Ticker

6/recent/ticker-posts

728x90

ΠΥΡΡΟΣ ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ .. ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΗΑΣ - Του Κων/νου Τζέκη

Δυστυχείς οι λαοί που έχουν ιστορία και την αγνοούν. Έλεγε το ρητό της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Θα συμπλήρωνα όχι μόνο δυστυχείς αλλά και βλάκες. Αφορμή δεν παίρνω μόνο από τις κλοπές του κρατιδίου που θέλει να σφετερισθεί την ιστορία γειτονικού του λαού, αφού έτσι και αλλιώς οι πρόγονοι του κρατιδίου αυτού βοσκούσαν τάρανδους και Βίσονες όταν οι Έλληνες είχαν ανακαλύψει τον αληθινό Θεό πριν ακόμη ενσαρκωθεί ο Θεός. Αφορμή παίρνω  και από την παράλληλη και όμοια συμπεριφορά του άλλου γείτονα μας της Αλβανίας που μετά τον Καστριώτη που τον μετονόμασε σε Σκεντέρμπεη και τον έχει εθνικό της ήρωα – πάντως δεν θα μπορούσε να τους τιμωρήσει η ιστορία σκληρότερα για την ασέβειά της αυτή αφού Σκεντέρ μπέης σημαίνει Ισκεντέρ που είναι η ονομασία του Αλέξανδρου και έτσι θέλοντας και μη επιβεβαιώνει το ελληνικό όνομα του Καστριώτη, σαν να λέμε Καστριώτης ο Έλληνας- προσπαθεί να καπηλευθεί τον Βασιλιά της Ηπείρου τον Πύρρο, ότι δήθεν είναι βασιλιάς των Μολοσσών και οι Μολοσσοί είναι Αρχαίοι Αλβανοί και δεν συμμαζεύεται.

Όμως ποιος είναι ο ηγέτης αυτός που μεσουράνησε αμέσως μετά τον Μέγα Αλέξανδρο; Ποια είναι η καταγωγή του; Ποια είναι η δράση του και τι κατόρθωσε;

Η σημαντικότερη περίοδος στην ιστορία της αρχαίας Ηπείρου είναι η περίοδος της βασιλείας του Πύρρου, μια περίοδος εξαιρετικά πολυκύμαντη λόγω της εκρηκτικής προσωπικότητας του ιδίου.

Η συμμαχία των Ηπειρωτών υπό την κυριαρχία των Μολοσσών βασιλέων, συνετέλεσε ώστε το κράτος να αποκτήσει όχι μόνο την μεγαλύτερη του έκταση, αλλά να γίνει μια από τις πρωτεύουσες δυνάμεις του κόσμου, που αναδύθηκαν από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Μολοσσοί. Λαός της αρχαιότητας που κατοικούσε στην περιοχή που εκτεινόταν από το λεκανοπέδιο της σημερινής λίμνης των Ιωαννίνων ως τα σύνορα Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Κέντρο των Μολοσσών ήταν η Δωδώνη. Βασίλευσε εκεί για πρώτη φορά ο Νεοπτόλεμος ή Πύρρος. Το κράτος των Μολοσσών έγινε πολύ ισχυρό και έφτασε σε μεγάλη ακμή κατά τον 5ο αι. π.Χ., όταν βασιλιάς ήταν ο Άδμητος. Στον πελοποννησιακό πόλεμο συμμάχησαν με τους Αθηναίους. Μετά τον πελοποννησιακό πόλεμο πρωτεύουσα έγινε η Αμβρακία. Τότε οι Μολοσσοί δημιούργησαν πολλές αποικίες και ήρθαν σε επαφή με τους Κορινθίους. Το κράτος άρχισε να παρακμάζει από το 2ο αι. π.Χ., οπότε διασπάστηκε σε άλλα μικρότερα. Το 168 π.Χ. υποδουλώθηκε στους Ρωμαίους.

Ο Πύρρος γεννήθηκε το 319, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ήταν εξάδελφός του, αφού ο πατέρας του Πύρρου, Αιακίδης και η μητέρα του Αλέξανδρου, Ολυμπιάδα, ήταν πρώτα εξαδέλφια. Ο Αιακίδης, βασιλιάς των Μολοσσών και η γυναίκα του Φθία, από επιφανή οικογένεια της Θεσσαλίας, είχαν επίσης δύο κόρες, την Δηιδάμεια και την Τρωάδα. Ο Πύρρος, μόλις δύο χρονών, φυγαδεύεται από την Ήπειρο, λόγω καθαίρεσης του πατέρα του από τους υπηκόους του. Δώδεκα χρόνων ανακτά τον θρόνο του και ύστερα από πέντε χρόνια καθαιρείται όταν απουσίαζε από το βασίλειό του και καταφεύγει στον άνδρα της αδελφής του Δηιδάμειας, Δημήτριο Πολιορκητή. Στην αποφασιστική μάχη των διαδόχων του Αλέξανδρου που έγινε στην Ιψό (σημερινό Σιψίν) το 301, ο νεαρός τότε Πύρρος πολέμησε γενναιότατα στο πλευρό του γαμβρού του. Παρά την δυσμενή έκβαση της μάχης, ο νεαρός Πύρρος δεν εγκαταλείπει τον Δημήτριο, τον ακολουθεί στην Ελλάδα και αναλαμβάνει την προστασία ορισμένων πόλεων που του εμπιστεύεται ο γαμβρός του.

Μετά τον θάνατο της Δηιδάμειας, ο Δημήτριος στέλνει όμηρο τον Πύρρο στην Αίγυπτο στην αυλή του Πτολεμαίου το 299.

Στην Αλεξάνδρεια ο Πύρρος κέρδισε την εκτίμηση του Πτολεμαίου, για τα χαρίσματά του, ψυχικά, πνευματικά και την ανδρεία του. Η επιρροή που είχε στην αυλή του Βασιλιά, συνετέλεσε στο να νυμφευθεί την Αντιγόνη, κόρη της Βασίλισσας Βενερίκης και να υποστηριχθεί από τον Πτολεμαίο πολύπλευρα, χάρη στην οποία επανέρχεται στην Ήπειρο ως συμβασιλέας το 297 και σύντομα μόνος του. Για λόγους πολιτικούς και ακολουθώντας τα χνάρια του Φιλίππου και του Αλέξανδρου, εφαρμόζει την πολυγαμία και μετά τον θάνατο της Αντιγόνης, από την οποία απέκτησε ένα γιο τον Πτολεμαίο, παντρεύεται πρώτα την Λάνασσα κόρη του Βασιλιά των Συρακουσών Αγαθοκλή που του δίνει προίκα την πόλη της Κέρκυρας, με την οποία αποκτά ένα γιο τον Αλέξανδρο και κατόπιν παντρεύεται δύο κόρες γειτόνων βαρβάρων Βασιλέων. Από τη μια θα γεννηθεί ο Έλενος.

Tο έτος 295 εκμεταλλευόμενος τις έριδες για την διαδοχή στο θρόνο της Μακεδονίας, επεμβαίνει και χωρίς να συγκρουσθεί αυξάνει σημαντικά την έκταση του κράτους του, κατακτώντας την φημισμένη Κορινθιακή αποικία Αμβρακία, την οποία ο Πύρρος κόσμησε με καλλιτεχνήματα και την κατέστησε Πρωτεύουσα του κράτους του, μέχρι την πτώση της Βασιλείας του, το 232.

*

Μαζί με την Κέρκυρα που όπως είπαμε την απέκτησε ως προίκα, το Βασίλειο του Πύρρου, περιελάμβανε τις δύο μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις του Ιονίου.

Την ίδια εποχή, το 294, ο Δημήτριος Πολιορκητής γίνεται κύριος της Μακεδονίας. Έτσι η γειτνίαση των δύο άξεστων και ικανών Βασιλιάδων θα σημάνει την έναρξη ενός  κύκλου συγκρούσεων, αφού ο θάνατος της Δηιδάμειας, ακύρωσε την συγγενική σχέση των δύο ανδρών.

Η κατάσταση παίρνει σοβαρή τροπή σε βάρος του Πύρρου, όταν η σύζυγός του Λάνασσα τον εγκαταλείπει και παντρεύεται τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, κουβαλώντας μαζί της και το προικώο της, την Κέρκυρα.  Σ’ αυτήν ο Δημήτριος εγκαθιστά αμέσως Μακεδονική φρουρά και έτσι ο Πύρρος έχει Ανατολικά και Δυτικά του τον ίδιο αντίπαλο και αισθάνεται περικυκλωμένος.

Στον συνασπισμό του Πτολεμαίου της Αιγύπτου και του Βασιλιά της Θράκης Λυσιμάχου, συμμετέχει και ο Πύρρος, στην προσπάθειά του να αποκτήσει πλεονέκτημα. Πράγματι κατορθώνει να εκδιώξει τον Δημήτριο από το μεγαλύτερο μέρος των κτήσεών του και έτσι ο Πύρρος στέφεται Βασιλιάς της Μακεδονίας και το έτος 288, γίνεται κυρίαρχος και της Θεσσαλίας και σχεδόν του μεγαλύτερου μέρους του Ελλαδικού  χώρου. Όχι όμως για πολύ αφού ο Λυσίμαχος της Θράκης με τον στρατό του και την προπαγάνδα, τον εκδιώκει από την Μακεδονία και την Θεσσαλία. Σε λίγο με στρατό και ελέφαντες ξεκινά την εκστρατεία του στη Δύση.                                                                              

Ο Πύρρος δεν ήταν αυτός που πρώτος συνέλαβε την ιδέα να κατακτήσει την Δύση. Προηγήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος, που είχε σχεδιάσει την επέκταση του Μακεδονικού Κράτους προς δυσμάς, προκειμένου να γίνει κυρίαρχος πάσης της γης. Μετά τον θάνατό του οι διάδοχοι δεν είχαν χρόνο να σκεφθούν την συνέχιση του έργου του Μ. Αλεξάνδρου, απασχολημένοι με τις διαρκείς διαμάχες μεταξύ τους.

Ο Πύρρος που θεωρούσε τον εαυτό του ότι ήταν ο διάδοχος του Μεγάλου Στρατηλάτη,  ασχολήθηκε με τα μεγαλόπνοα σχέδια κατάκτησης της Δύσης. Έστρεψε τα βλέμματά του προς την Ιταλία και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία. Οφείλουμε βέβαια να παραδεχθούμε ότι στρέφοντας την προσοχή του προς την Ιταλία, εγκατέλειψε τα σχέδια του για να ασχοληθεί εκ νέου με τον θρόνο της Μακεδονίας.

Οι Ιστορικοί παραδέχονται ότι παρά το νεαρό της ηλικίας του και τον αψύ χαρακτήρα του, δεν ρίσκαρε την ανακατάληψη του Μακεδονικού θρόνου και την επίθεσή του εναντίον του Πτολεμαίου Κεραυνού, υπολογίζοντας εκτός των άλλων και το κόστος της διάβασης της οροσειράς της Πίνδου, έναντι του εύκολου ναυτικού δρόμου προς δυσμάς, με ορμητήριό του την Κέρκυρα που μόλις είχε καταλάβει. Άλλωστε τους Μακεδόνες ελάχιστα τους εμπιστεύονταν αφού είχε πικρή εμπειρία από τις προηγούμενες επεμβάσεις του, ενώ τον προσήλκυε το δέλεαρ των πλούσιων πόλεων της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, σε συνδυασμό με την ελάχιστες και ομιχλώδεις πληροφορίες που είχε για την ισχύ της Ρώμης.

Την περίοδο αυτή, το έτος 281 π.Χ. δέχθηκε απρόσμενα την πρόσκληση των Ταραντίνων, οι οποίοι ζήτησαν την βοήθειά του.

Την εποχή εκείνη οι Ελληνικές πόλεις της Δύσης ήταν εύπορες και ο Πύρρος υπολόγιζε σοβαρά στη βοήθειά τους. Ο Πύρρος υπολόγιζε ότι μπορούσε να τις ενώσει και να τις χρησιμοποιήσει ως ορμητήριο στις ενέργειές του. Σκοπός του και όνειρό του, ήταν η κυριαρχία του ελληνισμού στη δύση και η μεταφορά του ελληνικού πολιτισμού σ’ αυτήν, παράλληλα με το έργο του Μ. Αλέξανδρου προς Ανατολάς.

Στις αρχές του 3ου αιώνα, οι Ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας ευημερούσαν, αλλά είχαν εισέλθει στο στάδιο της παρακμής. Ο Τάρας, πόλη κυρίως εμπορική ασκούσε τολμηρή πολιτική κηδεμονία σε διάφορες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας. Για να αντιμετωπίσει τις κατά καιρούς βαρβαρικές επιθέσεις, καλούσε κατά καιρούς ξένους ηγεμόνες ως συμμάχους.  Το φθινόπωρο του 282 π.Χ. εμφανίσθηκε ξαφνικά μοίρα δέκα ρωμαϊκών πλοίων στο λιμάνι του Τάραντα, παραβαίνοντας υφιστάμενη συμφωνία. Τα πλοία προφασίσθηκαν ότι πραγματοποιούσαν επίσκεψη εθιμοτυπίας, αλλά στην πραγματικότητα ο σκοπός τους ήταν η ανατροπή του καθεστώτος του Τάραντα.

 Οι Ταραντίνοι αντέδρασαν άμεσα. Επιβιβάσθηκαν στα πλοία τους και

ανοιχτά του κόλπου καταναυμάχησαν τα ρωμαϊκά πλοία.

Το επεισόδιο σήμανε συναγερμό καθώς η ενέργεια των Ρωμαίων θεωρήθηκε ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά του Τάραντα, αλλά και η ενέργεια των Ταραντίνων θεωρήθηκε από τους Ρωμαίους σκληρή απάντηση σε μια αβλαβή διέλευση των πλοίων τους.

Τα γεγονότα που επακολούθησαν έπεισαν τους Ταραντίνους ότι οι Ρωμαίοι επιδίωκαν την  κατάληψη της πόλης και από εκεί χρησιμοποιώντας το λιμάνι τους ως ορμητήριο, επιδίωκαν να καταλάβουν την Σικελία και τις ευημερούσες εκεί ελληνικές πόλεις.

Οι Ταραντίνοι δεν ζήτησαν στρατιωτική βοήθεια από τον Πύρρο, αλλά ικανό στρατηλάτη για να διευθύνει το στρατό τους. « αλλ’ ηγεμόνος έμφρονος και δόξαν έχοντος». Ο Πλούταρχος μαρτυρεί τους λόγους που οι Ταραντίνοι ζήτησαν την βοήθεια του Πύρρου. « Ταραντίνοι εβουλεύοντο ποιείσθαι Πύρρον ηγεμόνα και καλείν επί τον πόλεμον ως σχολήν άγοντα πλείστον των βασιλέων και στρατηγόν όντα δεινότατον». Βέβαια δεν μπορεί να αποκλεισθεί η άποψη ότι οι  Ταραντίνοι ζήτησαν τη βοήθεια του Πύρρου, αφού γειτνίαζε μ’ αυτούς και σε περίπτωση ανάγκης θα τους ενίσχυε με τα στρατεύματά του.

 Μόλις έφθασε το αίτημα των Ταραντίνων, ο Πύρρος κατά την πάγια συνήθεια και πρακτική των ηγετών της εποχής, ζήτησε τον χρησμό του Μαντείου της Δωδώνης και πήρε ευνοϊκή απάντηση.

«Πύρρος πέμψας ες Δωδώνην εμαντεύσατο περί της στρατείας και οι χρησμού ελθόντος, αν εις Ιταλίαν περαιωθεί, Ρωμαίους νικήσειν, συμβαλών αυτόν προς το βούλημα, δεινή γαρ εξαπατήσαι τινα επιθυμία εστίν, ουδέ το έαρ έμειναν».

 

 


_


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια