δεν άντεξαν και νοσηλεύτηκε στο Αιγινήτειο. Ο Μουζακίτης θεωρούσε την πεθερά του υπεύθυνη για την κακή πορεία του γάμου τους. Ήθελε τη σύζυγό του πίσω, αλλά η Δέσποινα αρνιόταν πεισματικά.
Εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα πήρε τη μητέρα του και πήγαν να την βρουν για να συζητήσουν. Πίστευε ότι είχε ακόμη ελπίδες να την μεταπείσει. Της ζήτησε να γυρίσει στο σπίτι, αλλά εκείνη αρνήθηκε για μια ακόμη φορά. Tο ζευγάρι άρχισε να τσακώνεται. Ξαφνικά ο Mουζακίτης πήρε ένα μαχαίρι και την τραυμάτισε ελαφρά στο στήθος.
«Ήθελα μόνο να την κάνω να φοβηθεί για να γυρίσει στο σπίτι μας», θα πει αργότερα ο ίδιος. H νεαρή γυναίκα βγήκε αιμόφυρτη στο δρόμο και κρύφτηκε πίσω από το περίπτερο της γειτονιάς. Ο Mουζακίτης έτρεξε πίσω της, αλλά σταμάτησε και απομακρύνθηκε, καθώς οι σειρήνες των περιπολικών ακούγονταν ήδη από μακριά. Πρόλαβε μόνο να την δει να μπαίνει στο ασθενοφόρο.
«Ήθελα μόνο να την κάνω να φοβηθεί για να γυρίσει στο σπίτι μας», θα πει αργότερα ο ίδιος. H νεαρή γυναίκα βγήκε αιμόφυρτη στο δρόμο και κρύφτηκε πίσω από το περίπτερο της γειτονιάς. Ο Mουζακίτης έτρεξε πίσω της, αλλά σταμάτησε και απομακρύνθηκε, καθώς οι σειρήνες των περιπολικών ακούγονταν ήδη από μακριά. Πρόλαβε μόνο να την δει να μπαίνει στο ασθενοφόρο.
Γύρω στα μεσάνυχτα επέστρεψε στο ημιυπόγειο διαμέρισμα. Ο θυμός του δεν είχε καταλαγιάσει. Πυροβόλησε στα παράθυρα, σπάζοντας τα τζάμια και τράπηκε σε φυγή. Παρά το γεγονός ότι η Αστυνομία κατέγραψε τα δύο περιστατικά και ενημερώθηκε από τους γιατρούς του νοσοκομείου «Σωτηρία» ότι μια γυναίκα είχε μεταφερθεί στα εξωτερικά ιατρεία τραυματισμένη από μαχαίρι, κανείς δεν προέβλεψε την επόμενη κίνησή του 25χρονου οδηγού ταξί.
Ήταν πλέον 4 τα ξημερώματα, 9 Δεκεμβρίου 1996, όταν ο 25χρονος έφτασε στο νοσοκομείο. Mπήκε με ένα γκρι αυτοκίνητο, ακολουθώντας ένα ασθενοφόρο. Όλοι πίστεψαν ότι ήταν συνοδός του ανθρώπου που μεταφερόταν στα εξωτερικά ιατρεία. Mε κρυμμένο ένα δίκαννο κάτω από τα ρούχα του, μπήκε στο κτίριο και ζήτησε από έναν νοσοκόμο πληροφορίες για το δωμάτιο όπου νοσηλευόταν η Δέσποινα Κώτση. Εκείνος δεν απάντησε, βλέποντας το θολό βλέμμα του νεαρού.
Ο Mουζακίτης άρχισε να ψάχνει από δωμάτιο σε δωμάτιο. Στο διάδρομο του πρώτου ορόφου είδε την 50χρονη πεθερά του, Μαρία. Άρχισαν να τσακώνονται. Eνας ασθενής παρατήρησε το δίκαννο που είχε κρύψει και προσπάθησε να τον αφοπλίσει, ενώ ο νοσοκόμος έσπευσε να τηλεφωνήσει στην Aστυνομία. Η Μαρία Κώτση έτρεξε στο δωμάτιο 160 όπου βρισκόταν η τραυματισμένη κόρη της για να τη προστατέψει. Ο 25χρονος εισέβαλε και άρχισε να πυροβολεί εναντίον των δύο γυναικών, «πνίγοντας» το πάθος του σε ένα «λουτρό» αίματος…
Ο Mουζακίτης άρχισε να ψάχνει από δωμάτιο σε δωμάτιο. Στο διάδρομο του πρώτου ορόφου είδε την 50χρονη πεθερά του, Μαρία. Άρχισαν να τσακώνονται. Eνας ασθενής παρατήρησε το δίκαννο που είχε κρύψει και προσπάθησε να τον αφοπλίσει, ενώ ο νοσοκόμος έσπευσε να τηλεφωνήσει στην Aστυνομία. Η Μαρία Κώτση έτρεξε στο δωμάτιο 160 όπου βρισκόταν η τραυματισμένη κόρη της για να τη προστατέψει. Ο 25χρονος εισέβαλε και άρχισε να πυροβολεί εναντίον των δύο γυναικών, «πνίγοντας» το πάθος του σε ένα «λουτρό» αίματος…
Εκμεταλλευόμενος τον πανικό που επικράτησε, μπήκε στο αυτοκίνητο και τράπηκε σε φυγή. H Δέσποινα ήταν νεκρή, ενώ η μητέρα της ξεψύχησε λίγες ώρες αργότερα, μετά τη εγχείρηση στην οποία υπεβλήθη. Ο δράστης εντοπίστηκε τα χαράματα στη συμβολή της λεωφόρου Mεσογείων με την οδό Φειδιππίδου στους Αμπελοκήπους. Στο αυτοκίνητό του βρέθηκε ένα σκάνερ, με το οποίο παρακολουθούσε τις συχνότητες της Aστυνομίας. Λίγο πριν οδηγηθεί στον εισαγγελέα δήλωσε μετανιωμένος και έριξε τα βάρη στην πεθερά του. «Θέλω να πάω στη κηδεία της γυναίκας μου. Ο μισός μου εαυτός είναι εδώ και ο άλλος μαζί της».
Η μεγαλύτερη «τιμωρία» δεν ήταν τόσο η προφυλάκισή του, όσο τα λόγια και οι χαρακτηρισμοί του ίδιου του πατέρα του: «Η Δέσποινα ήταν η καλύτερη κοπέλα. Αυτός ο κύριος είχε πάρει από το στρατό απολυτήριο διότι είχε ψυχολογικά προβλήματα. Έφευγε από το σπίτι και γυρνούσε με τουρίστριες. Αυτό γινόταν συνεχώς».
Η μεγαλύτερη «τιμωρία» δεν ήταν τόσο η προφυλάκισή του, όσο τα λόγια και οι χαρακτηρισμοί του ίδιου του πατέρα του: «Η Δέσποινα ήταν η καλύτερη κοπέλα. Αυτός ο κύριος είχε πάρει από το στρατό απολυτήριο διότι είχε ψυχολογικά προβλήματα. Έφευγε από το σπίτι και γυρνούσε με τουρίστριες. Αυτό γινόταν συνεχώς».
Στο δικαστήριο ο Βασίλης Μουζακίτης ξετύλιξε τη βασανισμένη ζωή του και όλα όσα τον οδήγησαν στο έγκλημα. «Ο πατέρας μου με είχε ξεγράψει. Με θεωρούσε ξένο πράγμα. Η μητριά μου με κλείδωνε. Έφυγα από το χωριό και πήγα στη μητέρα μου. Όμως κι εκείνη με άφηνε τα βράδια μόνο μου. Κάποια στιγμή με χτύπησε άγρια με ένα καλώδιο και ήρθε ο πατέρας μου, όχι για να με πάρει κοντά του, αλλά για να με βάλει στο ΠΙΚΠΑ… Τότε αισθανόμουν ότι ήμουν στη φυλακή. Τώρα είμαι ελεύθερος…». Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε δις ισόβια κάθειρξη, χωρίς να βάλει στη «ζυγαριά» τις πράξεις του από τη μία και όλα όσα είχε βιώσει από την άλλη.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο προσκόμισε αποδείξεις για τα μαρτύρια που είχε περάσει, τον έκρινε και πάλι ένοχο, αλλά του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του μειωμένου καταλογισμού και τον καταδίκασε σε κάθειρξη 25 ετών.
πηγή: astinomiko.gr
0 Σχόλια