Ποιο είναι το ψυχο-εγκληματικό προφίλ της γυναίκας που προβαίνει σε διαδοχικές δολοφονίες; Τι είναι αυτό που οπλίζει το χέρι της να εγκληματήσει και μάλιστα όχι μία αλλά πολλές φορές; Σε
ποιους συνήθως στρέφει την οργή της και γιατί; Ποιες μεθόδους χρησιμοποιεί για να φτάσει στους πολλαπλούς “στόχους” της;
Τα παραπάνω ερωτήματα επιχειρώ να διερευνήσω με το σημερινό μου άρθρο. Καταγράφω πέντε περιπτώσεις γυναικών από τη διεθνή πραγματικότητα, οι οποίες έχουν διαπράξει κατά συρροή δολοφονίες και προχωρώ σε μία συγκριτική ανάλυσή τους, ώστε να συνθέσω το προφίλ της γυναίκας serial killer. Αν και πρόκειται για μια εγκληματολογική τυπολογία που δεν την συναντάμε συχνά στην ελληνική πραγματικότητα, παρουσιάζει μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον.

Μίρα Χίντλεϊ (1942-2002): Η Χίντλεϊ γεννήθηκε στο Μάντσεστερ της Αγγλίας στις 23 Ιουλίου του 1942, σε μια εργατική οικογένεια. Το οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε χαρακτηρίζεται νοσηρό. Ο πατέρας της ήταν αλκοολικός και κακοποιούσε σωματικά τόσο την ίδια, όσο και τη μητέρα της, με την οποία η Μίρα δεν είχε ποτέ στενή σχέση. Η Μίρα Χίντλεϊ ενεπλάκη στο βιασμό, τα βασανιστήρια και τις δολοφονίες μικρών παιδιών. Μαζί με το συνεργό της, Ίαν Μπρέιντι, έδρασαν τη δεκαετία του ‘60 στην περιοχή του Μάντσεστερ και αργότερα διαπιστώθηκε ότι ήταν υπεύθυνοι για τη δολοφονία 3 παιδιών, ηλικίας 10-12 και δύο εφήβων, ηλικίας 16 και 17 ετών. Η Χίντλεϊ συνελήφθη όταν η αστυνομία βρήκε αποδεικτικά στοιχεία στη βαλίτσα της, στο σταθμό του Μάντσεστερ. Ένα από αυτά ήταν μια κασέτα που είχε τραβηχτεί κατά τη διάρκεια της δολοφονίας ενός κοριτσιού, στην οποία το κορίτσι ούρλιαζε, αλλά οι δολοφόνοι της συνέχιζαν ακάθεκτοι τα βασανιστήρια… Το 2006 προβλήθηκε ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ για τη ζωή της μέσα στη φυλακή, στο οποίο η αστυνόμος Σάρα Ουίλκινσον δήλωνε πως αυτό που θυμόταν έντονα από τη Χίντλεϊ, ήταν η δίκη της, καθώς κατά τη διάρκεια της απαγγελίας των κατηγοριών η Χίντλεϊ καθόταν αμέριμνη, τρώγοντας κέικ! Η συμπεριφορά που είχε υιοθετήσει σε όλη τη διάρκεια της δίκης ήταν σοκαριστική, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν την ενδιέφερε τίποτα και ότι ήταν πολύ ικανοποιημένη με τον εαυτό της και τις αποτρόπαιες πράξεις της.




Από την ανάλυση των παραπάνω περιπτώσεων προκύπτουν αξιοσημείωτες ομοιότητες μεταξύ των θυτών κι εξάγονται σημαντικά συμπεράσματα. Οι γυναίκες αυτές εμφανίζονται αδίστακτες, χωρίς ηθικούς φραγμούς. Από τη στιγμή που σκοτώνουν διαδοχικά, φαίνεται ότι απολαμβάνουν τις πράξεις τους και δεν αισθάνονται μεταμέλεια για αυτές, δεδομένου ότι επιλέγουν να τις επαναλάβουν. Δεν πρόκειται δηλαδή για μία πράξη που έκαναν και τελείωσε, αλλά μία σχεδιασμένη και επαναλαμβανόμενη ενέργεια που αποκαλύπτει το πολυσύνθετο του ψυχισμού τους.
Όχι μόνον είναι απαθείς ως προς τον πόνο των θυμάτων τους, αλλά λαμβάνουν ικανοποίηση με τον πόνο που προκαλούν οι ίδιες ή οι συνεργοί τους, καθώς δεν δείχνουν οίκτος ή έλεος. Οι φόνοι που διαπράττουν, εκλαμβάνονται από τις ίδιες σαν ένα είδος “παιχνιδιού” που τις ωθεί στα άκρα -στο να υπερβούν τα όρια τους- και μέσω του οποίου κερδίζουν κάτι (χρήματα / το θαυμασμό συντρόφου τους / αυτοπεποίθηση / ηδονή από τον πόνο των θυμάτων). Έτσι, καταφέρνουν να κατασκευάσουν μία καινούργια εικόνα για τις ίδιες που πιστεύουν ότι τις αντιπροσωπεύει: την εικόνα της δυναμικής, ανεξάρτητης και αποφασιστικής γυναίκας που λειτουργεί σαν “θεία δύναμη” και εξοντώνει όποιον, σύμφωνα με την δική της διαστρεβλωμένη λογική, δεν «αξίζει» να ζει, ακόμα κι αν πρόκειται για παιδιά και ηλικιωμένους.
Ως προς τη μέθοδο διάπραξης των εγκλημάτων τους, σχεδιάζουν προσεκτικά και εκτελούν το σχέδιο τους με ακρίβεια. Αναγνωρίζοντας τη σωματική αδυναμία τους σε σχέση με την αντίστοιχη των ανδρών, επιλέγουν κατά κανόνα μεθόδους που μπορούν εύκολα να χρησιμοποιήσουν με δεξιοτεχνία και χωρίς να κινήσουν υποψίες τουλάχιστον από την αρχή. Γι’ αυτό συχνά καταφεύγουν στη δηλητηρίαση. Άρα, λειτουργούν εγκεφαλικά, αποδεικνύοντας ότι η τέλεση των αποτρόπαιων εγκλημάτων σημαίνει κάτι για εκείνες, δεν είναι απλώς μία τυχαία πράξη, αλλά ένα σχέδιο το οποίο «δουλεύουν» στο μυαλό τους, επιδιώκοντας την πλήρη υλοποίησή του, την επιτυχία.
Επίσης συχνά δολοφονούν άτομα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος ή προσφιλή πρόσωπα, με τα οποία έχουν στενή σχέση -φιλική ή επαγγελματική. Κύριοι στόχοι ερωτικοί σύντροφοι, παιδιά και ηλικιωμένοι.
Μέσω των φόνων που διαπράττουν οι παραπάνω γυναίκες, ουσιαστικά «σκοτώνουν» τη δική τους παιδική, τραυματική ηλικία, αναζητώντας τη «λύτρωση», την οικογένεια που στερήθηκαν και θα ήθελαν να αποκτήσουν. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετές από αυτές υπήρξαν κορίτσια από διαλυμένες οικογένειες, με τραυματικά παιδικά χρόνια. Επομένως, ενηλικιώνονται και αντιμετωπίζουν τη σκληρότητα του κόσμου με πρωτοφανή αγριότητα και μίσος. Οι «κινηματογραφικοί» φόνοι που διαπράττουν, δείχνουν ότι θέλουν να είναι το επίκεντρο της προσοχής, ίσως γιατί η προσοχή, η στοργή, η αγάπη και όλα τα τρυφερά συναισθήματα, τους έχουν λείψει στα τρυφερά χρόνια της ζωής τους.
Συνεπώς, όσο κοινότοπο κι αν ακουστεί, ο ρόλος της οικογένειας είναι πολύ σημαντικός και ένα νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον δύναται να οδηγήσει στην όξυνση μιας ψυχοπαθολογίας, ειδικά όταν δεν υπάρχει ένα υποστηρικτικό κοινωνικό περιβάλλον.
Να αναφέρω στο σημείο αυτό ότι τα εγκλήματα κατά συρροή οφείλονται σε πολυπαραγοντικά αίτια και στηρίζονται σε πληθώρα κινήτρων. Παρατηρούμε ότι αυτές οι γυναίκες άλλοτε δρουν από οικονομικά αίτια, άλλοτε από σαδιστικές τάσεις, άλλοτε από εκδίκηση και μίσος, άλλοτε από ζήλια, άλλοτε υπάρχει ένας συνδυασμό κινήτρων. Ανεξαρτήτως κινήτρου πάντως, η δράση τους είναι κοινή. Φτάνουν μέχρι τέλους, όσες φορές κι αν χρειαστεί, για να διεκδικήσουν το «θέλω» και το «εγώ» τους. Δείχνουν να θέλουν να αποδείξουν ότι δεν είναι «σκουπίδια», αλλά ότι υπάρχουν και έχουν ισχυρή προσωπικότητα. Εμφανίζονται να είναι ατρόμητες και δυναμικές, εφόσον για να επιτύχουν το σκοπό τους είναι πρόθυμες να κάνουν τα πάντα, να φτάσουν στα άκρα, να υπερβούν κάθε εμπόδιο και φραγμό.
Το πιο συγκλονιστικό στοιχείο είναι ότι συχνά εμφανίζονται με ένα «προσωπείο», με μία δράση ανθρωπιστική, κοντά στους ηλικιωμένους στα παιδιά και γενικότερα σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού. Εργάζονται σε ιδρύματα και νοσοκομεία, προσφέροντας «βοήθεια», «φροντίδα» και «αγάπη». Υποδύονται ένα ρόλο, φορούν μία «μάσκα», ενδεχομένως γιατί μέσα στη ψυχή τους πιστεύουν ότι είναι οι «άγγελοι» που λειτουργούν για ένα καλό σκοπό, έναν «εξαγνιστικό» σκοπό, τη λύτρωση της ψυχής, τόσο της δικής τους όσο και των υπολοίπων που δεν αξίζει να ζουν. Ενδεχομένως, δηλαδή, θεωρούν εαυτόν «σωτήρα» που προσφέρει έργο στην κοινωνία, απαλλάσσει το σύνολο από ανθρώπους που για συγκεκριμένους λόγους δεν θα έπρεπε να υπάρχουν.
Μεγάλη εντύπωση προκαλεί, τέλος, ότι αργούν να κινήσουν τις υποψίες των Αρχών, τόσο εξαιτίας των στερεοτύπων που επικρατούν για τις γυναίκες, όσο και λόγω της καλής οργάνωσης των πράξεων τους που επιβεβαιώνει τη δύναμη του μυαλού, την επιμονή, τη ψύχωσή τους ή όλα μαζί αυτά τα στοιχεία. Εν κατακλείδι, η ψυχοσύνθεση της γυναίκας-κατά συρροή δολοφόνου αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού για τους ειδικούς, διότι πρόκειται για καλά σχεδιασμένες πράξεις που διαπράττονται με μίσος, οργή και αγανάκτηση. Η ίδια η επανάληψη του ειδεχθούς εγκλήματος προκαλεί εντύπωση και εγείρει σημαντικά ερωτήματα.
της Αγγελικής Καρδαρά.
Τα στοιχεία για τη δράση των γυναικών έχουν αντληθεί, στο πλαίσιο έρευνάς μου για τη γυναίκα-serial killer από τις ακόλουθες ιστοσελίδες: http://www.adb.online.anu.edu.au http://www.crimecasefiles.com http://www.men24.gr http://en.wikipedia.org/wiki http://eglima.wordpress.com http://www.sigmalive.c

0 Σχόλια