Ticker

6/recent/ticker-posts

728x90

Μεταχείριση κρατουμένων, επιστροφή στην κοινωνία και ενσωμάτωση


Η «επιστροφή» στην ελεύθερη/ευρύτερη κοινωνία των ατόμων που έχουν εκτίσει την ποινή τους, αναμφίβολα, συνιστά ένα φλέγον ζήτημα που προβληματίζει εντόνως ως προς τη βαθύτερη ουσία του αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αυτή η επιστροφή μπορεί να επιτευχθεί, ειδικά εάν δεν υπάρχει μία κατάλληλη και συστηματική προετοιμασία κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού και εάν τα τείχη που χωρίζουν την κοινωνία από τη φυλακή (αν και τεχνητά γιατί εκ των πραγμάτων μετά από κάποιο χρονικό διάστημα αυτοί οι άνθρωποι επιστρέφουν στην κοινωνία), ορθώνονται ακόμα πιο ψηλά.

 

Η «κοινωνική ένταξη», η «επανένταξη», ή αλλιώς «κοινωνική ενσωμάτωση» των αποφυλακισθέντων απασχολεί και προβληματίζει με τα υψηλά ποσοστά υποτροπής, σε διεθνές επίπεδο.

 

Η θεωρία «αποχής από το έγκλημα»/desistance theory κερδίζει, διεθνώς, έδαφος και εξηγεί τη διαδικασία κατά την οποία οι αποφυλακισθέντες, μετά την έκτιση της ποινής τους μπορούν να επιστρέψουν στην κοινωνία «καθαροί», δηλαδή να απέχουν από την παραβατική και εγκληματική δράση. Συγκεκριμένοι παράγοντες, ασφαλώς, επιδρούν στην ψυχοσύνθεση του εγκληματία και τον κρατούν μακριά από το έγκλημα, σύμφωνα με την εν λόγω θεωρία. Οι κυριότεροι παράγοντες μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα δύο σημεία:

 

 Ηλικία: Σύμφωνα με έρευνες, ειδικά οι νέοι σε ηλικία παραβάτες μεγαλώνοντας δύναται να απέχουν από την εγκληματική δράση, με την κατάλληλη παρέμβαση. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 έρευνες έδειξαν ότι η ηλικία κατά την οποία είναι πιο πιθανό το άτομο να διαπράξει μια παραβατική δραστηριότητα (peak age) ήταν τα μετεφηβικά χρόνια, κυρίως λόγω της πίεσης των συνομηλίκων/ peer pressure και της “επανάστασης” των νέων σε κάθε μορφή εξουσίας και κανόνα.

 

 Σταθερότητα στη ζωή: Η σταθερή ζωή και κυρίως η σταθερή εργασία βοηθάει σε μεγάλο βαθμό τον παραβάτη να εστιάσει την προσοχή του σε κάτι πιο δημιουργικό και να μείνει μακριά από την εγκληματική δράση. Παράλληλα, του δίνει τη δυνατότητα να διευρύνει τους φιλικούς του κύκλους και κατ’ επέκταση να αναπτύξει μια διαφορετική κοινωνική ζωή.

 

Ένα άτομο που, με την αποφυλάκισή του, δεν θα έχει ένα υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον ούτε μία σταθερή εργασία, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επιστρέψει στη φυλακή. Σημαντικό επομένως να υπάρξει κοινωνική μέριμνα του αποφυλακισθέντα αλλά και της οικογένειάς του, όπου υπάρχει οικογένεια, γιατί ο ίδιος μπορεί να μην είναι σε θέση, αμέσως μετά την αποφυλάκιση, να κρατήσει μία σταθερή εργασία αλλά είναι σημαντικό εκείνη την περίοδο να λάβει υποστήριξη από την οικογένειά του.

 

 

Όσον αφορά τώρα τον εγκλεισμό μέσα στη φυλακή, η σωφρονιστική παρέμβαση στον κρατούμενο είναι επίσης ένα φλέγον ζήτημα που απασχολεί τη διεθνή επιστημονική κοινότητα.

 

«Αποτελεί παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων η σωφρονιστική παρέμβαση, ιδίως σε άτομα που δεν την επιθυμούν ή, αντίθετα, κρίνεται αναγκαία γιατί μέσω της προσπάθειας αναμόρφωσής τους μπορεί να τους δοθεί η δεύτερη ευκαιρία; Πώς, όμως, μπορεί να γίνει η αναμόρφωση σε ένα άτομο που δεν αντιλαμβάνεται καν την ποινική αλλά ούτε και κοινωνική απαξία της πράξης του;».

 

Τα συγκεκριμένα και πολλά ακόμα ερωτήματα μας απασχόλησαν και σήμερα, στο πλαίσιο του μαθήματός μας με την εκπαιδευτική ομάδα στο Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος. Η διαπίστωση της ομάδας ήταν ότι η σωφρονιστική παρέμβαση -μέσω εκπαίδευσης και εργασίας- είναι πολύτιμη, γιατί τουλάχιστον δείχνεις έναν άλλο δρόμο, δίνεις μία εναλλακτική, ανοίγεις μία «πόρτα» στη σκέψη που για πολλούς ανθρώπους ποτέ πριν δεν είχε ανοίξει. Τους δείχνεις, ουσιαστικά, έναν δρόμο διαφορετικό στον οποίο κάποιοι θα θελήσουν και θα τολμήσουν να μπουν και γι’ αυτό είναι σκόπιμο να επιμείνουμε στην έννοια του “σωφρονισμού”, με ένα βαθύτερο όμως περιεχόμενο που αφορά το να δώσεις την επιλογή μέσα από την ανάδειξη και άλλων τρόπων έκφρασης και σκέψης. Να δείξεις ότι υπάρχουν και άλλες εναλλακτικές στη ζωή και ασφαλώς ο καθένας μας, στη συνέχεια, επιλέγει την πορεία που θα ακολουθήσει.

 

Το έγκλημα, σαφώς, δεν εκριζώνεται από τις κοινωνίες, γιατί «έγκλημα» και «κοινωνία» είναι δύο έννοιες συνυφασμένες μεταξύ τους, αλλά μέσα από ουσιαστικές παρεμβάσεις, οι οποίες βέβαια είναι αναγκαίο να ξεκινήσουν εκτός φυλακής, στο πλαίσιο της οικογένειας και του σχολικού περιβάλλοντος, μπορεί τελικά να αποδεχθεί ότι η έννοια της «δεύτερης ευκαιρίας» είναι εφικτή και αξίζει να δώσουμε έμφαση σε αυτήν, έχοντας συγκεκριμένο στόχο και μέσο υλοποίησής της.

 

Όσον αφορά τώρα την έννοια της «μεταχείριση κρατουμένων» που διερευνήσαμε στο σημερινό μας μάθημα στο ΚΕ.Μ.Ε. συνιστά μία έννοια πολυσύνθετη, με βαθιές ρίζες. Ιστορικά, «γεννήθηκε» στα μέσα του 19ου αιώνα, γιατί εκείνη την περίοδο είχαν αρχίσει να πραγματοποιούνται αξιόλογες προσπάθειες για τη μεταρρύθμιση των φυλακών και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, υπό την επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού. Έκτοτε, η μεταχείριση απασχόλησε έντονα τους αρμόδιους φορείς και τους ειδικούς επιστήμονες που αναζήτησαν τρόπους και μέσα για να καταστεί πιο ανθρώπινη.

 

Στηρίζομαι στον διαδεδομένο ορισμό ότι «η μεταχείριση συνεπάγεται τόσο την υποχρέωση των εγκλείστων να εκτίσουν την ποινή τους, υπαγόμενοι σε ένα συγκεκριμένο καθεστώς διαβίωσης, όσο και την υποχρέωση των ιθυνόντων να εξασφαλίσουν στους κρατούμενους όλα όσα προβλέπονται από τον νόμο σχετικά με την ασφάλεια, τη διατροφή, την ενδιαίτηση, την υγεία και γενικά τα αναγκαία που αφορούν τη διαβίωσή τους μέσα στη φυλακή τους». Υπό αυτή την έννοια, η μεταχείριση «περιλαμβάνει το σύνολο των μεθόδων και μέσων δράσης που εφαρμόζεται στους δράστες εγκληματικών πράξεων, μετά την αναγνώριση της ενοχής τους από τα δικαστήρια».

 

 

Η μεταχείριση των φυλακισμένων εξυπηρετεί περισσότερους από ένα σκοπούς, ως κύριους ή συμπληρωματικούς. Μεταξύ αυτών, οι θεμελιώδεις σκοποί της συνίστανται στους ακόλουθους τέσσερεις:

• Πρώτον, προστασία της κοινωνίας με αχρήστευση του κρατουμένου και παρεμπόδισή του να δραπετεύσει και να υποτροπιάσει όσο διαρκεί η φυλάκιση.

• Ο δεύτερος σκοπός συνίσταται στην αποκατάσταση του εγκλήματος. Στηρίζεται στη δίκαιη και ανάλογη με τη βαρύτητα του εγκλήματος ποινή, στην ευθύνη του δράστη και τη μέριμνα για τα θύματα εγκληματικών ενεργειών.

• Τρίτον, αναμόρφωση των κρατουμένων, η οποία επιτυγχάνεται με εξατομικευμένη μεταχείριση, με τη βοήθεια ειδικών επιστημόνων (ψυχιάτρων, ψυχολόγων κ.λπ.).

• Τέταρτον, επανένταξη, διότι η παραμονή του καταδίκου στην ελεύθερη κοινωνία θεωρείται πολύ σοβαρή υπόθεση, αφού βάσει του μοντέλου της επανένταξης η εγκληματική συμπεριφορά δεν εκλαμβάνεται ως παθολογική και γι’ αυτό η στέρηση της ελευθερίας θεωρείται έσχατη λύση.

 

Η μεταχείριση των κρατουμένων δύναται να λάβει χώρα σε 3 περιβάλλοντα:

• Σε κλειστό περιβάλλον

• Σε ελεύθερο περιβάλλον

• Σε ανοιχτό περιβάλλον

 

Η μεταχείριση σε ελεύθερο περιβάλλον περιλαμβάνει τρεις σημαντικούς θεσμούς. Ο πρώτος είναι η αναστολή της ποινής, η οποία διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: την απλή και υπό επίβλεψη.

 

Σύμφωνα με την απλή αναστολή της ποινής, «το δικαστήριο ορίζει τη μη εκτέλεση της ποινής, με την προϋπόθεση ότι ο καταδικασθείς σε ορισμένη περίοδο χρόνου (συνήθως 3 έως 5 χρόνια) που ονομάζεται χρόνος της αναστολής ή περίοδος δοκιμασίας, δεν θα τελέσει νέο έγκλημα.

 

Η επιβληθείσα ποινή εκτελείται σε περίπτωση που ο καταδικασθείς υποπέσει σε άλλο αδίκημα μέσα στο χρονικό διάστημα της δοκιμασίας. Μάλιστα, σε αυτή την περίπτωση είναι υποχρεωμένος να εκτίσει τόσο την ποινή της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη όσο και την ποινή που του επιβάλλεται με τη νέα καταδίκη. Εάν όμως σε αυτό το διάστημα ο καταδικασθείς δεν διαπράξει νέο αδίκημα, η καταδίκη θεωρείται σαν να μην έχει απαγγελθεί. Ο θεσμός εφαρμόζεται σε άτομα που δεν έχουν υποστεί άλλη ποινική καταδίκη και εφόσον η ποινή που τους επέβαλε το δικαστήριο είναι σχετικά μικρή».

 

Από την άλλη πλευρά, έχουμε την αναστολή υπό επίβλεψη (probation). Σε αυτή την περίπτωση, «ο δικαστής αποφαίνεται μόνο σχετικά με την ενοχή, ενώ δεν προχωρά σε έκδοση απόφασης της ποινής. Επίσης, σε αντίθεση με την απλή αναστολή, ο δράστης τοποθετείται υπό την επίβλεψη και καθοδήγηση αρμοδίων οργάνων –επιμελητών- που τον βοηθούν να επανενταχθεί ομαλά στην κοινωνία. Τέλος, το δικαστήριο, αναστέλλοντας την επιβολή της ποινής, επιβάλλει στον δράστη την τήρηση ορισμένων όρων, π.χ. να κάνει μία ορισμένη εργασία, να μη συχνάζει σε ορισμένους τόπους, κ.λπ. Το όργανο που έχει αναλάβει την επίβλεψη παρακολουθεί εάν το υπό δοκιμασία άτομο συμμορφώνεται με τους κανόνες που του έχουν επιβληθεί.

 

 

Εάν όμως παραβιάσει κάποιον από αυτούς, μπορεί να παραπεμφθεί πάλι στο δικαστήριο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να λάβει επιπρόσθετα μέτρα ή, εάν το κρίνει αναγκαίο, να ανακαλέσει την αναστολή και να προχωρήσει στην επιβολή της ποινής. Η απόλυση του καταδίκου υπό όρο συνιστά ένα σημαντικό σωφρονιστικό μέσο μεταχείρισης σε ελεύθερο περιβάλλον. Είναι αξιοσημείωτο ότι πρόκειται για τον παλαιότερο, για τη χώρα μας, θεσμό εναλλακτικής έκτισης της ποινής κατά της ελευθερίας (Ν. 811/1917 «περί προσωρινής απολύσεως των καταδίκων εκ των φυλακών»).

 

Οι ρίζες του συγκεκριμένου θεσμού ανάγονται στην Αγγλία. Κατ’ ουσίαν, προέκυψε από το θεσμό «της χάριτος» κατά την έκτιση της ποινής της εξορίας στις αποικίες. Ειδικότερα, το έτος 1791 χορηγήθηκε στον κυβερνήτη της νοτίου Ν. Ουαλίας το δικαίωμα να απονέμει χάρη στους κατάδικους που μεταφέρονταν στην Αυστραλία, με την προϋπόθεση να παραμείνουν στην αποικία. Ο εν λόγω θεσμός έφερε το όνομα conditional pardon, και αποσκοπούσε περισσότερο σε έναν πρακτικό σκοπό: τον αποικισμό της Αυστραλίας.

 

Μετά την εκτέλεση της ποινής και την απόλυση από τη φυλακή, η επίτευξη της ομαλής κοινωνικής επανένταξης αναδείχθηκε σε μείζον ζήτημα που απασχόλησε τους εγκληματολόγους.

 

Έτσι, γεννήθηκε ο τρίτος θεσμός που εφαρμόζεται σε ελεύθερο περιβάλλον, η μετά την εκτέλεση της ποινής προστασία (after care), η οποία όμως έφερε στην επιφάνεια σοβαρά νομοθετικά προβλήματα, όπως το εάν πρέπει να είναι υποχρεωτική ή προαιρετική ή εάν πρέπει να ανατεθεί σε δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς.

 

Ο πρώτος θεσμός που περιλαμβάνει η μεταχείριση σε ανοικτό περιβάλλον είναι η κράτηση σε ανοικτό σωφρονιστικό κατάστημα. Όπως υποδηλώνει το όνομά της, κύριο χαρακτηριστικό της είναι η οργάνωση και λειτουργία της φυλακής βάσει προτύπων, αξιών και κανόνων που ισχύουν στην ελεύθερη κοινωνία.

Ιστορικά, το 1891 καθιερώνεται το πρώτο κατάστημα ανοιχτής σωφρονιστικής μεταχείρισης στο Witzwill, κοντά στη Βέρνη.

 

Ο δεύτερος θεσμός αφορά την εξωτερική εργασία των καταδίκων. Σύμφωνα με αυτόν, ο κατάδικος μπορεί να ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα ακολουθώντας τους όρους εργασίας των εργαζομένων που ζουν στην ελεύθερη κοινωνία.

 

Η βασική διαφορά εντοπίζεται στην υποχρέωση του τροφίμου να επιστρέφει στη φυλακή με την ολοκλήρωση της εργασίας του. Ωστόσο, ο θεσμός της εξωτερικής εργασίας προορίζεται για ένα συγκεκριμένο αριθμό καταδίκων που πληροί ορισμένες προϋποθέσεις, όπως να μην είναι υπότροπος και να μην εκτίει μακροχρόνιες ποινές. Στην Ελλάδα, ο Ν.3312/1950 προβλέπει την τοποθέτηση σε εξωτερική εργασία μόνο των κρατουμένων σε ανοικτά σωφρονιστικά καταστήματα.

 

 

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι η «ποινική» φυλακή, μέχρι την τελική καθιέρωση των σωφρονιστικών συστημάτων, ακολούθησε μία μακρά πορεία εξελικτικών φάσεων που διαφοροποιούνται εμφανώς μεταξύ τους, γιατί στηρίζονται σε διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με τη μορφή της «κατάλληλης» μεταχείρισης. Πρόκειται για τις: Σωφρονιστική Εποχή ή αλλιώς Εποχή των Σωφρονιστηρίων, Προοδευτική Εποχή, Βιομηχανική Εποχή, Εποχή της Αναμορφωτικής Μεταχείρισης και Νεο-ανταποδοτική Εποχή. Μάλιστα, κατά την πρώτη και δεύτερη περίοδο δημιουργήθηκαν τα σωφρονιστικά συστήματα που διαδραμάτισαν εξέχοντα ρόλο στην ιστορία της σωφρονιστικής, αλλά αυτό ας αποτελέσει το θέμα άλλου άρθρου.

 

Έχουμε ακόμα πολλά να πούμε, γιατί το θέμα είναι τεράστιο, μας αφορά όλους και διαρκώς δίνει το έναυσμα για συζήτηση και βέβαια προβληματισμό.

 

Ενδεικτική ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία

• Σ. Αλεξιάδης, Σωφρονιστική, 4η έκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 2001.

• Σ. Αλεξιάδης, Γ. Πανούσης, Σωφρονιστικοί Κανόνες, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 2002.

• Κ. Γαρδίκας, Εγκληματολογία: Σωφρονιστική, τόμ. Γ΄, 3η έκδ., Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 2001.

• Η. Δασκαλάκης, Μεταχείριση Εγκληματία, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 1985.

• Χ. Δημόπουλος, Η Φυλακή: Ιστορική και Αρχιτεκτονική Προσέγγιση, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 2003.

• Ε. Λαμπροπούλου, Κοινωνικός Έλεγχος του Εγκλήματος, Αθήνα: Παπαζήσης, 1994.

• Π. Μπρακουμάτσος, «Σκέψεις και Προτάσεις για την Ελληνική Σωφρονιστική Πολιτική» στο Κ. Σπινέλλη, Α. Τσήτουρα (υπεύθυνες έκδ.), Κρατούμενοι και Δικαιώματα του Ανθρώπου, Αθήνα: Α.Ν. Σάκκουλας, 1996.

• Ν. Κουράκης, Ποινική Καταστολή,

• Γ. Πανούσης, Η Ποιητική του Φυλακισμένου Χώρου, Αθήνα: Α.Ν. Σάκκουλας, 2002.

• Γ. Πανούσης, Η Σωφρονιστική Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα: Από τον Κυνισμό της Εργασίας στην Ουτοπία της Αγωγής;, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 1989.

• Κ. Σπινέλλη, «Θεσμικά Πλαίσια, Όρια και Ιδεολογικοπολιτικοί Άξονες του Κώδικα Βασικών Κανόνων για τη Μεταχείριση των Κρατουμένων», Σύγχρονα Θέματα, 41-42, Ιούνιος 1990.

• Χ. Σταυροπούλου, «Η Εξέλιξη της Αρχιτεκτονικής των Φυλακών», Σύγχρονα Θέματα, Σύγχρονα Θέματα, 41-42, Ιούνιος 1990.

• R. Matthews, Doing Time: An Introduction to the Sociology of Imprisonment, N. York: Palgrave, 1999.

• S. McConville, «The Victorian Prison: England, 1865-1965» στο N. Morris, D. Rothman (επιμ), The Oxford History of the Prison: The Practice of Punishment in Western Society, Oxford: Oxford University Press, 1996.

• Ph. Purpura, Criminal Justice: An introduction, Boston: Butterworth-Heinemann, 1997.

• R. Rede, What is punishment for and how does it relate to the concept of community?, Cambridge: Cambridge University Press, 1991.

 





Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια