Ticker

6/recent/ticker-posts

728x90

Ψυχολογική, ψυχιατρική και κοινωνιολογική προσέγγιση του εγκλήματος της παιδοκτονίας - Άρθρο της Αγγελικής Καρδαρά


«Γιατί μια γυναίκα να φτάσει στο ακραίο σημείο να αφαιρέσει με τόση μεγάλη αγριότητα τη ζωή του μωρού της;» είναι το ερώτημα που ευλόγως διατυπώνεται μετά από την αποκάλυψη των δύο
εγκληματικών υποθέσεων που είδαν το φως της δημοσιότητας το πρόσφατο χρονικό διάστημα στη χώρα μας.

Ας εξετάσουμε, επομένως, πώς το έγκλημα της παιδοκτονίας προσεγγίζεται διεθνώς από ψυχολογική,  ψυχαναλυτική και κοινωνιολογική πλευρά. 

Η παιδοκτονία, βάσει της νομικής της διάστασης, είναι ένα έγκλημα, το οποίο διαπράττεται κατ' αποκλειστικότητα από γυναίκες, κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά τον τοκετό και ενώ ο οργανισμός τέλει υπό διατάραξη.  Ο νόμος δεν αναγνωρίζει τη δολοφονία ενός παιδιού από τον πατέρα ή άλλο πρόσωπο ως παιδοκτονία. 

Θα ξεκινήσω την ανάλυση υπογραμμίζοντας ότι η παιδοκτονία δεν συνιστά ένα τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός. Μια σύντομη αναδρομή στην πορεία της παγκόσμιας ιστορίας αποκαλύπτει ότι το έγκλημα της παιδοκτονίας είναι βαθιά ριζωμένο και ανάλογο με τις κοινωνίες στις οποίες συναντάται.  Μάλιστα αρκετοί μελετητές,  όπως η Nancy Scepher-Hughes (1992), θεωρούν ότι ο μύθος του προστατευτικού μητρικού ενστίκτου υπό ορισμένες συνθήκες ανταγωνίζεται το μύθο της ισχυρής και άγριας παιδοκτόνου μητέρας.  

Οι παράγοντες που οδηγούν στη διάπραξη του πιο ειδεχθούς εγκλήματος που είναι η αφαίρεση της ζωής ενός παιδιού, ποικίλουν και διαφοροποιούνται σε κάθε κοινωνία και εποχή, αλλά και σε κάθε περίπτωση. Προκειμένου να δοθεί όμως μια ολοκληρωμένη απάντηση στο φλέγον ερώτημα γιατί το έγκλημα της παιδοκτονίας εξακολουθεί να διαπράττεται μέχρι σήμερα, είναι σκόπιμο να αναζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτισμικές νόρμες έχουν διαμορφώσει τις συνθήκες για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος στην μακραίωνη πορεία της ιστορίας. 

Είναι άξιο επισημάνσεις ότι το έγκλημα της παιδοκτονίας ήταν ευρέως διαδεδομένο στους αρχαίους πολιτισμούς, όπως στους Βαβυλώνιους και Χαλδαίους.  Επίσης ήταν διαδεδομένο στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, αλλά και αργότερα απαντάται στη μεσαιωνική εβραϊκή και στην πρώιμη ιουδαϊκή και χριστιανική κοινωνία.  Με το έγκλημα αυτό η ανθρώπινη κοινωνία εξυπηρετούσε συγκεκριμένους σκοπούς. Όπως να ελέγξει τη ραγδαία πληθυσμιακή ανάπτυξη,  να εξαλείψει το στίγμα που δημιουργούσε η γέννηση άρρωστων ή/και παιδιών με αναπηρίες ή τέλος να απαλλάξει τις οικογένειες από το βαρύ «φορτίο» της γέννησης κοριτσιών που ισοδυναμούσε με την εξασφάλιση προίκας.  Μέχρι τον 19ο αιώνα ήταν πολύ κοινό το θέαμα νεκρών ή εγκαταλελειμμένων βρεφών στους δρόμους των ΗΠΑ.

Άξιο επισημάνσεως όμως ότι, μέχρι σήμερα δεν είναι γνωστός ο ακριβής αριθμός των παιδιών που πεθαίνει στα χέρια των μητέρων τους κάθε χρόνο. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στο ότι οι στατιστικές είναι ελλιπείς και αντιφατικές μεταξύ τους, αλλά και στο ότι πολλές δολοφονίες βρεφών έχουν αποδοθεί σε φυσικά ή τυχαία αίτια.

Βάσει των προαναφερθέντων διαπιστώνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις οι κοινωνικές συνθήκες δημιουργούν το κατάλληλο έδαφος ώστε να οδηγηθούν οι μητέρες στη διάπραξη του αποτρόπαιου εγκλήματος της παιδοκτονίας.  Αυτή η διαπίστωση δεν σημαίνει ασφαλώς ότι οι μητέρες που σκοτώνουν τα παιδιά τους είναι άμοιρες ευθυνών, αλλά καθιστά επιτακτική την ανάγκη να αναζητήσουν οι ειδικοί επιστήμονες τα βαθύτερα αίτια και να εξαλείψουν ή έστω να περιορίσουν τους παράγοντες εκείνους που εν δυνάμει λειτουργούν σε βάρος της ψυχοσύνθεσης των μητέρων.  

Πολλοί μελετητές διεθνώς έχουν εστιάσει το ενδιαφέρον τους στις αιτίες που ωθούν τις γυναίκες στη διάπραξη του εγκλήματος της παιδοκτονίας,  προσπαθώντας να ερμηνεύσουν την ύπαρξη ενός τόσο φρικτού εγκλήματος. Το αποτέλεσμα είναι να έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ειδικοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, οι παιδοκτονίες έχουν αποδοθεί σε βιολογικά,  ψυχιατρικά, κοινωνικά και μια σειρά άλλων αιτιών. 

Ο  de Mause σε μια σημαντική μελέτη του (1990) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επιθέσεις εναντίον παιδιών ήταν κυρίαρχες σε όλες τις κοινωνίες και όλες τις εποχές. Συνεπώς, η παιδοκτονία συνιστά ένα παγκόσμιο φαινόμενο που εμφανίζεται κατά κύριο λόγο στο ανθρώπινο είδος. Ο  de Mause στηρίχτηκε στην επιστήμη του «ιατρικού κινήτρου» που συνδυάζει τις προσεγγίσεις της ψυχοδυναμικής θεραπείας και των κοινωνικών επιστημών.  

Τόσο τα ψυχοδυναμικά,  όσο και τα ψυχιατρικά μοντέλα δίνουν έμφαση στις διαταραχές του νου που προκαλούνται στη μητέρα εξαιτίας της γέννησης του παιδιού.  Συγκεκριμένα, βάσει του βιολογικού μοντέλου η μητέρα μπορεί να παρομοιαστεί με ένα δοχείο μέσα στο οποίο ρέουν ανεξέλεγκτα ορμόνες,  οι οποίες την ωθούν πολλές φορές σε παραβατικη δράση.  Ωστόσο, η διάπραξη ενός τόσο σοβαρού εγκλήματος, όπως είναι η παιδοκτονία δεν οφείλεται μόνο στις ορμονικές διαταραχές της γυναίκας.  

Από καθαρά ψυχολογική πλευρά η μητρότητα αποτελεί ένα εξαιρετικό «όχημα» για ορισμένες γυναίκες προκειμένου να ασκήσουν τη διαστροφή τους απέναντι στο νεογέννητο, ενώ για άλλες είναι ένας τρόπος να εκδικηθούν τις ίδιες τους τις μητέρες.  Σε αυτές τις περιπτώσεις η γυναίκα αντί να στρέψει την καταστροφική της μανία στον εαυτό της ή στο πρόσωπο που της προκαλεί πραγματικό πόνο (π.χ. στη μητέρα της) κατευθύνει την εγκληματική της παρόρμηση προς τη ναρκισσιστική της προέκταση που είναι το παιδί της.  

Υπό αυτή την έννοια η λειτουργία της δολοφονίας του παιδιού αντιστοιχεί φαντασιακά,  μέσα από τη λειτουργία του καθρέπτη,  με τη λειτουργία της αυτοκτονίας. Σκοτώνοντας το κακό κομμάτι του εαυτού της, όπως αυτό προβάλλεται στο παιδί, η μητέρα ανακουφίζεσαι περιστασιακά από τις αρνητικές πλευρές της προσωπικότητας,  την ύπαρξη των οποίων αρνείται να δεχτεί.  

Η μητέρα ταυτίζεται με το εξαρτώμενο από εκείνη παιδί και διαπιστώνει ότι η αδυναμία της να ικανοποιήσει τις ανάγκες του είναι ανυπόφορη.  Η ταυτοποίηση με το παιδί είναι μια οδυνηρή κατάσταση για τη γυναίκα που την βιώνει. Τόσο η ανικανότητα να αντέξει την εξάρτηση από το παιδί, όσο και η ανάμνηση της αδυναμίας να ικανοποιηθούν οι ανάγκες της από τη δική της μητέρα, της προκαλούν έναν αδιάκοπο αγώνα ζωής και θανάτου με το παιδί της. Η μητέρα με αυτόν τον τρόπο εκλαμβάνει τις ανάγκες του παιδιού σαν επιθέσεις που απειλούν την ίδια της τη ζωή.  Συνεπώς, η δολοφονία του παιδιού είναι δολοφονία του εαυτού σε μια κατάσταση κατά την οποία η ταυτότητα της μητέρας απειλείται δραματικά από το παιδί.

Αντίθετα, σε περιπτώσεις που κρατά το μωρό αλλά στη συνέχεια το κακοποιεί, θεωρείται βάσει των αρχών της ψυχολογίας,  ότι κρατά το «αντικείμενο»  ζωντανό για να το βασανίσει,  ενώ όταν τελικά προβαίνει στο έγκλημα νιώθει ότι έχει απαλλαγεί από την εστία του πόνου της. Το έγκλημα σε αυτές τις περιπτώσεις ενδέχεται να είναι το αποτέλεσμα μιας απροσδόκητη και άγριας επίθεσης, κατά την οποία όμως η μητέρα πιθανώς δεν είχε πρόθεση τον φόνο.  

Από ψυχιατρική σκοπιά η πιο συνηθισμένη διάγνωση σε εγκλήματα που διαπράττουν μητέρες είναι η σοβαρή κατάθλιψη με ψυχωτικά χαρακτηριστικά.  Άλλη σημαντική διαγνωστική κατηγορία που σχετίζεται με την παιδοκτονία είναι η σχιζοφρένεια. Από κοινωνιολογική σκοπιά πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, όπως η φτώχια, η ανεργία και ο αποκλεισμός, δύναται να επιδράσουν δυσμενώς στην ψυχοσύνθεση μιας γυναίκας που ταυτόχρονα είναι και μητέρα.  

Σε παγκόσμια κλίμακα οι γυναίκες που σκοτώνουν τα παιδιά τους ενδέχεται να τύχουν συμπάθειας από το κοινωνικό σύνολο και ευνοϊκότερης μεταχείρισης από το δικαστήριο , εάν αποδειχθεί ότι υπέφεραν και οι ίδιες από την πράξη τους.  Αντίθετα,  γυναίκες που δολοφονούν τα παιδιά τους για θέματα εκδίκησης ή ανταπόδοσης τυγχάνουν δυσμενούς αντιμετώπισης.  Κατ' αναλογία γυναίκες που σκοτώνουν τα παιδιά άλλων θεωρούνται κατά κανόνα ως η απόλυτη ενσάρκωση του κακού (βλ. ενδεικτικά την περίπτωση της Myra Hindley).  

Συμπερασματικά, τονίζω την ανάγκη της ενημέρωσης των μαθητών και μαθητριών σχετικά με το μείζον ζήτημα της σεξουαλικής τους διαπαιδαγώγησης και ταυτόχρονα της νομικής, εγκληματολογικής και κοινωνιολογικής διάστασης που λαμβάνουν ανάλογα εγκλήματα. Επίσης, κρίνω σημαντική τη διερεύνηση του ρόλου που δύναται να διαδραματίσουν τρίτα πρόσωπα σε τόσο ειδεχθή εγκλήματα.  Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για νεαρές κοπέλες χωρίς σύντροφο τις περισσότερες φορές που, ενδεχομένως, σε ένα άλλο περιβάλλον με μια σωστή καθοδήγηση και ουσιαστική στήριξη, δεν θα επέλεγαν να θέσουν ακόμα και την ίδια τους τη ζωή και σωματική ακεραιότητα σε κίνδυνο φέρνοντας στον κόσμο το μωρό τους (σε ακραίες και εξαιρετικά επικίνδυνες και για τις ίδιες συνθήκες) και μετά να του αφαιρέσουν τη ζωή. Εδώ όμως έγκειται η έννοια της πρόληψης στο πλαίσιο της αντεγκληματικης πολιτικής και οι αρμόδιοι φορείς οφείλουν να μεριμνήσουν τόσο μέσα από εκστρατείες ενημέρωσης στα σχολεία όσο και παρέχοντας κοινωνική και ψυχολογική/ψυχιατρική στήριξη σε αυτά τα κορίτσια και τις νεαρές γυναίκες που μεγαλώνουν σε «νοσηρά» (εντός ή εκτός εισαγωγικών) περιβάλλοντα και αδυνατούν, για μια σειρά λόγων που μπορεί να αφορούν τη ψυχολογική/ψυχιατρική τους κατάσταση, όσο και κοινωνική, πνευματική τους κατάσταση, να διαχειριστούν μια τόσο δύσκολη κατάσταση και τα συναισθήματα που τους δημιουργεί.

Βιβλιογραφία

Flowers, R. B.  (1987). Woman and Criminality: the woman as victim, offender and practitioner. USA: Greenwood Press.  
Flowers, R. B.  (1995). Female Crime, Criminals and Cellmates: an exploration of female criminality and delinquency. USA: McFararland & Company.
Motz, A. (2001). The Psychology of Female Violence: crimes against the body. Hove and N. York: Brunner-Routledge.
Spinelli, M. G. (editor-2003). Infanticide: psychological and legal perspectives on mothers who kill. London, American Psychiatric Publishing: Washington DC, London. 


Η Αγγελική Καρδαρά είναι Δρ.Τμήματος ΕΜΜΕ - Φιλόλογος. Συνεργάζεται με το Πανεπιστήμιο Αθηνών στο πλαίσιο των elearning προγραμμάτων, έχοντας αναλάβει (συγγραφή και εκπαίδευση) τα εκπαιδευτικά προγράμματα «ΜΜΕ και Εγκληματικότητα: το έγκλημα ως είδηση και ως μήνυμα» και «Αστυνομικό και Δικαστικό Ρεπορτάζ» (Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος: Καθηγητής Γιάννης Πανούσης). Συνεργάζεται επίσης με το Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.), όπου είναι εισηγήτρια σεμιναριακών μαθημάτων με θεματική «Το Έγκλημα στο Αστυνομικό και Δικαστικό ρεπορτάζ». Δίδαξε δημοσιογραφία στο Κολλέγιο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας (CPJ Athens/University of Wolverhampton) στο προπτυχιακό και μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών. Από το 2013 έως το 2016 έδινε διαλέξεις στο Τμήμα ΕΜΜΕ του Παν/μίου Αθηνών, με αντικείμενο "Εγκληματολογία & ΜΜΕ". Ασχολείται με την εγκληματολογική έρευνα και τη συγγραφή.

_



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια