Ticker

6/recent/ticker-posts

728x90

Συνέντευξη με τον Πρωταγωνιστή της Τρίτης Ληστείας Τράπεζας που Έγινε Ποτέ στην Αθήνα

Είναι μεσημέρι της 19 Αυγούστου του 1977, όταν ο 26χρονος Νίκος και ο 24χρονος Θεόδωρος Τσουβαλάκης εισβάλλουν σε υποκατάστημα της Γενικής Τράπεζας, στην Πλατεία Δαβάκη 13, στη
Νίκαια. Aυτή είναι μόλις η τρίτη ληστεία τράπεζας που γίνεται στην ιστορία της σύγχρονης Αθήνας. «Σε δέκα λεπτά θα έκλεινε η τράπεζα. Στις 13:20 μπήκαν στο χολ δύο άτομα, που είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους με κάλτσες. Ο ένας βαστούσε μια χειροβομβίδα. Ο άλλος, άλλη μια και ένα πιστόλι. Μιλούσαν μεταξύ τους σπασμένα αγγλικά», θα πει ο διευθυντής της τράπεζας, Δ. Αναγνωστόπουλος.
Ο ταμίας Χρήστος Κοκώσης, από την πλευρά του, περιγράφει: «Όταν με πλησίασε ο ένας ληστής, μου έδωσε μια σακούλα νάιλον και μου είπε: “Γέμισέ τη λεφτά”. Εγώ, βλέποντας τον άλλον ληστή με το περίστροφο να με σημαδεύει, σάστισα και πήρα μια δεσμίδα των 50.000 δραχμών (σ.σ. 150 ευρώ) και του την έδωσα. “Σήκω όρθιος”, μου φώναξε. Σηκώθηκα όρθιος και αφού είπε να μην κουνηθώ καθόλου, αυτός κοιτούσε το συρτάρι του ταμείου να δει αν υπάρχουν άλλα χρήματα. Μετά, με κοίταξε και μου είπε: “Δεν θα μου δώσεις άλλα χρήματα;”. “Δεν έχω άλλα”, του είπα και γύρισε να φύγει. Εκείνη τη στιγμή, ο συνάδελφος Ζέρβας τού πέταξε ένα συνδετικό μηχάνημα. Μόλις άκουσε τον θόρυβο, εκείνος που κρατούσε το περίστροφο φοβήθηκε και με πυροβόλησε. Ευτυχώς, η σφαίρα πέρασε ξυστά από τον γλουτό μου, χτύπησε στον τοίχο και εν συνεχεία εξοστρακίστηκε πέφτοντας στο δάπεδο».


Οι υπάλληλοι της τράπεζας που δέχθηκαν την πρώτη επίθεση από τους ληστές με το περίστροφο: Σε πρώτο πλάνο, ο Α. Ζέρβας που πυροβολήθηκε από τους ληστές στα δάχτυλα του δεξιού χεριού του.
Οι δύο ληστές επιχειρούν να διαφύγουν με τα πόδια. Τους καταδιώκει ένα αυτοκίνητο της Ασφάλειας με δύο αστυνομικούς. Οι ληστές ρίχνουν τέσσερις σφαίρες εναντίον του. Ο Γεώργιος Μιρασγίδης, ένας πολίτης του οποίου την Alfa Romeo επίταξε ο αστυνομικός φρουρός της τράπεζας και με την οποία επίσης καταδίωκαν τα αδέλφια, λέει: «Μόλις τους πλησιάσαμε, ο ψηλός ληστής μάς πέταξε μια χειροβομβίδα η οποία κατέστρεψε το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου και το ακινητοποίησε. Κατεβήκαμε με τον αστυνομικό και συνεχίσαμε την καταδίωξη με τα πόδια. Όπως έτρεχαν οι ληστές μες στα στενά, σκορπούσαν γύρω τους χιλιάρικα, προφανώς για να μας καθυστερήσουν. Μετά από καταδίωξη περίπου δύο χιλιομέτρων, έφτασαν στην οδό Κρώνης και ο κοντός ληστής κοντοστάθηκε. Φοβηθήκαμε ότι θα μας ρίξει και κοντοσταθήκαμε κι εμείς. Ξαφνικά, ξεκίνησαν να τρέχουν και σε 20 μέτρα βρήκαν μια ανοιχτή πόρτα και μπήκαν σ’ ένα σπίτι».
Προσπαθώντας να μπει μέσα στο σπίτι από το παράθυρο, πυροβολείται στο στήθος. Η ζωή του σώζεται από τύχη, καθώς η σφαίρα δεν θα φτάσει μέχρι την καρδιά, αλλά θα σφηνωθεί στο πορτοφόλι του.
Στην οδό Κρέσνας 6, θα βρουν προσωρινό καταφύγιο, κρατώντας ομήρους τον Κώστα Θωμαΐδη και τη σύζυγό του Ευαγγελία, η οποία εξηγεί τι συνέβη: «Έκανα ποδόλουτρο και ξαφνικά ορμούν μέσα οι δύο νεαροί με ένα πιστόλι και χειροβομβίδες. “Πίσω, γιατί θα σε σκοτώσουμε”, μου λένε. Τρομοκρατημένη, ρώτησα τον έναν: “Γιατί, τι κάναμε παιδί μου;”. “Μη βγάζεις λέξη”, μου είπαν και πήγαν στο δωμάτιο που ήταν ξαπλωμένος ο άνδρας μου».
Το νήμα των γεγονότων πιάνει ο Κώστας Θωμαΐδης: «Εκείνη την ώρα, οι αστυνομικοί έσπασαν απ’ έξω το παράθυρο, ο ψηλός πυροβόλησε στα τυφλά και απ’ έξω ακούστηκε ένα “ωχ”». Ήταν ο αρχιφύλακας Χρήστος Τουρλουμούσης, ο οποίος έφτασε πρώτος καταδιώκοντας τους ληστές: προσπαθώντας να μπει μέσα στο σπίτι από το παράθυρο, πυροβολείται στο στήθος. Η ζωή του σώζεται από τύχη, καθώς η σφαίρα δεν θα φτάσει μέχρι την καρδιά, αλλά θα σφηνωθεί στο πορτοφόλι του.

Σκηνή που θυμίζει γκανγκστερική ταινία. Αστυνομικοί με τα περίστροφα στα χέρια τρέχουν από γωνιά σε γωνιά για να πλησιάσουν στο κρησφύγετο των ληστών / Ελεύθεροι σκοπευτές της αστυνομίας έχουν πιάσει επίκαιρες θέσεις. Αν δεν παραδοθούν οι δράστες θα τους πυροβολήσουν / Ο ληστής Θόδωρος Τσουβαλάκης (ο κοντός) προστατεύεται από τον υπαρχηγό της αστυνομίας κ. Κ. Γιαννημάρα και άλλους αστυνομικούς, όταν το πλήθος επιχειρεί να τον λιντσάρει.
«Έπεφτε άγριο πιστολίδι», συνεχίζει ο Κώστας Θωμαΐδης. «Έριχναν απ' έξω οι αστυνομικοί. Έριχναν και τα αδέλφια μέσα από το σπίτι. Κάθε τόσο, πλησίαζα σκυφτός το παράθυρο και φώναζα δυνατά, “Bρε παιδιά, μη ρίχνετε. Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι μέσα στο σπίτι”. “Μη φοβάσαι”, μου απαντούσαν από το μεγάφωνο οι αστυνομικοί. “Δεν θα πάθεις τίποτα”. Δεν φοβήθηκα», συμπληρώνει, «μπορεί να κρατούσαν χειροβομβίδα και πιστόλι στα χέρια τους, αλλά δεν τα έχασα. Αντίθετα, κάθε τόσο τους ορμήνευα να αφήσουν τα όπλα και να παραδοθούν».
«Δηλαδή, μας κυνηγούσαν να μας πιάσουν και μόλις φάγανε τη χειροβομβίδα, λένε όλο μαγκιά "Εμάς, ρε;". Ε, δεν βγάζεις άκρη. Αφού το θυμάμαι ακόμη. Η ληστεία πια είχε πάρει άλλη τροπή» - Θεόδωρος Τσουβαλάκης
Η περιπέτεια θα τελείωσε στις 15:45 με την παράδοση των δυο αδελφών, έπειτα από διαπραγματεύσεις με τις Αρχές και αφού το σπίτι της οδού Κρέσνας είχε περικυκλωθεί από 25 περιπολικά και 100 αστυνομικούς. «Δεν περιμέναμε κάτι τέτοιο από αυτούς», θα δηλώσει ο εκπρόσωπος της Αστυνομίας, μόλις εξακριβωθεί η ταυτότητα των δυο ληστών. «Σεσημασμένοι ήταν, αλλά τέτοια εγκληματικότητα δεν την περιμέναμε». Αυτή είναι η ιστορία, όπως καταγράφηκε από τις εφημερίδες της εποχής. 
Περίπου 41 χρόνια μετά, ο Θεόδωρος Τσουβαλάκης μιλάει στο VICE για εκείνη την περιπέτεια και ό,τι ακολούθησε.

Ο ληστής Νίκος Τσουβαλάκης (ο ψηλός) μόλις έχει παραδοθεί και τον κρατάνε τρεις αστυνομικοί με τα περίστροφα στα χέρια.
VICE: Ήσασταν σχεδόν οι πρώτοι ληστές τράπεζας στην Ελλάδα, μετά τον Θεόδωρο Βενάρδο. Πώς σας ήρθε η ιδέα να χτυπήσετε τράπεζα;
Θεόδωρος Τσουβαλάκης: Δουλεύαμε από μικρά παιδιά. Το Δημοτικό το βγάλαμε δουλεύοντας γκαρσόνια στα καφενεία και αργότερα στα λιπάσματα, στον Μποδοσάκη. Φεύγαμε και στα καράβια, κάποιες φορές. Ζούσαμε στο σφαγείο της εργατικής τάξης. Κάναμε μια σύγκριση και είδαμε ότι είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε δια βίου μισθωτοί εργάτες και αποφασίσαμε να πάρουμε αυτόν τον δρόμο. Η συγκεκριμένη τράπεζα ήταν στη γειτονιά μας και αργότερα μάθαμε ότι ανήκε στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Ακόμη καλύτερα, δηλαδή.
Πώς την οργανώσατε;
Είχε μπαρκάρει ο αδελφός μου, ο Νίκος και γνώρισε κάτι Παλαιστίνιους στον Λίβανο, από όπου πήρε τις χειροβομβίδες και τα όπλα. Όταν το πλοίο έπιασε Πειραιά, μου τα παρέδωσε και τα έκρυψα στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο, πάνω στο βουναλάκι.
Τι έγινε στη ληστεία;
Τότε οι ληστείες ήταν ξένες για την Ελλάδα. Πήραμε τα λεφτά και ο ταμίας πέταξε έναν συνδετήρα -άκου να δεις- στον Νίκο και ο Νίκος τον πυροβόλησε. Όχι για να τον σκοτώσει, βέβαια. Βγήκαμε έξω, αλλά είχαν πατήσει τον συναγερμό. Τότε ήταν ο συναγερμός που τον πατούσαν, δεν είχε διπλές πόρτες ασφαλείας και μαλακίες. Βγαίνουμε έξω και μας την πέφτει ο κόσμος. Κακός χαμός. Τρέχουμε και προσπαθούμε να μπλοκάρουμε τον κόσμο με τα χρήματα που τους πετάγαμε και με πυροβολισμούς. Σε κάποια φάση, φεύγει ένα Alfa Romeo και μας παίρνει από πίσω. Δεν άντεξε ο Νίκος μετά -πυροβολισμούς, πυροβολισμούς, πυροβολισμούς-, απασφαλίζει μια χειροβομβίδα και την πετάει πάνω στο καπό του αυτοκινήτου. Ακούω μια έκρηξη φοβερή και βλέπω στο Alfa Romeo να ανοίγουν οι πόρτες και να βγαίνουν αυτοί που ήταν μέσα και μας λένε: «Εμάς, ρε;». Δηλαδή, μας κυνηγούσαν να μας πιάσουν και μόλις φάγανε τη χειροβομβίδα, λένε όλο μαγκιά «Εμάς, ρε;». Ε, δεν βγάζεις άκρη. Αφού το θυμάμαι ακόμη. Η ληστεία πια είχε πάρει άλλη τροπή. Είχα κάνει και τη δήλωση τότε, «φτωχοί να κυνηγούν φτωχούς», επειδή με είχε πειράξει αυτό. Να βλέπεις κόσμο να φεύγει από τις οικοδομές που δούλευε και να μας κυνηγάει. Για ληστεία πηγαίναμε και κατέληξε σε οδομαχία και ομηρία. Δεν το περιμέναμε αυτό. Ούτε την αντίδραση του Νίκου περίμενα - μπάμπα μπούμπα. Εγώ δεν πυροβόλησα, αλλά τέτοια φόρα που είχε πάρει αυτός, δεν άφηνε κανέναν. Φαντάσου να σκότωνε και κάποιον. Αφού τα έχασα και εγώ, είπα, «Τι κάνει ο άνθρωπος;».
Πέντε χρόνια, εγώ. Μόνο για ληστεία δικάστηκα, δεν είχα πυροβολήσει. Ο αδελφός μου μάζεψε 100 χρόνια παραπάνω, μόνο για τους πυροβολισμούς.
Πώς και κατέληξε σε ομηρία, τελικά;
Περικυκλωθήκαμε και το σκεφτήκαμε ενστικτωδώς. Θα μας σκότωναν. Ήταν η μόνη λύση. Μπαίνουμε σε ένα σπίτι με τα όπλα και ήταν ένας κύριος και μια κυρία μέσα. «Δεν ενοχλούμε κανέναν. Μας κυνηγάει η Αστυνομία, θα μας σκοτώσουν», λέμε. Λιποθύμησε η κυρία και της δώσαμε πορτοκαλάδα να συνέλθει. Να φανταστείς, πυροβολούσαν απ’ έξω το σπίτι των ομήρων, για να μας σκοτώσουν. Μετά, πλάκωσε η ΥΕΝΕΔ -δυο κανάλια ήταν τότε όλα κι όλα- και μπλόκαραν και οι μπάτσοι. Οπότε ο αστυνομικός διευθυντής -ο Καραθανάσης ήταν- είπε με ένα μικρόφωνο να παραδοθούμε, σιγά-σιγά και με πλήρη ασφάλεια, παρουσία εισαγγελέα και δημοσιογράφων. Μας βάλανε να σηκώσουμε τα πουκάμισα ψηλά, επειδή είχαμε ρίξει και χειροβομβίδα, σου λέει «αυτοί μπορεί να είναι και ζωσμένοι με εκρηκτικά».

Αριστερά: Οι αστυνομικοί έτοιμοι για την τελική έφοδο, στο σπίτι όπου βρίσκονται οι ληστές μαζί με τους τρεις ηλικιωμένους ομήρους (πίσω από το ανοιχτό παράθυρο του ισογείου της γωνίας). Δεξιά: O Θ. Τσουβαλάκης, 24 χρονών, ένας από τους ληστές και κάτω ο αδερφός του Νίκος, 25 χρονών αμέσως μετά τη σύλληψή τους.
Πόσα χρόνια καθίσατε φυλακή;
Πέντε χρόνια, εγώ. Μόνο για ληστεία δικάστηκα, δεν είχα πυροβολήσει. Ο αδελφός μου μάζεψε 100 χρόνια παραπάνω, μόνο για τους πυροβολισμούς. Έξι απόπειρες ανθρωποκτονίας είχε, αν και οι πυροβολισμοί που έπεφταν ήταν για να φύγουμε, όχι για να σκοτώσει κανέναν. Ο Νίκος απέδρασε και μια φορά από τις φυλακές Κασσάνδρας, αλλά τον έπιασαν γρήγορα, μέσα σε καμιά βδομάδα, στον Πολύγυρο. Στην περιοχή της Κασσάνδρας είναι εύκολο να σε περικυκλώσουν. Ε, δεν ήμασταν και επαγγελματίες κακοποιοί, οπότε λογικό είναι να κάνεις και δέκα λάθη.
Γενικά, σκότωναν στο ξύλο. Πολλά βασανιστήρια γίνονταν στην Κέρκυρα.
Σε ποιες φυλακές πήγες;
Σχεδόν όλες τις γύρισα. Προφυλακίστηκα στον Κορυδαλλό. Εμένα με έβαλαν στη Δ' Πτέρυγα, στο πρώτο κελί δίπλα στον φύλακα και τον Νίκο στη Β', στο αντίστοιχο κελί. Ήθελαν να μας έχουν υπό έλεγχο, επειδή με τέτοια υπόθεση μας θεωρούσαν απρόβλεπτους. Λίγο μας κράτησε ο Κορυδαλλός και μας χώρισαν μετά. Με πήγαν εμένα Αίγινα και τον Νίκο Χαλκίδα. Πήγα και δυο φορές στην πειθαρχική στην Κέρκυρα.
Την πρώτη φορά, κάθισα έξι μήνες στην Κέρκυρα, που ήταν σφαγείο τότε. Εμένα δεν με πείραξαν, όμως. Πήγα μετά από μια διαμαρτυρία που κάναμε στην Αίγινα, επειδή είχε παραγίνει το χάλι εκεί με τις συνθήκες. Για φαγητό είχαμε κουνουπίδι και δυο ελιές. Με το που κλείνει η φυλακή, μας την πέφτουν και μας σαπίζουν στο ξύλο και μας στέλνουν κατευθείαν Κέρκυρα. Έξι μήνες ήμουν σε απομόνωση στην Κέρκυρα, στη Θ' Ακτίνα, εγώ και ο Κοεμτζής. Τους χωνόμουν εκεί και μου έλεγε ο Κοεμτζής, «ρε μαύρε, κάτσε ήσυχος, σκοτώνουν αυτοί». «Άντε ρε, τους κουράδες», του έλεγα εγώ. Έξι μήνες έκατσα Κέρκυρα και μετά με έστειλαν Πάτρα.


Η δεύτερη φορά που με πήγαν στην Κέρκυρα ήταν πιο επεισοδιακή. Είχα κάνει ένα τεχνητό δικαστήριο, για να ανέβω Κορυδαλλό από Αλικαρνασσό που ήμουν, επειδή δεν μου άρεσε κάτω. Είχα κάνει μια αίτηση στον Εισαγγελέα Εφετών, δήθεν για διόρθωση των πρακτικών της δίκης. Έγινε δεκτή και μου στέλνει κλήση ο εισαγγελέας να παραστώ. Ήταν το 1981, που ήταν το ΠΑΣΟΚ πάνω. Συζητούσαμε τότε διάφορα αιτήματα, με βασικό να μειωθεί η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Μόλις ανέβηκα Κορυδαλλό, ούτε διορθώσεις πρακτικών έγιναν, ούτε τίποτα - βρέθηκα σε μια βδομάδα στην Κέρκυρα. Να τι έγινε: Κλείνουμε τη Δ΄ Πτέρυγα, βάζοντας τα κρεβάτια στην κιγκλίδα και την κρατάμε έτσι για μια εβδομάδα. Έρχεται ένας καραγκιόζης από το υπουργείο και μας λέει, «Είμαι ο γενικός γραμματέας του υπουργείου και το υπουργείο δεν διαπραγματεύεται με κακοποιούς. Σε μια ώρα -μετράω από τώρα- ή την ανοίγετε ή μπαίνουν τα ΜΑΤ». Πράγματι, φέρνουν οξυγόνο και την ανοίγουν. Μας περνάν ανάμεσα από τους μπάτσους που ήταν με προτεταμένα τα ρόπαλα. Δεν μας χτύπησαν, αλλά μας έβαλαν κατευθείαν σε μια κλούβα για Κέρκυρα. Δεν έκανε ούτε στάση στη διαδρομή, μέχρι να φτάσουμε. Εκεί κάθισα 20 μέρες πειθαρχείο, σκοτάδι, να μη βλέπεις τίποτα. Τρεις μήνες έμεινα, τότε. Μετά, με πήγαν πάλι Πάτρα και μετά από λίγο καιρό Κορυδαλλό και από εκεί αποφυλακίστηκα.

Τα τέσσερα πρόσωπα της μυθιστορηματικής ληστείας. Οι δύο αδελφοί και οι όμηροί τους.
Στην Κέρκυρα γινόταν βασανιστήρια;
Κοίτα, πέντε άτομα δεν μας πείραζαν, επειδή δεν τους έπαιρνε. Γενικά, όμως, σκότωναν στο ξύλο. Πολλά βασανιστήρια γίνονταν στην Κέρκυρα.
Πότε αποφυλακίστηκες;
Εγώ αποφυλακίστηκα το 1982, με απεργία πείνας. Είχα εκτίσει τα 2/3 της ποινής μου. Είχα φάει επτά και έβγαλα τα πέντε. Ενώ δικαιούμουν υφ’ όρων απόλυση, χρειάστηκε να κάνω 20 ημέρες απεργίας πείνας, για να με αφήσουν.


vice.com
_



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια