Ticker

6/recent/ticker-posts

728x90

Σχέση γλώσσας-κοινωνίας

Εν όψει του προγραμματισμού των μαθημάτων μας στο Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος με θέμα μας «Φυλακές: Έρευνα και Γλωσσικά Ζητήματα» (βλ. Σχετικά https://aggelikikardara.wordpress.com/2019/10/14/σεμινάριο-με-θέμα-φυλακές-έρευνα-και-2/) συνεχίζουμε
με το δεύτερο θέμα της αρθρογραφίας μας και επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας στη σχέση γλώσσας-κοινωνίας (πρώτο μας θέμα σχέση γλώσσας-νόησης βλ. σχετικά http://www.bloko.gr/2019/10/blog-post_643.html). 
Θα ξεκινήσουμε με τη σημαντική επισήμανση ότι η γλώσσα αποτελεί ένα κατεξοχήν κοινωνικό φαινόμενο και όχι έναν απλό κώδικα που χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο από όλους τους ανθρώπους σε όλες τις συνθήκες, όπως πίστευαν παλαιότερα οι γλωσσολόγοι. Η ανάπτυξη της κοινωνιογλωσσολογίας στηρίζεται στη διαπίστωση ότι η γλώσσα είναι ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο φαινόμενο. 
Η έρευνά μας «Φυλακή και Γλώσσα» θεμελιώθηκε στη στενή σχέση γλώσσας-κοινωνίας και ειδικότερα στη θεωρία που θα αναπτύξουμε ακολούθως, βάσει της οποίας η γλωσσική και η κοινωνική συμπεριφορά βρίσκονται σε διαρκή σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης. Αυτή η κομβική σχέση, γλώσσας-κοινωνίας, διερευνάται και στην επαναληπτική μας έρευνα, στο Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος, όπου εξετάζουμε τη γλωσσική επικοινωνία των αποφυλακισθέντων, των ατόμων δηλαδή που εξέτισαν την ποινή τους μέσα στις φυλακές και τώρα βρίσκονται ξανά στην ελεύθερη κοινωνία.
Σημειώνουμε ενδεικτικά ότι η κοινωνιογλωσσολογία γνώρισε μεγάλη διάδοση στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970. Όπως ισχυρίζεται ο Florian Coulmas[1], οι έρευνες που πραγματεύονται τη σχέση μεταξύ γλώσσας και κοινωνίας ενώθηκαν για να διαμορφώσουν το πεδίο της ακαδημαϊκής έρευνας, γνωστής ως «κοινωνιογλωσσολογίας». Μολονότι χρειάστηκε κάποιος χρόνος για να καθιερωθεί, διαδραμάτισε τελικά σημαίνοντα ρόλο στην πορεία των γλωσσολογικών μελετών, παγκοσμίως. Αυτό που ενδιαφέρει τους κοινωνιογλωσσολόγους, κατά τον Coulmas, είναι η εξέταση της σχέσης ανάμεσα στη χρήση της γλώσσας και την κοινωνική δομή. Ειδικότερα, οι κοινωνιογλωσσολόγοι ασχολούνται με τη περιγραφή της γλώσσας ως κοινωνικού φαινομένου.
Ουσιαστικά η κοινωνιογλωσσολογία βρίσκεται στο σταυροδρόμι πολλών επιστημών: της γλωσσολογίας, της κοινωνιολογίας, της κοινωνικής θεωρίας, της κοινωνικής ψυχολογίας και της ανθρώπινης επικοινωνίας.  

Α) θεωρίες για τη σχέση γλώσσας-κοινωνίας
Η διαρκής αναζήτηση της σχέσης γλώσσας-κοινωνίας επιβεβαιώνει το παγκόσμιο ενδιαφέρον για το πολυσύνθετο γλωσσικό φαινόμενο από το οποίο εξαρτόμαστε ολοκληρωτικά. Αναμφισβήτητα, οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί γι’ αυτήν τη σχέση είναι πολλές και αντικρουόμενες μεταξύ τους, λόγω της πολυπλοκότητας του ζητήματος.    
Οι κυριότερες θεωρίες εντάσσονται σε τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες[2]:
αα) η κοινωνική δομή ως διαμορφωτής γλωσσικής δομής.
Η κοινωνική δομή και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ομιλητών (π.χ. ηλικία, φύλο, οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο, εθνική/κοινωνική καταγωγή, κ.λπ.) καθορίζουν τη γλωσσική δομή, γιατί οι γλωσσικές επιλογές μας πηγάζουν και αντανακλούν όλα τα παραπάνω στοιχεία. Σε αυτή την περίπτωση η γλώσσα εκλαμβάνεται ως εργαλείο για τη μετάδοση πληροφοριών σχετικά με τους ομιλητές και το κοινωνικό τους περιβάλλον. Μεταξύ των υποστηρικτών αυτής της άποψης είναι και ο Peter Trudgill[3], του οποίου οι ιδέες άσκησαν σημαντική επίδραση στην πορεία της κοινωνιογλωσσολογίας.  
Ειδικότερα, ο Trudgill πρεσβεύει ότι η κοινωνία ασκεί ισχυρότατες επιδράσεις στη γλώσσα και ενδεχομένως η γλώσσα επιδρά με τη σειρά της στην κοινωνία. Μάλιστα καταγράφει τρεις τρόπους με τους οποίους η κοινωνία επιδρά στο γλωσσικό φαινόμενο.
Πρώτον, θεωρεί ότι το κοινωνικό περιβάλλον αντικατοπτρίζεται στη γλώσσα και κυρίως σε λεξιλογικό επίπεδο. Ως παράδειγμα αναφέρει τις επιμέρους διαφορές των γλωσσικών συστημάτων μεταξύ των διαφόρων χωρών, οι οποίες οδηγούν σε διαφορετικές αντιλήψεις για τον κόσμο.  
Δεύτερον, υποστηρίζει ότι η κοινωνική δομή ασκεί επιδράσεις στη γλώσσα. Στηρίζει την άποψή του στο γεγονός ότι, εφόσον η κοινωνία αντανακλάται στη γλώσσα, οποιαδήποτε αλλαγή συμβεί στις κοινωνικές δομές καταγράφεται και στο γλωσσικό σύστημα.
Τρίτον, πέρα από το περιβάλλον και την κοινωνική δομή, διατείνεται ότι το αξιακό σύστημα κάθε κοινωνίας καθορίζει τη γλωσσική δομή. Ένας τρόπος με τον οποίο καθίσταται εμφανής η καταγραφή των κοινωνικών αξιών στη γλώσσα είναι η καθιέρωση σε όλες τις γλωσσικές κοινότητες των ταμπού, που σαφώς λαμβάνουν έντονες συμβολικές διαστάσεις.  
ββ) η γλωσσική δομή ως διαμορφωτής κοινωνικής δομής
Η γλωσσική δομή και/ή συμπεριφορά μπορεί να επηρεάσει ή και να καθορίσει την κοινωνική δομή. Βάσει αυτής της αρχής που είναι γνωστή ως Υπόθεση των Sapir-Whorf  (Αρχή της Γλωσσικής Σχετικότητας), η γλώσσα είναι φορέας κοσμοθεωρίας, δηλαδή με τις ποικίλες πληροφορίες και τα μηνύματα που μεταδίδει ωθεί τους ομιλητές στη διαμόρφωση μίας συγκεκριμένης αντίληψης για τον κόσμο που τους περιβάλλει. Μεταξύ των υποστηρικτών της προαναφερθείσας άποψης είναι ο Bernstein[4], ο οποίος εξέτασε τη γλώσσα ως πηγή ισχύος και ανισότητας στην κοινωνία. Ασχολήθηκε με τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης και διερεύνησε τον τρόπο με τον οποίο ένα παιδί αποκτά πολιτισμική ταυτότητα και ειδικότερα τον ρόλο της γλώσσας στην κοινωνικοποίηση και τις διαφοροποιήσεις της γλώσσας ανάλογα με το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο.   
γγ) αλληλεπίδραση γλώσσας-κοινωνίας 
Η γλωσσική και η κοινωνική συμπεριφορά βρίσκονται σε διαρκή σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης. Γλώσσα και κοινωνία σχετίζονται στενά και βρίσκονται σε μία διαρκή σχέση αλληλεξάρτησης. Από τη μία πλευρά, ο τρόπος με τον οποίο δομείται και οργανώνεται κάθε κοινωνία επιδρά και καθορίζει τη γλωσσική χρήση. Συγκεκριμένα, οι παραδόσεις και ο τρόπος ζωής που διαμορφώνει κάθε κοινωνία είναι παράγοντες καθοριστικοί, τουλάχιστον όσο και το εξωτερικό περιβάλλον.   
δδ) μη ύπαρξη σχέσης γλώσσας-κοινωνίας 
Ανάμεσα στη γλώσσα και την κοινωνία δεν υφίσταται καμία απολύτως σχέση. Πρόκειται για την προσέγγιση που δεν δέχεται οποιασδήποτε μορφής σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και την κοινωνία. Αντίθετα, εκλαμβάνει τόσο τη γλώσσα όσο και την κοινωνία ως δύο τελείως ξεχωριστές έννοιες[5]. Καθίσταται σαφές ότι η παραπάνω προσέγγιση είναι απόλυτη και γι’ αυτό στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνιογλωσσολογίας περιθωριοποιείται. Άλλωστε, ήδη τονίσαμε ότι η γλώσσα και η κοινωνία είναι αλληλένδετες έννοιες και αυτή είναι και η δική μας θέση στην οποία θεμελιώνεται η έρευνά μας, όπως επισημάνθηκε εξαρχής.  
Β) σχέση γλώσσας-κοινωνικής ταυτότητας
Η γλώσσα, όπως τονίσαμε, δεν είναι μόνο μέσο επικοινωνίας αλλά επιτελεί πλήθος λειτουργιών. Μία από τις σημαντικότερες διαστάσεις της εντοπίζεται στο ότι είναι σύμβολο ταυτότητας και υπαγωγής στην ομάδα (οποιανδήποτε μορφή κι αν λαμβάνει η ομάδα, π.χ. εθνική, θρησκευτική, πολιτική, οικογενειακή κ.λπ.), διότι η γλώσσα ως μία μορφή συμβολικής συμπεριφοράς αποτελεί κύριο και καίριο συστατικό της ταυτότητα[6]. Σαφώς η ανάγκη των ατόμων να ανήκουν κάπου και να προσδιορίσουν την ύπαρξή τους άλλοτε με πιο γενικό και άλλοτε με πιο ειδικό τρόπο, εμφανίζεται σε όλες τις κοινωνίες και εποχές. Γι’ αυτό η διαμόρφωση της ταυτότητας ξεκινά από τα πρώτα χρόνια που αποκτάμε συνείδηση.
Όπως υπογραμμίζει ο J.K. Chambers[7], η  γλώσσα είναι το κύριο μέσο, ενδεχομένως και εργαλείο, για να ενταχθούμε σε μία ομάδα.
Κατά την Andreé Tabouret-Keller[8], ο δεσμός ανάμεσα στη γλώσσα και την ταυτότητα είναι συχνά τόσο ισχυρός ώστε ένα και μόνο στοιχείο της γλώσσας αρκεί για να αναγνωρίσουμε τα μέλη των κοινωνικών ομάδων κάθε γλωσσικής κοινότητας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η γλώσσα λειτουργεί ως δείκτης της ταυτότητας. Η διαδικασία διαμόρφωσης ταυτότητας ξεκινάει από τα μεμονωμένα άτομα αλλά στην ουσία η ατομική ταυτότητα ισχυροποιείται σε συλλογική επίπεδο, δηλαδή στο πλαίσιο της ομάδας.  
Επίσης όπως τονίζει η Tabouret-Keller, εφόσον η γλώσσα αποτελεί σημαντική διάσταση κοινωνικής διαφοροποίησης, τα μέλη που ανήκουν σε μία ορισμένη ομάδα χρησιμοποιούν διάφορες στρατηγικές για να διαφοροποιηθούν γλωσσικά. Χρησιμοποιούνται ποικίλα μέσα που προσφέρει η γλώσσα προκειμένου να θέσουν διακριτά όρια ανάμεσα στη δική τους ομάδα τους και την ευρύτερη κοινωνία. Με τη γλώσσα εκφράζεται η αλληλεγγύη προς τα μέλη μίας ομάδας και δηλώνεται υπαγωγή σε αυτήν. Σε άλλες περιπτώσεις η γλώσσα χρησιμοποιείται για να αποκλειστούν οι «άλλοι», όσοι δεν ανήκουν στην ομάδα. Η χρήση της γλώσσας σηματοδοτεί την αποδοχή της «εσω-ομάδας» και την απόρριψη της «έξω-ομάδας», γιατί προέχει η αναζήτηση του διακριτού χαρακτήρα της «εσω-ομάδας»[9]. 
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ωστόσο το γεγονός ότι η στενή σχέση που υφίσταται ανάμεσα στη γλώσσα και την κοινωνική ταυτότητα του υποκειμένου ισχύει και ανάμεσα στη γλώσσα και τους λαούς.
Ο τρόπος με τον οποίο η γλώσσα συνδέεται με την ταυτότητα των λαών έγκειται, σύμφωνα με την Tabouret-Keller[10], στη θεσμική καθιέρωσή της. Η γλώσσα καθιερώνεται μέσω της νομοθεσίας και καθίσταται «πρότυπη» ποικιλία που πρέπει όλοι να χρησιμοποιούν. Υπό αυτή την έννοια, η γλώσσα λειτουργεί ως σύμβολο κάθε λαού, δεδομένου ότι κατά κανόνα εκφράζει την εθνική, θρησκευτική, πολιτική και ιδεολογική σύμπνοια των πολιτών.  
Πάντως, είναι αδιαμφισβήτητο ότι, ανεξαρτήτως των πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων που κρύβονται πίσω από τις προσπάθειες επιβολής μίας «επίσημης» γλώσσας, η ανάγκη των λαών να ενωθούν ή ακόμα και να διαφοροποιηθούν μέσω της γλώσσας αποδεικνύει περίτρανα αυτό που εξαρχής τονίσαμε ότι «η γλώσσα είναι ένα πολύμορφο και πολυλειτουργικό φαινόμενο, με έντονα συμβολικές διαστάσεις». Με τον ίδιο τρόπο ομιλητές των χαρακτηριζόμενων «στιγματισμένων» γλωσσικών μορφών, όπως είναι οι αργκό και οι γλώσσες των μειονοτικών πληθυσμών, αγωνίζονται για τη διατήρησή τους προκειμένου να μη χάσουν την «ταυτότητά» τους.
Συμπερασματικά, βάσει της στενής σχέσης γλώσσας-κοινωνίας μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τον καθοριστικό ρόλο της γλώσσας της φυλακής ως μέσο ένταξης στην μεγάλη ομάδα των κρατουμένων αλλά και στις υπο-ομάδες που δημιουργούνται στο κλειστό και περιοριστικό περιβάλλον της φυλακής, καθώς και την ανάγκη των ομιλητών αυτού του γλωσσικού κώδικα να εκφράσουν βαθύτερες σκέψεις και συναισθήματα για όσα βιώνουν εντός και εκτός φυλακής, αλλά και να επικοινωνήσουν σε αυτό το περιβάλλον που, πλέον, είναι πολυπολιτισμικό ακριβώς όπως οι σύγχρονες κοινωνίες. Το στοιχείο που διερευνούμε στην επαναληπτική μας έρευνα είναι πώς εξελίσσεται αυτός ο γλωσσικός κώδικας επικοινωνίας με την αποφυλάκιση και σε συσχετισμό με τις σημαντικές αλλαγές που συντελούνται σε όλους τους τομείς της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.




Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια