Ticker

6/recent/ticker-posts

728x90

Μία εγκληματολογική προσέγγιση στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Φόνισσα»


Η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αποτελεί κορυφαίο μυθιστόρημα, όχι μόνον για την ελληνική, αλλά και για την παγκόσμια λογοτεχνία. Είναι, επίσης, αξιοσημείωτο ότι ο
Παπαδιαμάντης στο συγκεκριμένο έργο του διεισδύει στα μύχια της γυναικείας ψυχής και μάλιστα της γυναίκας που φτάνει στα άκρα και διαπράττει το πιο φρικτό έγκλημα: την ανθρωποκτονία μικρών παιδιών.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που έχω αγαπήσει βαθιά και τολμώ να πω ότι με έχει καθορίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό, γιατί η διπλωματική μου εργασία στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Παν/μίου Αθηνών, με Επιβλέποντα τον Καθηγητή Εγκληματολογίας, κ. Γιάννη Πανούση, είχε ως κεντρικό της θέμα τη γυναικεία εγκληματικότητα και τον συσχετισμό της Φόνισσας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με πραγματικές γυναικείες ψυχο-εγκληματικές μορφές. Ήταν η πρώτη φορά που ασχολήθηκα, με την πολύτιμη καθοδήγηση και στήριξη του Καθηγητή μου, με τη σκιαγράφηση του ψυχο-εγκληματικού προφίλ μίας εμβληματικής μάλιστα μυθιστορηματικής μορφής, σε συσχετισμό με γυναίκες που εγκλημάτησαν και οι υποθέσεις τους αποτέλεσαν αντικείμενο διερεύνησης στα ΜΜΕ, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Η ερευνητική αυτή ενασχόληση, θα έλεγα ότι με οδήγησε, χρόνια μετά, στη συγγραφή του νέου, υπό έκδοση, βιβλίου μου με τίτλο «Σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ εγκληματιών που απασχόλησαν τα ελληνικά ΜΜΕ (1993-2018)».
Παράλληλα, με την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη έχω ασχοληθεί στην αρθρογραφία, στο pm με το άρθρο Συσχετισμός της Φόνισσας του Αλ. Παπαδιαμάντη με πραγματικές γυναικείες ψυχο-εγκληματικές μορφές (βλ. σχετικά “Συσχετισμός της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη με πραγματικές γυναικείες ψυχοεγκληματικές μορφές” pm) και στο blog του ΠΡΩΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ,στο άρθρο μου με τίτλο «Φόνισσα».
Επομένως, όταν πριν από μερικές εβδομάδες ο Ομ. Καθηγητής Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, κ. Αντώνης Μαγγανάς, μου έστειλε την εργασία που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματός του, με τίτλο  Πρόληψη του εγκλήματος και κοινωνική επανένταξη των αποφυλακισμένων, στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών«ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ», για το ακαδημαϊκό έτος: 2018-2019, ομολογώ ότι συγκινήθηκα, γιατί μελετώντας την μου ήρθαν στο μυαλό πολύ δημιουργικές στιγμές, έρευνας και συγγραφής. Η εργασία, υπό τον τίτλο Μια εγκληματολογική προσέγγιση στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Η Φόνισσα», εκπονήθηκε από την κ. Καρβουνιέρη – Γαλιατσάτου Μυρσίνη – Ραφαέλα.
Να επισημανθεί ότι η εγκληματική δράση της Φόνισσας αποτελεί μια ακραία μορφή ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως.  Μολονότι τα θύματά της είναι ανήλικα κοριτσάκια, η Φόνισσα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παιδοκτόνος, αφού, όπως πολλές φορές έχουμε τονίσει και στην αρθρογραφία, βάσει του Π.Κ. η παιδοκτονία είναι ένα έγκλημα που διαπράττεται μόνο από τις μητέρες και πιο συγκεκριμένα αφορά τη μητέρα που με πρόθεση σκότωσε το παιδί της κατά τον τοκετό ή μετά τον τοκετό, αλλά ενώ εξακολουθούσε ακόμη διατάραξη του οργανισμού της από τον τοκετό.
Επίσης, κατά τη σκιαγράφηση του ψυχο-εγκληματικού προφίλ της Φόνισσαςστη διπλωματική μου εργασία,  καταλήξαμε στον χαρακτηρισμό της ως “ιδεοληπτική εγκληματίας”, διότι  η Φόνισσα σκοτώνει για ιδεοληπτικούς λόγους.  Διέπεται από θρησκευτικές εμμονές, φτάνοντας στο πιο ακραίο σημείο να πιστέψει ότι λειτουργεί ως το χέρι του Θεού και σκοτώνει τα μικρά κορίτσια για να τα απαλλάξει από τα βάσανα του φίλου της. Βάσανα που στην κλειστή τοπική κοινότητα και στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινωνίας έπαιρναν τρομακτικές διαστάσεις. Υπό αυτή την έννοια,  θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δολοφονία των ανήλικων κοριτσιών λειτουργεί σε ένα συμβολικό επίπεδο για την Φόνισσα,  ασκώντας ισχυρές επιδράσεις στη δική της ψυχοσύνθεση, καθώς την “λυτρώνουν” από τα δεινά που τελικά και η ίδια πέρασε ως γυναίκα -ως κόρη και αργότερα ως σύζυγος και μητέρα- σε μια συντηρητική και κλειστή κοινωνία. 
Απαντά,  συνεπώς,  ακραία και βίαια σε μία μεγάλη κοινωνική αδικία και διαπράττει το πιο ειδεχθές έγκλημα,  σε βάρος του εαυτού της πρωτίστως και στη συνέχεια σε βάρος όλου του γυναικείου φύλου,  το οποίο θέλει να “αφανίσει” για να αναγεννηθεί ίσως από τις στάχτες του. Όπως συμπεραίνουμε, η ανάλυση της Φόνισσας είναι διεπιστημονική και γεννά φλέγοντα ερωτήματα, σε πολλαπλά επίπεδα, όπως: εγκληματολογικό, ψυχολογικό, ψυχιατρικό και κοινωνιολογικό.
Ακολούθως, παρουσιάζονται σημαντικά σημεία από την εργασία της κ. Καρβουνιέρη – Γαλιάτσου, η οποία προσέγγισε από εγκληματολογική σκοπιά το μυθιστόρημα και ανέδειξε καίριες, εγκληματολογικές πτυχές της Φόνισσας.  
Η κ. Καρβουνιέρη αναφέρεται αρχικά στη βιογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, για τον οποίο μεταξύ άλλων, σημειώνει: «Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε το Μάρτιο του 1851 στη Σκιάθο. Ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής (κόρης Αλέξανδρου Μωραϊτίδη). Από ένα δικό του, λιτό βιογραφικό σημείωμα, μαθαίνουμε τα εξής για εκείνον: Τελείωσε το Ελληνικό Σχολείο στη Σκιάθο το 1863 και το 1867 εστάλη στο Γυμνάσιο της Χαλκίδας για να ‘ακούσει’, όπως αναφέρει ο ίδιος, την α΄ και β΄ τάξη. Ολοκληρώνει την Γ΄ τάξη του Γυμνασίου στον Πειραιά, ενώ τελικά παίρνει το απολυτήριο του Γυμνασίου από τη Βαρβάκειο το 1874. Τον Ιούλιο του 1872 επισκέπτεται το Άγιο Όρος όπου και παραμένει για μερικούς μήνες. Τέλος, το 1874 εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή στην Αθήνα, από όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε και γράφει το πρώτο του λυρικό ποίημα για τη μητέρα του.
Η βαθύτατα θρησκευτική του φύση, που γίνεται αντιληπτή μέσω της ενασχόλησής του με τις αγιογραφίες αλλά κυρίως με τη γαλήνη και την αφοσίωση με την οποία ψάλλει στην εκκλησία, όπως παραθέτουν εκείνοι που τον γνώριζαν, αποτελεί το κατεξοχήν γνώρισμα του. […]
Το πρώτο του δημοσιευμένο έργο είναι το μυθιστόρημα « Η μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεολόγος». Το 1881 δημοσιεύεται στο περιοδικό «Σωτήρας» ένα θρησκευτικό ποίημα του και ακολουθεί το 1882 «Οι Έμποροι των Εθνών» στην εφημερίδα «Μη χάνεσαι», ενώ παράλληλα εργάζεται ως μεταφραστής. Αργότερα, θα ακολουθήσουν περίπου εκατό διηγήματα, τα οποία δημοσιεύονται σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Το 1884 αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες το μυθιστόρημά του, «Γυφτοπούλα», στην εφημερίδα «Ακρόπολη», ενώ στην ίδια εφημερίδα εργάζεται από το 1892 έως το 1897 ως τακτικός συνεργάτης. Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο και δημοσιεύει τη «Φόνισσα». Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται η 25ετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, στον σύλλογο «Παρνασσό», υπό την αιγίδα της Μαρίας Βοναπάρτη. Ύστερα από αυτό επιστρέφει στην πατρίδα του όπου και παραμένει ως το τέλος της ζωής του».
Σχετικά με τους πρωταγωνιστές των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, η κ. Καρβουνιέρη τονίζει ότι «είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι της ελληνικής υπαίθρου, με πρώτο άξονα τους χαρακτήρες εκείνους που ασχολούνται με τα ιερά. Παπάδες, μοναχοί, ψάλτες και καντηλανάφτες, εκείνοι που ολοκληρώνουν τη θρησκευτική φύση του συγγραφέα. Έπειτα, ακολουθούν οι δουλευτές της φύσης, που με τόση γλαφυρότητα αποδίδει ο Παπαδιαμάντης στα έργα του, είτε αυτοί βρίσκονται στη στεριά, είτε στη θάλασσα. Οι βοσκοί, οι αιπόλοι, οι γεωργοί και οι δραγάτες καθώς και οι καπετάνιοι, οι ναύτες, οι ψαράδες και οι περαματάρηδες στις θάλασσες και τα θαλασσόβρεχτα ακρογιάλια. Προχωρώντας στον τρίτο άξονα, της περιγραφής των ελληνικών ηθών, εδώ ο Παπαδιαμάντης ζωγραφίζει με μαεστρία το ‘προφίλ’ της ελληνικής υπαίθρου και των ανθρώπων που την απαρτίζουν, όπως τελωνειακούς, καφετζήδες, ραφτάδες και ‘τακτικούς’ της αστυνομίας. Σαφώς, οι τρεις άξονες αυτοί θα φάνταζαν στείροι και ‘άγευστοι’ αν δεν εμπλουτίζονταν είτε με τη διεργασία του μύθου και του φανταστικού, προς αποφόρτιση πολλές φορές της κατάστασης, είτε άλλες φορές με την αποτύπωση της αληθινά θλιβερής κατάστασης του καθημερινού βίου, στοιχείου αναπόδραστου».
Όπως αναλυτικά σημειώνει στην εισαγωγή της η κ. Καρβουνιέρη για την οικογενειακή ζωή της Φόνισσας και τον ρόλο της ως μητέρα, «η πρωταγωνίστρια του διηγήματος, η Φραγκογιαννού, ή αλλιώς Χαδούλα, χήρα του Γιάννη Φράγκου, είναι μητέρα επτά παιδιών. Έχει τέσσερα αγόρια και τρία κορίτσια, και έχει αναθρέψει τα παιδιά της μόνη ως επί το πλείστον, αφού ο άντρας της έχει πεθάνει εδώ και χρόνια. Τα παιδιά της ήταν ο Σταθαρός, ο Γιαλής (και οι δυο είχαν «μπαρκάρει» για την Αμερική), ο Μιχάλης, ή Μούρος, ή Μούτρος ή Μώρος και το τελευταίο αγόρι, ο Μητράκης. Τα κορίτσια ήταν η Δελχαρώ που ακολουθούσε μετά το πρώτο αγόρι, η Αμέρσα και τέλος η μικρότερη όλων, η Κρινιώ.
Με τα δυο πρώτα αγόρια να είναι ναυτικοί, στο διήγημα μαθαίνουμε σε μια εκτενή περιγραφή κατά της διάρκεια της ‘ενθύμησης’ της Φραγκογιαννούς, ότι ο Μώρος εκτίει 20ετή ποινή για τη δολοφονία ενός ναυτικού. Για τον τελευταίο γιο δεν γίνεται λόγος, ενώ περιορισμένο σχετικά ρόλο έχει και η μικρότερη κόρη, το Κρινιώ. Αντίθετα, συχνά γίνεται λόγος για την Αμέρσα, τη ‘γεροντοκόρη’ ή το ‘σερνικοθήλυκο’, η οποία όμως ουκ ολίγες φορές κερδίζει το σεβασμό της μητέρας της με τη στάση της ως ‘φρόνιμη’ και γενναία. Τέλος, η πρωτότοκη κόρη της Χαδούλας, η Δελχαρώ, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο ‘καταλύτης’ ο οποίος ‘αναγκάζει’ τη μητέρα της να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα της, και ταυτόχρονα την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής, που αντιμετωπίζουν όλοι όσοι έχουν κόρες και αναγκάζονται να τις αποκαταστήσουν. Η Δελχαρώ είναι εκείνη που παρουσιάζει στη μητέρα της την ‘ευκαιρία’ για ενδοσκόπηση, και ίσως και να την οδηγήσει στο μονοπάτι της χειραφέτησης και συγκρότησης της δικής της ταυτότητας, μιας ταυτότητας που δεν αποτελεί προϊόν ετεροκαθορισμού. Ως αφετηρία του ‘ταξιδιού’ αυτού λογίζεται η φροντίδα που παρέχει η Χαδούλα στην εγγονή της, τη νεογέννητη κόρη της Δελχαρώς».
Σκιαγραφώντας το προφίλ της Φόνισσας, η κ. Καρβουνιέρη υπογραμμίζει τα εξής:  Η Χαδούλα ζει σε μια εποχή κατά την οποία ισχύει σαφώς ο θεσμός της προίκας (η «Φόνισσα» δημοσιεύτηκε το 1902). Η προίκα, πέρα από το κοινωνικό βάρος που ‘κουβαλούσε’ ως θεσμός, συνιστούσε και πραγματικό δυσβάσταχτο φορτίο για τις οικογένειες που είχαν κορίτσια και επιθυμούσαν να τα παντρέψουν. Ειδικά οι οικογένειες που είχαν πολλά κορίτσια ή μόνο κορίτσια, πλήττονταν σοβαρά τόσο από τις προϋποθέσεις που όφειλαν να πληρούν αν ήθελαν να παντρέψουν τις κόρες τους, όσο και από τις συνέπειες του να μην καταφέρουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις και να καταντήσουν οι κόρες τους ‘γεροντοκόρες’.
Ζώντας, λοιπόν, σε αυτήν την εποχή της ‘αγοραπωλησίας’, όπου το να γεννιούνται κορίτσια σε μια οικογένεια θεωρούταν μεγάλο δυστύχημα και οι οικογένειες αυτών επωμίζονταν δυσβάσταχτο βάρος, συνθήκη στην οποία πολύ συχνά δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν, η Χαδούλα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα κοριτσιού που έπεσε θύμα αυτού του θεσμού, τόσο από το δικό της οικογενειακό περιβάλλον όσο και από την οικογένεια που εκείνη δημιούργησε αργότερα.
Το οικογενειακό της περιβάλλον έδρασε σύμφωνα με τις επιταγές της εποχής, σύμφωνα με τις οποίες έπρεπε να την προικίσουν προκειμένου να παντρευθεί. Από τις αναμνήσεις της ίδιας μαθαίνουμε πως ο πατέρας της ήταν καλός, συνετός και εργατικός άνθρωπος. Αντίθετα, η μητέρα της ήταν κακιά και φθονερή. Μάλιστα, ήξερε μάγια τα οποία εφάρμοζε συχνά και ήταν εκείνη που μύησε την Χαδούλα στον κόσμο των βοτάνων και των ψευτοφαρμάκων με τα οποία η Χαδούλα ενίσχυε το πολύ μικρό εισόδημα της».
Ειδικότερα, για τη σχέση της Φόνισσας με τη μητέρα της και το πώς η νοσηρότητα στη μεταξύ τους σχέση επέδρασε στη διαμόρφωση της προσωπικότητας αλλά και της ψυχοσύνθεσής της, η κ. Καρβουνιέρη αναφέρει ότι η σχέση τους «ήταν ιδιαίτερα τοξική και αποκαλύπτει πολλά για τον χαρακτήρα και των δυο. Η μητέρα της έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση της κοσμοθεωρίας της Φραγκογιαννούς για τα κορίτσια και το βάρος που επωμίζονται οι γονείς τους, αφού και η ίδια λάμβανε την ίδια μεταχείριση από τη μητέρα της. Μάλιστα, κατά τη διαδικασία της συμφωνίας της προίκας αλλά και γενικά η Χαδούλα όχι μόνο δεν έλαβε βοήθεια και υποστήριξη από τους γονείς της αλλά αντίθετα περιγράφει την όλη διαδικασία ως ‘κουκούλωμα’. Ο τρόπος με τον οποίον την προίκισαν και την πάντρεψαν είναι δηλωτικός της ανακούφισής τους και της βιασύνης τους (κυρίως της μητέρας) να την ‘ξεφορτωθούν’. Το πιο θλιβερό γεγονός ήταν ίσως ότι την προίκισαν με ένα σπίτι ετοιμόρροπο, ένα χωράφι στέρφο σε βορεινό σημείο και ένα μποστάνι ‘διαφιλονικούμενον’ με το γείτονά της. Αυτό, σε συνδυασμό με τη σκληρή στάση της μητέρας της να αποτρέπει οποιαδήποτε προσπάθεια της Χαδούλας να παρακαλέσει για ευνοϊκότερες συνθήκες στο ξεκίνημα του έγγαμου βίου της αλλά και το κρυφό κομπόδεμα που επί σειρά ετών η μητέρα της συγκέντρωνε και δε διέθεσε ποτέ ούτε ένα γρόσι (νόμισμα της εποχής) υπέρ της κόρης της, από κοινού συνομολογούν στο πόσο μόνη, ανυπεράσπιστη και παραγκωνισμένη ένιωθε η «Φόνισσα» από την ίδια της την οικογένεια».
Όσον αφορά τη μετέπειτα ζωή της Φόνισσας, ως παντρεμένης γυναίκας, η κ. Καρβουνιέρη αναλύει τις νέες αντίξοες συνθήκες, με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη, που καταδεικνύουν τον διαρκή και σκληρό αγώνα που οφείλει να δίνει κάθε γυναίκα, μέσα από τους πολλαπλούς της ρόλους, ως κόρη, ως σύζυγος και ως μητέρα:   «Ως έγγαμη νέα η Φραγκογιαννού ανέλαβε ευθύνες και υποχρεώσεις εξολοκλήρου μόνη της. Η δράση της αυτή προέκυψε από την αδυναμία του συζύγου της να αναλάβει τα καθήκοντά του στον τομέα αυτόν αφενός και αφετέρου από το θάνατό του, που επήλθε σχετικά νωρίς. Η Γιαννού λοιπόν αναγκάστηκε να δράσει τόσο ως πατέρας όσο και ως μητέρα που επιθυμεί να παντρολογήσει τα τέκνα της. Ως άντρας έπρεπε να δώσει σπίτι, αμπέλι, αγρό, ελαιώνα, να δανεισθεί μετρητά, να απευθυνθεί στον συμβολαιογράφο και να βάλει υποθήκη. Σαν γυναίκα όφειλε να κατασκευάσει ή να προμηθευθεί προίκα, όπως σεντόνια, κεντητά χιτώνια και μεταξωτά. Τέλος, ως προξενήτρα έπρεπε να βρει γαμπρό, «να τον ‘κυνηγήσει’, να τον ‘αλιεύσει’ να τον ‘ζωγρήση’», ευελπιστώντας ότι η επιλογή που θα γίνει θα είναι τουλάχιστον ανεκτή.
Στην προκειμένη περίπτωση η Χαδούλα με πολύ μεγάλη επιμονή, υπομονή και διαπραγμάτευση κατάφερε να εξασφαλίσει γαμπρό για την Δελχαρώ, ο οποίος απεδείχθη και πολύ ιδιότροπος σε ό,τι ζητούσε, αλλάζοντας και πολύ συχνά τον λόγο του. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της ενθύμησής της η Φραγκογιαννού βίωσε όλα τα άσχημα συναισθήματα της ματαίωσης και της πικρίας που χαρακτήριζαν το παρελθόν της και της επιφύλασσε το μέλλον της, με τη γέννηση και της δεύτερης εγγονής της. Μάλιστα, η σκέψη των βασάνων που προβλέπεται να περάσει η Δελχαρώ προκειμένου να παντρέψει τα δικά της κορίτσια και τη δική της ανημποριά να μπει ξανά σε αυτήν την διαδικασία για να παντρέψει και το Κρινιώ, την οδηγούν στην ταχύτερη μορφοποίηση του σχεδίου της να γλυτώσει τις οικογένειες από το βάρος των κοριτσιών τους».
Σχετικά με το πέρασμα στην πράξη, η κ. Καρβουνιέρη τονίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Το πέρασμα στην πράξη για την πρωταγωνίστρια του διηγήματος δεν ήταν εύκολο αλλά ούτε και ξαφνικό. Η χρόνια συσσώρευση συναισθημάτων θλίψης, θυμού, δυστυχίας από τη μια και η συναισθηματική, πνευματική και σωματική κούραση από μια ζωή που ουσιαστικά δε ζει για την ίδια αλλά για να υπηρετεί τους άλλους, επικεντρώνονται στη ρίζα του κακού που για εκείνη είναι το να γεννιέσαι κορίτσι σε φτωχή οικογένεια. Η εμμονή της αυτή με τις δυσκολίες που πράγματι αντιμετωπίζουν οι φτωχές οικογένειες στην προσπάθεια τους να αποκαταστήσουν τα κορίτσια τους σε συνδυασμό με τις δικές της αναμνήσεις την οδηγούν στην απόφαση πως πράττει καλό με το να σώσει τις οικογένειες αυτές από το βάρος και την ευθύνη των κοριτσιών τους. Πράγματι, ενώ στην αρχή παραδεχόταν και η ίδια πως αυτά είναι μόνο σκέψεις και πως δε θα μπορούσε να πράξει κάτι τέτοιο, όσο περισσότερο στο μυαλό της «στροβιλίζονταν» αυτές οι σκέψεις, τόσο περισσότερο «ψήλωνε ο νους της».
Στο σκεπτικό της αυτό συνέβαλαν βέβαια και οι τεχνικές εξουδετέρωσης που χρησιμοποιούσε για να προβεί ευκολότερα στο έγκλημα και να δικαιολογήσει τις πράξεις της στον εαυτό της. Πιο συγκεκριμένα, αρχίζει να εμπλέκει πολύ το θρησκευτικό στοιχείο στις αποφάσεις της, κάτι που έκανε και προτού προβεί στη δολοφονία της εγγονής της. Με αφορμή την εξιστόρηση του γεγονότος της κηδείας του κοριτσιού που προαναφέραμε, η Γιαννού οδηγείται σε μια σειρά από κλιμακούμενες εξηγήσεις του γιατί αυτό που σκέφτεται είναι το μόνο λογικό επακόλουθο και λόγω χριστιανικής πίστης. Δηλαδή, αναλογιζόμενη πως υπάρχει λόγος που οι Άγγελοι επιλέγουν να πάρουν μαζί τους από πολύ μικρή ηλικία κάποια κορίτσια, οδηγείται στο συμπέρασμα πως είναι θείο έργο ο θάνατος των κοριτσιών, προκειμένου να γλυτώσουν οι γονείς τους από τα βάσανα του μεγαλώματος τους και όσων προκύπτουν από αυτό. Έτσι, σαν «καλή χριστιανή» από τη μια οφείλει να υπακούσει στο θείο έργο που συντελείται και από την άλλη να βοηθήσει τους συνανθρώπους της που υποφέρουν μεγαλώνοντας τόσα κορίτσια. Με τον τρόπο αυτό, ησυχάζει προσωρινά τη συνείδησή της, δικαιολογώντας στον εαυτό της τις σκέψεις αλλά και τις επικείμενες πράξεις της, προκειμένου και να μπορέσει να τις φέρει εις πέρας».
Όσον αφορά την πορεία προς το τέλος, η κ.  Καρβουνιέρη επισημαίνει ότι παρατηρούμε μια κλιμάκωση στην εγκληματική δραστηριότητα της Φραγκογιαννούς, τόσο από πλευράς θυμάτων (δύο κορίτσια), γεγονός που αυξάνει από μόνο του το ρίσκο να αποκαλυφθεί, αλλά και από πλευράς της ψυχικής της μεταστροφής. Με το θεόσταλτο σημάδι που θεωρεί πως ήταν η παρουσία αυτών των δυο κοριτσιών στη στέρνα, συνεχίζει με περισσότερο σθένος να εκτελεί, όπως η ίδια νομίζει, το θεϊκό σχέδιο.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται από την κ. Καρβουνιέρη και στο έθιμο της αποφυγής του κακού, τονίζοντας ότι πρόκειται για άλλη μια «παράδοση» της εποχής, άκρως στερεοτυπική και κατ’ επέκταση δηλωτική του πλαισίου μέσα στο οποίο μεγάλωναν και ανατρέφονταν τα κορίτσια.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής της Φραγκογιαννούς στο σπίτι της Μαρούσας, μαθαίνουμε την ιστορία της Μαρούσας για την ανεπιθύμητη, εκτός γάμου εγκυμοσύνη της, καθώς και το πώς η Φραγκογιαννού ήταν η μόνη που τη βοήθησε, ενώ είχαν προσφερθεί νωρίτερα και άλλες κακεντρεχείς και φθονερές γειτόνισσες της, που τελικά την εξαπάτησαν. Σαν αφορμή για τη «παρέκκλιση» αυτή από την κανονική πορεία της ανάλυσης στέκεται το όνομα μιας εκ των γειτονισσών της Μαρούσας, η Σταμάτω. Γνωρίζοντας ήδη πως ο επαχθής θεσμός της προίκας έπληττε πάρα πολλές οικογένειες την εποχή εκείνη, και ειδικά τις φτωχές οικογένειες, πολλοί γονείς έβλεπαν τις κόρες τους σαν δυσβάσταχτο φορτίο, το οποίο εύχονταν με ανυπομονησία να ξεφορτωθούν. Εκτός αυτού, συχνά οι γονείς επιθυμούσαν αρσενικό απόγονο, προκειμένου να κρατηθεί ζωντανό το επώνυμο.
Στο πλαίσιο αυτό, υπήρχε έθιμο, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, προκειμένου να αποφύγουν τη συνεχή γέννηση κοριτσιών, να χρησιμοποιούν συγκεκριμένα ευχετικά ονόματα, τα οποία πίστευαν ότι έχουν τη δύναμη της αποφυγής του κακού. (« Η Κοινωνική θέσις της Ελληνίδος κατά τινά έθιμα του λαού»/ «Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας», Ακαδημία Αθηνών, τόμος ΚΒ’, έτη 1969-1973, Αθήνα 1973). Για παράδειγμα, στην Ήπειρο, για να σταματήσει η γέννηση κι άλλων κοριτσιών χρησιμοποιούνταν πολύ συχνά το όνομα Σταμάτω, Σταμάτα, Στασινή. Αντίστοιχα, στην Ήπειρο πάλι χρησιμοποιούνταν πολύ συχνά το όνομα Διώχνω, που προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «διώχνω», ευχόμενοι με αυτόν τον τρόπο οι γονείς να ακολουθήσει η γέννηση αγοριού. Επιπρόσθετα, στη Φθιώτιδα, δινόταν συχνά το όνομα Αγόρω ή Αγορίτσα στο κορίτσι, για να γεννηθεί το μετέπειτα παιδί αγόρι. Τέλος, στην Κυνουρία συνηθίζονταν τα ονόματα Σταμάτα, Σταματίνα, Σταματού και στον Πόντο τα κορίτσια ονομάζονταν Κανή, όνομα προερχόμενο από το κανεί (φτάνει, αρκεί), ώστε να σταματήσει επιτέλους η γέννηση θηλέων. Όλα αυτά τα έθιμα αποδεικνύουν για ακόμα μια φορά πόσο δύσκολη και άδικη ζωή αναγκάζονταν να υποστούν τα κορίτσια, ήδη από τη γέννησή τους.
Ως προς το τέλος της Φόνισσας, η κ. Καρβουνιέρη γράφει μεταξύ άλλων ότι η «Φόνισσα» βρίσκει τραγικό τέλος, «ενδεχομένως ένα τέλος ‘ιδανικό’ με βάση τα εγκλήματα που διέπραξε, ένα τέλος ποιητικό. Άλλωστε, ο Παπαδιαμάντης, βαθιά θρησκευόμενος, με τη λατρεία προς τον Θεό να διαπνέει πέρα από τον ίδιο το βίο του και τα συγγράμματά του, δεν θα μπορούσε να μην παραθέσει τη σύνδεση μεταξύ της θείας με την ανθρώπινη δικαιοσύνη.
Η Φραγκογιαννού πνίγεται, καταλήγοντας έτσι να λάβει την τιμωρία που πραγματικά της αναλογούσε. Από τη μια την κυνηγούσαν να τη συλλάβουν και προσπαθούσε να ξεφύγει, από την άλλη προσπαθούσε να φτάσει στο ναΐσκο για να εξομολογηθεί τις αμαρτίες της και να προσπαθήσει να εξιλεωθεί. Εκεί, ανάμεσα στα ελάχιστα βήματα που της απέμεναν για να περάσει στην ακτή η παλίρροια την κατάπιε, με τρόπο άγριο και αχόρταγο, σαν η ίδια η φύση να την τιμωρούσε για τα εγκλήματά της. Αν τη συλλάμβαναν, ούτε η ίδια θα ένιωθε ότι η τιμωρία που της επέβαλαν είναι η «σωστή» για όσα διέπραξε. Παρόλο που η θρησκευτική της πίστη δοκιμάστηκε αρκετές φορές με εκείνη να τη διαπλάθει και να την ερμηνεύει με τρόπο που δικαιολογούσε τα εγκλήματά της και εξουδετέρωνε τις τύψεις της, παρέμενε βαθιά θρησκευόμενη και αυτό σήμαινε πως βαθιά μέσα της γνώριζε πως δε θα μπορούσε ποτέ να εξιλεωθεί στα «μάτια του Θεού». Από την άλλη δεν θα μπορούσε μόνη της να βάλει τέλος στη ζωή της, συμπέρασμα που εξάγεται από τη μέχρι τέλους προσπάθεια της να ξεφύγει τη σύλληψη. Το γεγονός ότι προσπαθούσε μέχρι το τέλος να ξεφύγει από τις αρχές μας δείχνει πως αν δεν είχε ανακαλυφθεί η εγκληματική της δράση είναι πολύ πιθανό να συνέχιζε τις δολοφονίες, στοιχείο που μας οδηγεί ξανά στο να πιστέψουμε πως το τέλος της ήταν ολότελα μοιραίο».
Συνοψίζοντας, αποδεικνύεται η διαχρονικότητα ορισμένων θεμελιωδών αιτιών και παραγόντων εγκληματικής δράσης. Επίσης, αναδεικνύονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά ψυχο-εγκληματικών μορφών, τα οποία εμφανίζονται σε όλες τις εποχές και όλες τις κοινωνίες. Το στοιχείο, τέλος, που επιβεβαιώνεται περίτρανα είναι ότι η λογοτεχνία προσφέρει πολύτιμα μαθήματα στον ερευνητή για να εμβαθύνει σε ζητήματα που αφορούν την ανθρώπινη ψυχή και τον τρόπο που δύναται να λειτουργήσει σε οριακές  καταστάσεις.
Θα μου επιτρέψετε να σημειώσω, ολοκληρώνοντας, ότι σήμερα (5/7) είναι τα γενέθλια του Ομ. Καθηγητή Αντώνη Μαγγανά και γι’ αυτό θα ήθελα, με αυτό το θέμα από το πολύτιμο εγκληματολογικό υλικό του, να του ευχηθώ χρόνια πολλά, ευτυχισμένα και δημιουργικά! Να είναι, πάντοτε, η καρδιά του πλημμυρισμένη αγάπη για τους συνανθρώπους του και να συνεχίσει να μας καθοδηγεί στα πολυσύνθετα αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέροντα μονοπάτια της έρευνας και της επιστήμης! Τον αγαπάμε όλοι πολύ!  

της Αγγελικής Καρδαρά.


http://www.postmodern.gr






Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια