Ticker

6/recent/ticker-posts

728x90

2008: Φονική ζήλια στην Φιλοθέη

Οι κάτοικοι γύρω από το πάρκο Πικιώνη στη Φιλοθέη έβλεπαν κάθε απόγευμα το γείτονά τους, Γιάννη Κατσιλάμπρο, να βγάζει βόλτα τα δύο μικρά παιδιά του, εκείνες τις φθινοπωρινές μέρες του
2008. Ένιωθαν συμπάθεια για τον 36χρονο καθηγητή μουσικής, ο οποίος αναζητούσε εναγωνίως την σύζυγό του Παναγιώτα, που είχε να δώσει σημεία ζωής έξι ημέρες και προσπαθούσε να ξεχαστεί αφιερώνοντας χρόνο στους καρπούς του έρωτά τους. Είχε ήδη πάει με την πεθερά του στο τοπικό Αστυνομικό Τμήμα για να δηλώσει την εξαφάνισή της και δεν σταμάτησε να ρωτάει παντού, συγγενείς και φίλους μήπως την είχαν δει, περιμένοντας με αγωνία ένα καλό νέο.
Όπως είπε φανερά ταραγμένος στον αξιωματικό υπηρεσίας, το βράδυ της Τρίτης 16 Σεπτεμβρίου 2008 τσακώθηκαν μέσα στο αυτοκίνητο και εκείνη άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε στην οδό Καποδιστρίου. Από τότε δεν την ξαναείδε. Άφησε στους αστυνομικούς δύο πρόσφατες φωτογραφίες και έφυγε για το σπίτι του. Αργότερα απευθύνθηκε και στον ιδιωτικό ερευνητή Γιώργο Τσούκαλη, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τα απογεύματα πήγαινε βόλτα τα παιδιά, στο πάρκο ακριβώς απέναντι από τη μονοκατοικία τους, ελπίζοντας ότι η 35χρονη γυναίκα θα επέστρεφε κοντά του.

Οι γείτονες ήξεραν ότι οι σχέσεις ανάμεσά τους δεν ήταν όπως παλιά. Ο παράφορος έρωτας, που γεννήθηκε στη εφηβεία και ολοκληρώθηκε με τα δύο παιδιά, ηλικίας 4 χρόνων και 15 μηνών, αποτελούσε παρελθόν. Κάποια βράδια οι φωνές τους ακούγονταν σε ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο. Ο Γιάννης Κατσιλάμπρος, γιος του ομότιμου καθηγητή Παθολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαου Κατσιλάμπρου, αισθανόταν μειονεκτικά απέναντι στην Παναγιώτα. Δίδασκε στο Αρσάκειο της Εκάλης και «έντυνε» μουσικά κάποιες θεατρικές παραστάσεις, ενώ εκείνη ήταν αναγνωρισμένη πιανίστα, που είχε παίξει στις σημαντικότερες αίθουσες της Ελλάδας και είχε συμπράξει ως σολίστ με διεθνείς ορχήστρες. Όμως, παρά το γεγονός ότι επέλεξε το γάμο και την οικογένεια και όχι τις προοπτικές καριέρας στην Αμερική, η επαγγελματική της καταξίωση προκαλούσε τη ζήλια του 36χρονου καθηγητή και έμπαινε σαν «αγκάθι» στη σχέση τους.
Είχε περάσει σχεδόν μία εβδομάδα που είχε να δώσει σημεία ζωής η Παναγιώτα Μαζαράκη, όταν ένα τηλεφώνημα στην Ασφάλεια ήρθε να αλλάξει τα δεδομένα. «Ο Κατσιλάμπρος κάτι ξέρει για την εξαφάνιση της γυναίκας του», είπε ένας γείτονας του ζευγαριού και έδωσε το «στίγμα» για τις έρευνες. Ο 36χρονος καθηγητής κλήθηκε για κατάθεση. Σε λιγότερο από δύο ώρες οι αστυνομικοί είχαν όλες τις απαντήσεις και την ομολογία του ότι είχε γράψει τον επίλογο ενός φαινομενικά ευτυχισμένου γάμου, που κατέληξε σε τραγωδία… Μάλιστα τους οδήγησε στο σημείο όπου είχε θάψει την σύζυγό του, στο πάρκο, λίγα μέτρα από εκεί που έπαιζαν τα παιδιά τους κάθε απόγευμα! Είχε ρίξει τσιμέντο και από πάνω χώμα και πέτρες, για να μην αποκαλυφθεί ποτέ ο αυτοσχέδιος τάφος της!

Ο Γιάννης Κατσιλάμπρος ομολόγησε ότι χτύπησε την Παναγιώτα Μαζαράκη πάνω στον καβγά με το ηλεκτρικό σίδερο και στη συνέχεια την μετέφερε στη μπανιέρα για να την συνεφέρει, ρίχνοντας νερό στο πρόσωπό της. Όταν κατάλαβε ότι ήταν νεκρή, την τύλιξε με δύο σακούλες και ένα σεντόνι. Δοκίμασε να την θάψει πρώτα στο φρεάτιο του ασανσέρ και μετά κάτω από το σπίτι του σκύλου, στην αυλή του σπιτιού τους, αλλά δίστασε. Αργά το απόγευμα κουβάλησε το πτώμα στο αυτοκίνητό του και το πέταξε σ’ ένα κάδο σκουπιδιών στην Παιανία. Όμως λίγες ώρες αργότερα επέστρεψε, το πήρε ξανά και το μετέφερε στο πάρκο Πικιώνη, απέναντι από το σπίτι τους. Έως τα μεσάνυχτα είχε ολοκληρώσει το μακάβριο έργο του. Ο ιατροδικαστής Φίλιππος Κουτσαύτης ξετύλιξε την αλήθεια στο νεκροτομείο: Ο Κατσιλάμπρος χτύπησε τη γυναίκα του με το ηλεκτρικό σίδερο ενώ ήταν ξαπλωμένη και στην συνέχεια την έσυρε στη μπανιέρα και την έπνιξε.

Ο 36χρονος καθηγητής οδηγήθηκε στον εισαγγελέα και αφού απολογήθηκε στον ανακριτή, προφυλακίστηκε. Η δίκη του άρχισε τον Ιανουάριο του 2010 και διήρκεσε σχεδόν δύο μήνες. Μάρτυρες κατέθεσαν ότι το ζευγάρι είχε προστριβές για οικονομικά θέματα και κυρίως επειδή η γυναίκα ζητούσε την επικαρπία του σπιτιού τους, κάτι που ο κατηγορούμενος δεν ήθελε καν να συζητήσει. Ανάμεσα στους μάρτυρες υπεράσπισης ήταν και ο Διονύσης Σαββόπουλος, που για δύο χρόνια είχε τον Κατσιλάμπρο ως βοηθό ενορχηστρωτή. Τον χαρακτήρισε «συγκροτημένο και με ταλέντο» και τον παρομοίασε με ήρωα του Ντοστογιέφσκι. «Τον είχα συναντήσει στο δρόμο δύο χρόνια μετά την παραίτησή του και μου εκμυστηρεύτηκε ότι αντιμετώπιζε προβλήματα με τη γυναίκα του, ρίχνοντας το φταίξιμο στον εαυτό του», είπε στην κατάθεσή του ο γνωστός μουσικοσυνθέτης.

«Η σχέση μας ήταν προβληματική, είχαμε περιουσιακές διαφορές, αλλά δεν είχα προσχεδιάσει το έγκλημα», είπε στην απολογία του ο 36χρονος καθηγητής μουσικής, επαναλαμβάνοντας όσα είχε πει στην Ασφάλεια για τη σκηνή του φόνου: «Την χτύπησα πάνω στον καβγά με το σίδερο και την μετέφερα στη μπανιέρα για να συνέλθει. Βρέθηκα σε πανικό. Αποφάσισα να κρύψω το πτώμα για να μπορέσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Δεν σκεφτόμουν λογικά. Το ένα ψέμα έφερε το άλλο. Όμως όταν με κάλεσαν στην Ασφάλεια, είπα τα πάντα γιατί σκέφτηκα ότι δεν ήταν σωστό για εκείνη, να θεωρούν τα παιδιά της ότι τα εγκατέλειψε. Πρέπει να τιμωρηθώ, καθώς στέρησα τη ζωή από έναν άνθρωπο και τη μάνα από τα παιδιά μας». Στο άκουσμα της ετυμηγορίας του δικαστηρίου τα επιφωνήματα ικανοποίησης ακούστηκαν σε όλη την αίθουσα από τους συγγενείς της Παναγιώτας Μαζαράκη, που κρατούσαν φωτογραφίες της. Ισόβια κάθειρξη χωρίς κανένα ελαφρυντικό.
Τον Ιούνιο του 2014 έγινε η δίκη του Γιάννη Κατσιλάμπρου σε δεύτερο βαθμό στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών. «Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου. Τον μισώ, δεν αντέχω που τον βλέπω στον καθρέφτη», είπε στην απολογία του, ξεσπώντας σε λυγμούς, ενώ επέμεινε ότι ο καβγάς που προηγήθηκε τον έβγαλε εκτός ελέγχου. «Με έθιξε, έθιξε τον ανδρισμό μου. Τώρα καταλαβαίνω ότι το είπε για να με τρελάνει. Πήρε από το συρτάρι της κουζίνας το μαχαίρι και μου επιτέθηκε. Εγώ ανέβηκα στο υπνοδωμάτιο και εκείνη με ακολούθησε φωνάζοντας “θα σε σκοτώσω”. Τότε πήρα το σίδερο και τη χτύπησα στο κεφάλι. Αμέσως σηκώθηκε και μου είπε: “Τι έκανες ρε; Θα σε κλείσω για πάντα στη φυλακή!”. Τότε τη χτύπησα με γροθιά στο στήθος. Εκείνη έπεσε κι έμεινε ακίνητη. Προσπάθησα να τη συνεφέρω αλλά μάταια. Η πρώτη σκέψη μου ήταν να αυτοκτονήσω. Όμως αποφάσισα να κρύψω το πτώμα για να μπορέσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου».

Ο κατηγορούμενος απέδωσε τις συχνές προστριβές ανάμεσά τους στα οικονομικά προβλήματα και τις παράλογες απαιτήσεις της συζύγου του, η οποία, όπως ισχυρίστηκε, τον μείωνε ακόμη και μπροστά στα παιδιά. «Προτιμούσε να ξεσπάσει πάνω μου, λες και ήμουν σάκος του μποξ, παρά να λύσει το πρόβλημα».
Ο εισαγγελέας ήταν καταπέλτης, ζητώντας την καταδίκη του Γιάννη Κατσιλάμπρου σε ισόβια κάθειρξη, όπως και πρωτοδίκως. «Ο κατηγορούμενος είχε αποφασίσει να σκοτώσει την Παναγιώτα εκ των προτέρων. Δεν υπήρξε ο έντονος καυγάς που υποστηρίζει. Έφαγε μαζί της, την άφησε να ξαπλώσει και όταν εκείνη κοιμήθηκε, τη χτύπησε με το σίδερο στο πρόσωπο. Βλέποντας ότι ήταν ακόμη ζωντανή, την έσυρε στο μπάνιο και την έπνιξε. Ενήργησε με προμελετημένο δόλο και από πρόθεση».
Παρά την πρόταση του εισαγγελέα, το δικαστήριο «έσπασε» τα ισόβια, αναγνωρίζοντας στον Γιάννη Κατσιλάμπρο το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου και τον καταδίκασε σε κάθειρξη 20 ετών. Μετά από επτά χρόνια στη φυλακή, αποφυλακίστηκε με περιοριστικούς όρους το Νοέμβριο του 2015. Δημιούργησε ένα σάιτ στο διαδίκτυο, μέσα από το οποίο μοιράζεται σκέψεις, στίχους, τραγούδια αφιερωμένα στα παιδιά του, αλλά και μια συγκινητική επιστολή που απευθύνεται σ’ αυτά: «Πιστεύω ότι, παρότι ήμουν καλός και το εννοούσα, ήμουν λίγος. Λίγος και αδύναμος. Αχ, να μπορούσα να γύριζα το χρόνο πίσω, τώρα που έχω τόσο δυναμώσει, τώρα που η δύναμή μου δεν μπορεί να σας προσφέρει τίποτα… Μου λείπετε. Δεν αντέχω άλλο να ζω μακριά σας. Δεν αντέχω άλλο. ΣΑΣ ΑΓΑΠΑΩ».
Νίκος Τσέφλιος


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια