Ticker

6/recent/ticker-posts

728x90

Θεσμικά αντίβαρα και ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου - Είναι απαραίτητη;

Σε προηγούμενο άρθρο μας είχαμε αναφερθεί στην ακύρωση νόμων από τα Διοικητικά Δικαστήρια, μνημονεύοντες ακροθιγώς το θεσμό του Συνταγματικού Δικαστηρίου, σχηματισμός
ο οποίος δεν υφίσταται στην Ελληνική έννομη τάξη. «Χρέη» Συνταγματικού Δικαστηρίου (ΣΔ) ασκεί το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) του άρθρου 100 του Συντάγματος σε έκτακτη βάση, ενώ σε τακτική βάση η συνταγματικότητα των νόμων ελέγχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ). Για την έκταση της εξουσίας των συγκεκριμένων δικαστικών σχηματισμών, οράτε στο προαναφερθέν άρθρο (http://www.bloko.gr/2018/11/blog-post_439.html).
Κατ’ αρχάς τι είναι το Σύνταγμα; Ως Σύνταγμα, νοείται ο πρωταρχικός (θεμελιώδης) νόμος μιας Πολιτείας, στη βάση των οποίων καθορίζονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των πολιτών, καθώς και η λειτουργία και η οργάνωση του κράτους και των θεσμών. Κάθε κράτος, υπό την επήρεια της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία μπορεί να εκφρασθεί είτε από μια Συντακτική Εθνοσυνέλευση, είτε από ένα σώμα αντιπροσώπων (όπως η Βουλή), καθορίζει τους βασικούς κανόνες οργάνωσης και κατεύθυνσης των ιεραρχικά κατώτερων νόμων και κανονισμών, που εκ των πραγμάτων δεν γίνεται να ενσωματωθούν στο κείμενο του Συντάγματος. Στο Σύνταγμα προσδιορίζονται κατά βάση το είδος και η μορφή του πολιτεύματος, αλλά και άλλες λεπτομέρειες, όπως ο τρόπος εκλογής και η θητεία των πολιτειακών οργάνων κ.λ.π.. Κυρίως όμως, τα Συντάγματα εμπεριέχουν το διαρκές (και όχι ευκαιριακό) πνεύμα του Συνταγματικού Νομοθέτη, το οποίο καθορίζει και την κατεύθυνσή του.
Στη χώρα μας, το Σύνταγμα χαρακτηρίζεται αφ’ ενός ως ΑΥΣΤΗΡΟ, δηλαδή κάποιες διατάξεις του δεν προβλέπεται να τροποποιηθούν, ενώ κάποιες άλλες αναθεωρούνται με αυξημένες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, αφ’ ετέρου δε ως ΓΡΑΠΤΟ, δηλαδή είναι ενσωματωμένο σε ενιαίο κείμενο. Άλλα Συντάγματα, όπως π.χ. του Ηνωμένου Βασιλείου είναι ΠΡΟΦΟΡΙΚΑ και η εφαρμογή τους οφείλεται στο έθιμο, ή ΗΠΙΑ, δηλαδή την αναθεώρησή τους απαιτείται μια απλή πλειοψηφία νομοθετικού Σώματος.
Η έννοια του Συντάγματος, αποτελεί σαφώς μια ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ, όπως αναφέρει και ο Τσάτσος, η οποία ουσιαστικά σκοπό έχει να εξασφαλίσει την προστασία του αδύνατου έναντι του ισχυρού, όπως αρχικά διαμορφώθηκε στη Magna Charta Libertatum to 1215 και εν συνεχεία τη διασφάλιση της εργατικής τάξης απέναντι στην αστική. Αργότερα, στο άρθρο 16 της γαλλικής διακήρυξης των δικαιωμάτων του πολίτη και του ανθρώπου (20-8-1789), αναφέρεται ρητά ότι «Κοινωνία, στην οποία η προστασία των δικαιωμάτων δεν είναι εξασφαλισμένη, ούτε καθορισμένη η διάκριση των εξουσιών, δεν έχει Σύνταγμα». Υπενθυμίζουμε ότι οι λειτουργίες ή εξουσίες, είναι η δικαστική, η νομοθετική και η εκτελεστική, με τις τελευταίες δύο να συμπλέκονται συχνότερα από όσο η πρώτη, με τις υπόλοιπες. Στo πλαίσιo βέβαια της δημοκρατίας, είναι θεμιτή η καλώς εννοούμενη διασταύρωση των λειτουργιών, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος. Για να λειτουργήσει όμως η διάκριση των εξουσιών, θα πρέπει να υφίστανται τα λεγόμενα «θεσμικά αντίβαρα», δηλαδή μηχανισμοί οι οποίοι θα αποτρέπουν μέσω ασφαλιστικών θεσμικών δικλείδων τη γιγάντωση της μίας εξουσίας έναντι των άλλων, με κίνδυνο την παραγωγή αυθαιρεσιών και εν τέλει τη διακύβευση του πολιτεύματος.
Τέτοια θεσμικά αντίβαρα υπήρχαν παλαιότερα στη Χώρα μας, μέσω των ενισχυμένων αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ). Σ΄αυτές περιλαμβάνονταν και η λεγόμενη «δυσαρμονία» του άρθρου 41 του Συντάγματος του 1975, το οποίο προέβλεπε ότι ο ΠτΔ μπορούσε να διαλύσει τη Βουλή, αν διαπίστωνε – μετά από πρόταση του Συμβουλίου της Δημοκρατίας (καταργηθέν και αυτό), τη δυσαρμονία της κυβέρνησης με το λαϊκό αίσθημα ή αν έκρινε ότι η σύνθεση της κυβέρνησης δεν εξασφάλιζε κυβερνητικά σταθερότητα. Η διάταξη αυτή επικρίθηκε εντόνως διότι καθιστούσε τον ΠτΔ συνδιαχειριστή και κριτή της νομοθετικής εξουσίας σε υπέρμετρο βαθμό, υποδαυλίζοντας την κυβερνητική σταθερότητα και ομαλότητα. Περαιτέρω, επιχειρήματα ανέφεραν ότι ο ΠτΔ δεν εκλέγονταν απευθείας από το λαό και συνεπώς στερούνταν τη νομιμοποίηση να προβαίνει σε τέτοιες δραστικές κινήσεις. Θεσμικά αντίβαρα είναι και η ύπαρξη νομοθετικών σωμάτων όπως η Βουλή και η Γερουσία των πρώτων μετεπαναστατικών συνταγμάτων της χώρας μας, η Βουλή και ο "Οίκος των Λόρδων" (House of Lords) στην Αγγλία, η Βουλή των Αντιπροσώπων η Γερουσία στις ΗΠΑ, κ.α.
Σε άλλες χώρες, οι εξουσίες του Ανωτάτου άρχοντα (ΠτΔ ή Μονάρχη) φτάνουν μέχρι και στο δικαίωμα βέτο (αρνησικυρίας) ψηφισμένων νομοσχεδίων, κάτι που στην χώρα μας περιορίζεται στο θεσμό της «αναπομπής», η οποία βέβαια μπορεί να γίνει μόνο μια φορά από τον ΠτΔ, χωρίς ο ίδιος να έχει δικαίωμα να αρνηθεί την υπογραφή του νομοσχεδίου αν του αποσταλεί εκ νέου από τη Βουλή για υπογραφή.
Με την αποψίλωση των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ, επήλθε η γιγάντωση του πρωθυπουργικού θεσμού, ο οποίος κατέστη ο αδιαμφισβήτητος άρχων της κοινοβουλευτικής ζωής, γεγονός που αρχικά συνέβαλε στη σταθερότητα και έγινε δεκτό με αισθήματα ανακούφισης τόσο από τη κοινή γνώμη, όσο και από τους θεωρητικούς της νομικής επιστήμης, πλην, όμως, τον τελευταίο καιρό, με την είσοδο της χώρας μας στα μνημόνια και την ψήφιση σωρηδόν νομοσχεδίων, έχει εκφρασθεί η άποψη ότι η ελληνική έννομη τάξη στερείται πλέον των θεσμικών αντιβάρων που θα εγγυώνται την απρόσκοπτη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, μέσω του επαρκούς αλληλο-ελέγχου των εξουσιών.
Ως λύση στο ως άνω πρόβλημα, έχει προταθεί η σύσταση και η λειτουργία του λεγόμενου Συνταγματικού Δικαστηρίου (ΣΔ) επί μονίμου βάσεως, με τις εξής απόψεις:
α. Ο προληπτικός έλεγχος συνταγματικότητας των ΠΔ στον οποίο προβαίνει το ΣτΕ δεν επεκτείνεται και στους τυπικούς νόμους (δηλαδή αυτούς που ψηφίζονται από τη Βουλή).
β. Η μετέπειτα δοθείσα δυνατότητα αίτησης ακύρωσης στο ΣτΕ και τα λοιπά διοικητικά δικαστήρια, περιορίζεται μόνο στις διοικητικές πράξεις.
γ. Η κήρυξη τυπικού νόμου ως αντισυνταγματικού, δεν μπορεί να γίνει ευθέως, αλλά παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο ελέγχου άλλης διοικητικής πράξης και,
δ. Ακόμη, όμως, και στη περίπτωση που τυπικός νόμος κρίνεται αντισυνταγματικός, αυτός δεν εξαφανίζεται από την έννομη τάξη, απλά δεν εφαρμόζεται, εκτός αν κηρυχτεί αντισυνταγματικός νόμος από το ΑΕΔ, διαδικασία όμως που για να αχθεί ενώπιον αυτού για κρίση, πρέπει να διαφωνήσουν για τη συνταγματικότητα του νόμου δύο από τα τρία Ανώτατα Δικαστήρια, ήτοι ο Άρειος Πάγος (ΑΠ), το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) και το Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΣ).
Περαιτέρω, η κριτική που ασκείται στην υπάρχουσα διάρθρωση των δικαστηρίων και των αρμοδιοτήτων τους, αφορά στη χρονοβόρα, πράγματι, διαδικασία κρίσης ενός νόμου από το ΑΕΔ ως αντισυνταγματικού, αλλά και σε αμφίβολο αποτέλεσμα, αφού είναι γνωστό ότι σπάνια συνέβη μέχρι τώρα κάτι τέτοιο.
Τέλος δε, η μη εξαφάνιση του νόμου από την έννομη τάξη, αφήνει περιθώριο σε κρατικές αυθαιρεσίες, με την επίκληση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, δηλαδή τα ευεργετικά αποτελέσματα μιας δικαστικής απόφασης που κρίνει τυπικό νόμο αντισυνταγματικό, να τα απολαμβάνουν μόνον οι προσφεύγοντες και όχι όλοι.
΄Ετσι έχουν τα πράγματα στη σημερινή εποχή, με δεδομένο το ότι η ακύρωση τυπικών νόμων δεν ισχύει erga omnes (έναντι όλων), με την εξαίρεση του ΑΕΔ.
Αντιθέτως, η κήρυξη διοικητικών πράξεων ως αντισυνταγματικών, ισχύει έναντι όλων και η διοικητική πράξη εξαφανίζεται από την έννομη τάξη, με το status quo να επανέρχεται στην πρότερη κατάσταση, δηλαδή προ της εκδόσεως της προσβαλλόμενης πράξης.
Πάντως, διαπιστώνεται ότι η μη εξαφάνιση αντισυνταγματικού τυπικού νόμου από την έννομη τάξη, δημιουργεί εύλογες απορίες και αίσθημα μη απονομής της δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα να καθίσταται επιβεβλημένη η θέσπιση του θεσμού του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο να δύναται να γνωμοδοτεί δεσμευτικά τόσο πριν τη ψήφιση νομοσχεδίου, όσο και μετά την ψήφισή του, κατόπιν υποβολής σχετικής προσφυγής.
Προς αποφυγήν συσσώρευσης τεράστιου όγκου προσφυγών και των λεγόμενων «λαϊκών αγωγών», η προτεινόμενη λύση είναι το συγκεκριμένο Δικαστήριο, να επιλαμβάνεται αφ’ ότου έχει εκφρασθεί περί της αντισυνταγματικότητας η ολομέλεια του αρμόδιου Ανωτάτου Δικαστηρίου με απαραίτητη την υποβολή σχετικής αίτησης συγκεκριμένου (ικανού) αριθμού ενδιαφερόμενων πολιτών (οι οποίοι θα έχουν ήδη ασκήσει ένδικα βοηθήματα), ή εξ αρχής, κατόπιν αίτησης αυξημένου αριθμού Βουλευτών (έχει προταθεί από θεωρητικούς ο αριθμός των 2/5).
Έτσι, δεν θα επηρεαστεί ο υφιστάμενος διάχυτος έλεγχος συνταγματικότητας, ο οποίος θα παραμείνει, καθόσον έχει αποδειχθεί ότι ο θεσμός αυτός ενδυναμώνει το Σύνταγμα, εμπιστευόμενος την υπεράσπισή του σε μια πλειάδα Δικαστών και όχι σε ένα μικρό αριθμό ατόμων. Ο έλεγχος συνταγματικότητας από όλες τις βαθμίδες της δικαιοσύνης, προσδίδει σε αυτήν το κύρος που της περιποιεί το Σύνταγμα της χώρας μας, ως νομοφύλακα και εγγυητή των δικαιωμάτων των πολιτών, αλλά και του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο δεν πρέπει να παραγκωνίζεται από προσχηματικές προσφυγές που τελικό σκοπό δεν έχουν την εγγύηση δικαιωμάτων, αλλά την παρέλκυση της διαδικασίας προς ιδιοτελείς λόγους.
Όσον αφορά στη θητεία των μελών του, κατά την τακτική της θέσπισης θητείας αναλόγων θεσμών – θεσμικών αντιβάρων, έχει προταθεί θητεία 6 ή 7 ετών, με επικρατέστερο το δεύτερο, ώστε να υπερβαίνει τουλάχιστον μία κοινοβουλευτική θητεία των 4 ετών, αλλά όχι δεύτερη όμοια, ώστε τα μέλη του να ασκούν απρόσκοπτα τα καθήκοντά τους για 7 χρόνια, απομακρύνοντας το ενδεχόμενο αποπομπής τους από άλλες εξουσίες, εξαιτίας «μη αρεστών» αποφάσεων και να εγγυάται το αδιάβλητο της σύνθεσης του δικαστικού σχηματισμού.
Σχετικά με την επιλογή προσώπων που θα απαρτίζουν το συγκεκριμένο Δικαστήριο, είναι σαφές ότι σε αυτό θα πρέπει να μετέχουν Ανώτατοι και Ανώτεροι Δικαστικοί, με επιλογή τους μέσω ψηφοφορίας από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ή και της παράλληλης ψηφοφορίας από προέδρους δικαστηρίων όλων των βαθμίδων, για να ελαχιστοποιηθεί το ενδεχόμενο συνδιαλλαγής με άλλες εξουσίες.
Επιπλέον, στα πρότυπα του ΑΕΔ, είναι σκόπιμο να συμμετέχουν σε αυτό και ΄Ελληνες Καθηγητές Νομικής Πανεπιστημίου της ημεδαπής ή αλλοδαπής, άπαντες διαπρεπείς και εγνωσμένου κύρους. Ο συνδυασμός της συγκρότησης του σώματος του δικαστηρίου, με την αποφυγή εμπλοκής άλλων εξουσιών και συμφερόντων, αλλά και της δυνατότητας εξέτασης της συνταγματικότητας των νόμων κατόπιν παραπομπής από άλλο ανώτατο δικαστήριο (σε ολομέλεια), συνιστά σοβαρή ασφαλιστική δικλείδα για την ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας και την απρόσκοπτη άσκηση του Δικαστικού Λειτουργήματος.
Υπάρχουν και απόψεις που θεωρούν ως ορθή την ανάθεση της κρίσης της αντισυνταγματικότητας των νόμων αποκλειστικά στο ΣΔ. Όμως, έτσι θα αυξάνονταν σημαντικά η δικαστική ύλη με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους ρυθμούς και την ποιότητα της αποδιδόμενης δικαιοσύνης, θα άφηνε την κρίση περί συνταγματικότητας στα χέρια λίγων και επώνυμων Δικαστών, αντί πολλών και ανώνυμων, με επακόλουθο κίνδυνο να εγκαθιδρυθεί το λεγόμενο «κράτος δικαστών», που πολλοί απεύχονται και, τέλος, να φαλκιδευτεί ο έλεγχος συνταγματικότητας από μία συγκεκριμένη «κάστα».
Για όλους τους λόγους αυτούς, το ΣΔ θα πρέπει να λειτουργεί παράλληλα με τα υπόλοιπα δικαστήρια, να παραμείνει ο λεγόμενος διάχυτος έλεγχος συνταγματικότητας, η διαδικασία προσφυγής σε αυτό να είναι ορισμένη, η ευθυκρισία του να λαμβάνει χώρα μέσα σε σύντομες προθεσμίες και η στελέχωσή του να γίνεται με αυξημένες πλειοψηφίες, μέσα από ένα σύνολο ανθρώπων, οι οποίοι να έχουν αποδείξει στην κοινωνία την επιστημονική και ηθική επάρκειά τους.
Συνοπτικά, η πρόταση για τη λειτουργία του ΣΔ:
ΘΗΤΕΙΑ: 6 ή 7 έτη.
ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ: Ανώτατοι Δικαστικοί και διακεκριμένοι ΄Ελληνες Καθηγητές Νομικής Πανεπιστημίου ημεδαπής ή αλλοδαπής, με μονό αριθμό αριθμητικής σύνθεσης, τουλάχιστον 21 ατόμων. Ο συγκεκριμένος αριθμός των δικαστών, θα υποβοηθήσει τη διάσκεψη, την ανταλλαγή απόψεων και τον επιστημονικό διάλογο, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η δικαιότερη κρίση.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ: Από αυξημένη πλειοψηφία της Βουλής, σε συνδυασμό με πρόσωπα που θα προτείνονται αποκλειστικά από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο με/ή παράλληλη ψήφιση των υποψηφίων από προέδρους δικαστηρίων των βαθμίδων του κλάδου. Η πρόταση των υποψηφίων από μία εξουσία (δικαστική) και εκλογή τους από άλλη εξουσία (νομοθετική), εγγυάται το αδιάβλητο της διαδικασίας και τον περιορισμό μικροπολιτικών συνδιαλλαγών.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΣΕ ΑΥΤΟ:  Μόνον κατόπιν παραπομπής σε αυτό από Ολομέλεια Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατόπιν αίτησης των 2/5 της Βουλής, ή κατόπιν αίτησης διαδίκου, αφού εξαντληθούν τα ένδικα μέσα, μόνον όμως για θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος, ώστε να αποφευχθεί συσσώρευση όγκου εργασίας ή απευθείας από ενδιαφερόμενους πολίτες με έννομο συμφέρον, αφού όμως έχει ασκηθεί αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο και ο αριθμός των αιτούντων είναι ιδιαίτερα σημαντικός (ο αριθμός μπορεί να καθορίζεται με νόμο) αλλά παράλληλα να αφορά σε  ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Επίσης, να υπάρχει η δυνατότητα προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας για ψηφισμένα νομοσχέδια με αποφασιστικό χαρακτήρα.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ: Αμετάκλητες όσον αφορά στις απευθείας προσφυγές αλλά και δεσμευτικές για όλα τα δικαστήρια, κατόπιν αποστολής προδικαστικού ερωτήματος από ολομέλεια ανωτάτου δικαστηρίου. Επίσης, να επιτρέπεται και κρίση περί συνταγματικότητας συγκεκριμένων διαδικασιών στη Βουλή, των λεγομένων interna corporis, και των θεωρούμενων από τη νομολογία ως κυβερνητικών πράξεων που δεν είναι δυνατή η προσβολή τους στα δικαστήρια. Η κρίση των συγκεκριμένων πράξεων θα εξαντλείται σε έλεγχο νομιμότητας και όχι σκοπιμότητας, για να διαφυλαχθεί η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ: Μόνιμη και όχι έκτακτη.
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ:
Στον αντίποδα της ίδρυσης εξ αρχής ενός ΣΔ, το οποίο δεν θα βρίσκεται μεταξύ των βαθμίδων και δικαιοδοσιών της διοικητικής δικαιοσύνης, προτείνεται εναλλακτικά, ως λιγότερο ρηξικέλευθο, αλλά εξίσου αποδοτικό μέτρο, η απονομή των αρμοδιοτήτων του ΣΔ, όπως αυτές περιγράφηκαν παραπάνω, στην Ολομέλεια του ΣτΕ.
Δηλαδή, να διατηρηθεί ο διάχυτος έλεγχος συνταγματικότητας από όλα τα δικαστήρια, και όταν μια υπόθεση φτάνει στην Ολομέλεια του ΣτΕ, είτε λόγω παραπομπής από Τμήμα του ΣτΕ, είτε λόγω ενδίκου μέσου, είτε λόγω υποβολής προδικαστικού ερωτήματος από κατώτερο Δικαστήριο, η Ολομέλεια να συνέρχεται και να κρίνει αμετακλήτως και έναντι όλων, την αντισυνταγματικότητα ή όχι της σχετικής διάταξης, με τη δυνατότητα βέβαια να μπορεί να εξαφανίζει από την έννομη τάξη ακόμη και τυπικούς νόμους, είτε ευθέως με προσφυγή, όπως περιγράφηκε παραπάνω, είτε παρεμπιπτόντως.
Άλλωστε, το ΣτΕ έχει καταδείξει επανειλημμένως ότι είναι ο θεματοφύλακας του Συντάγματος με μια σειρά αποφάσεών του, οι οποίες εκδόθηκαν σε ταραγμένες πολιτικά συνθήκες, μην αφήνοντας – ως ώφειλε - το πολιτικό κλίμα να επηρεάσει τη κρίση του. Χρέος της Πολιτείας είναι να θωρακίσει περαιτέρω το ρόλο του, αποδίδοντάς του και εξουσίες ΣΔ.
Για την ισότητα των όπλων, όμως, θα πρέπει, είτε να καταργηθεί η διάταξη με την οποίαν οι επικεφαλής των Ανωτάτων Δικαστηρίων διορίζονται από τη Κυβέρνηση, είτε να δοθεί δυνατότητα στο ΣτΕ να μπορεί να δέχεται ως παραδεκτές αιτήσεις ακυρώσεως κατά των λεγομένων interna corporis της Βουλής και των κυβερνητικών πράξεων (υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν πριν), ώστε να υπάρχει μια θεσμική ισορροπία.-

Το παρόν άρθρο δεν διεκδικεί δάφνες επιστημοσύνης ή απολύτου ορθότητας. Επίσης, επίτηδες και χάριν συντομίας, δεν έγινε παράθεση νομικών διατάξεων, ούτε προστέθηκαν σε αυτό νομολογίες και εκτενείς απόψεις θεωρητικών, έτσι ώστε η τακτική του ρέοντος λόγου να το καταστήσει πιο εύληπτο.


Του Υπαστυνόμου Β΄ ΑΡΓΥΡΙΑΔΗ Αργυρίου - Φοιτητή επί Πτυχίω Νομικής Δ.Π.Θ.
_


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια