Ticker

6/recent/ticker-posts

728x90

Τραυματισμός από εξοστρακισμό βολίδας στο πλαίσιο αστυνομικής επιχείρησης: Ευθύνη δημοσίου και ένστολου

1. Kατά την έννοια του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση γεννάται …. και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από
παραλείψεις οφειλομένων νομίμων υλικών ενεργειών αυτών, εφ’ όσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών. Εξ άλλου, ευθύνη του Δημοσίου υφίσταται, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου με σχετική πράξη ή παράλειψη οργάνου του Δημοσίου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία καθώς και εκείνα που, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και της καλής πίστεως, προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία. Ο κατά τα ανωτέρω παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξεως, παραλείψεως ή υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (Σ.τ.Ε. 2727/2003, 1413/2006).

2. Στις 10.5.2003 και περί ώρα 21.00΄, ομάδα δέκα αστυνομικών της Δ.Α.Α./ΥΔΕΖΙ/Τμήμα 2ο, διατέθηκε για την εκτέλεση υπηρεσίας και συγκεκριμένα για τον εντοπισμό και τη σύλληψη ατόμου (αλλοδαπού), το οποίο, είχε χαρακτηρισθεί ως επικίνδυνος κακοποιός, διωκόμενος δυνάμει εντάλματος σύλληψης του Ανακριτή. Για το λόγο αυτό τέθηκε υπό διακριτική και συνεχή επιτήρηση η οικία ομοεθνούς του, με τον οποίον ο πρώτος διατηρούσε, κατά πληροφορίες, προσωπική επαφή. Περί ώρα 00.30΄ της 11.5.2003 εισήλθε μαζί με δύο άλλα άτομα σε «μπαρ» στην Κυψέλη, αφού στάθμευσαν κοντά το αυτ/το τους. Μετά από λίγα λεπτά ήρθε δίκυκλη μοτοσυκλέτα, της οποίας οδηγός ήταν ο καταζητούμενος με συνεπιβάτη ομοεθνή του και εισήλθαν επίσης στο μπαρ. Η ομάδα των αστυνομικών, ύστερα από σχετική συνεννόηση με τον επόπτη, αποφάσισε να μην ενεργήσει για την σύλληψη του καταζητούμενου εντός του μπαρ προς αποφυγή καταστάσεων ομηρίας κ.λ.π., αλλά να προβεί σε επιχείρηση σύλληψης κατά την έξοδό του από το κατάστημα. Προς τούτο, τρεις από τους αστυνομικούς έλαβαν θέσεις με σκοπό να ακινητοποιήσουν τα τρία άτομα που θα κατευθύνονταν προς το αυτοκίνητο, ενώ άλλοι έξι αστυνομικοί έλαβαν θέσεις γύρω από τη μοτοσυκλέτα, σκοπεύοντας να αιφνιδιάσουν και να συλλάβουν τον καταζητούμενο, ενώ θα επιχειρούσε να επιβιβασθεί. Ακολούθως, περί ώρα 00.50΄ οι πέντε αλλοδαποί εξήλθαν από το μπαρ και αφού συνομίλησαν στην είσοδο, οι τρεις κατευθύνθηκαν προς το αυτ/το, πριν όμως φθάσουν σε αυτό οι δύο ακινητοποιήθηκαν από τους αστυνομικούς, ενώ ο τρίτος κατόρθωσε να διαφύγει τρέχοντας και φωνάζοντας δυνατά «POLIZIA». Οι άλλοι δύο αλλοδαποί, ο ένας από τους οποίους ήταν ο καταζητούμενος, κατευθύνονταν προς τη μοτοσυκλέτα, όταν ακούγοντας τη φωνή του ομοεθνούς τους, σταμάτησαν και κοίταξαν ανήσυχοι, πλην στο άκουσμα «Αστυνομία ακίνητοι» και αφού αντιλήφθηκαν ότι κινούνταν οι αστυνομικοί προς το μέρος τους για να τους συλλάβουν, τράπηκαν σε φυγή και έβγαλαν τα όπλα που έφεραν μαζί τους και άρχισαν να πυροβολούν εναντίον των αστυνομικών. Οι τελευταίοι, στην προσπάθειά τους να αμυνθούν και να αποτρέψουν τον άμεσο κίνδυνο ζωής που διέτρεχαν και αφού βεβαιώθηκαν ότι στο δρόμο δεν κυκλοφορούσαν πολίτες, γεγονός που προέκυψε και από τις καταθέσεις, ανταπέδωσαν τα πυρά με αποτέλεσμα να τραυματιστεί θανάσιμα ο αλλοδαπός που έπεσε επί του πεζοδρομίου, ενώ ο καταζητούμενος διέφυγε, εξακολουθώντας να πυροβολεί, οπότε οι αστυνομικοί έπαυσαν την καταδίωξή του, αφού επί της οδού διαφυγής κυκλοφορούσαν πολίτες και έπρεπε να αποφευχθούν επικίνδυνες καταστάσεις για τη ζωή τους. Από τα πυρά των αλλοδαπών τραυματίστηκαν δύο αστυνομικοί. Κατά το χρονικό διάστημα που ήταν σε εξέλιξη η αστυνομική επιχείρηση, γυναίκα, η οποία είχε εξέλθει με τρεις φίλους της από την οικία της, ευρισκόμενη σε απόσταση περίπου 70 μέτρων από το σημείο της συμπλοκής, επλήγη από τον εξοστρακισμό βολίδας που είχε ριφθεί από το όπλο αστυνομικού με αποτέλεσμα να υποστεί συντριπτικό κάταγμα του αριστερού αγκώνα, που προκάλεσε μόνιμη αναπηρία 54%. Το Δημόσιο υποστήριξε στο Δικαστήριο, ότι η ανωτέρω συμπεριφορά του αστυνομικού δεν στοιχειοθετούσε ευθύνη προς αποζημίωση, διότι περιορίσθηκε αποκλειστικά στην εκτέλεση των καθηκόντων του και ενήργησε εντός των προδιαγεγραμμένων πλαισίων των νόμων και των κανονισμών. Ο αστυνομικός ισχυρίσθηκε ότι αναγκάσθηκε να κάνει χρήση του υπηρεσιακού όπλου του, ευρισκόμενος υπό την απειλή του καταζητούμενου κακοποιού, προκειμένου να αντιμετωπίσει την εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει ο ίδιος και οι συνάδελφοί του.

3. Με τα δεδομένα αυτά, το Διοικ. Πρωτ. Αθηνών με την 7756/2005 απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά του αστυνομικού που εφέρετο ως προσωπικώς υπεύθυνος για την προκληθείσα στην παθούσα ζημία, με την αιτιολογία ότι η διαφορά κατά το μέρος τούτο ως ιδιωτική υπαγόταν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και ως αβάσιμη καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά του Δημοσίου, δεδομένου ότι δεν συνέτρεχαν, κατά την κρίση του, οι κατά νόμον προϋποθέσεις του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. Κατέληξε δε σ’ αυτήν την απορριπτική κατ’ ουσία κρίση, διότι δέχθηκε ότι η ενέργεια του αστυνομικού οργάνου, δηλαδή ο τραυματισμός από τον εξοστρακισμό βολίδας που είχε ριφθεί από το υπηρεσιακό όπλο του, έλαβε χώρα υπό καθεστώς άμυνάς του, εντεύθεν δε υπό συνθήκες ανωτέρας βίας που αίρουν τον παράνομο χαρακτήρα της πράξεώς του, εφόσον βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία για την σύλληψη καταζητούμενου ατόμου και έπρεπε να αποτρέψει τον άμεσο κίνδυνο της ζωής του που διέτρεξε από την επίθεση που δέχθηκε από τον κακοποιό.

4. Κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η παθούσα άσκησε έφεση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα αστυνομικά όργανα δεν επέδειξαν παράνομη συμπεριφορά, αφού ενήργησαν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την προβαλλόμενη από μέρους του κακοποιού αντίσταση, κατά τον καταλληλότερο τρόπο μέσα στα όρια της νόμιμης διοικητικής δράσης τους, δηλαδή της διαφύλαξης της κοινωνικής γαλήνης και ηρεμίας και της προστασίας των πολιτών, δεδομένου ότι όλες οι επιμέρους ενέργειές τους, όπως και αυτή της ανταπόδοσης πυρών, που είχαν ως συνέπεια τον τραυματισμό της γυναίκας από την εξοστρακισθείσα βολίδα του όπλου του, έγιναν αποκλειστικά μέσα στα πλαίσια της διακριτικής τους ευχέρειας που έχουν για να αντιμετωπίσουν τις εκάστοτε προκύπτουσες συνθήκες. Και τούτο, διότι, ειδικότερα, η εν λόγω ενέργεια δεν μπορούσε να αποτραπεί, έστω και αν ο αστυνομικός επιδείκνυε άκρα επιμέλεια και σύνεση, εφόσον η χρήση από μέρους του υπηρεσιακού όπλου του στη συγκεκριμένη περίπτωση όχι μόνο δεν συνιστούσε υπερβολικό μέτρο σε σχέση με το είδος της απειλούμενης βλάβης και την επικινδυνότητα της απειλής, που στρεφόταν ευθέως και αναπόφευκτα κατά της ζωής του ίδιου και των συναδέλφων του, αλλά επιβαλλόταν, ως το πλέον πρόσφορο, ενόψει των εξαιρετικά ιδιαζουσών συνθηκών υπό τις οποίες εξελίχθηκε η αστυνομική επιχείρηση και κυρίως του ότι η απειλή προερχόταν από άτομα επικίνδυνα και οπλισμένα που στόχευαν στην εξουδετέρωση με κάθε τρόπο, ακόμη και με θανάτωση των αστυνομικών οργάνων προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη. Επομένως, ο απειλούμενος αστυνομικός δεν είχε άλλο τρόπο για να αμυνθεί και να αντιμετωπίσει την εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει ο ίδιος και οι συνάδελφοί του, παρά μόνον να κάνει και αυτός χρήση του όπλου του, αφού βεβαιώθηκε ότι στο οπτικό πεδίο που ήλεγχε, δεν διερχόταν κάποιος πολίτης, ενώ η απόσταση που τον χώριζε από την παθούσα, 70 μέτρα και πλέον, δεν του επέτρεπε να αντιληφθεί την ύπαρξή της και να αποφύγει τον πυροβολισμό φοβούμενος την αστοχία ή τον εξοστρακισμό.

5. Μετά από αυτά και με δεδομένο ότι η επιλογή των ενδεδειγμένων μέτρων που έπρεπε να ληφθούν κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις για την αντιμετώπιση της κατάστασης (συμπλοκή με τον καταζητούμενο αλλοδαπό κακοποιό και τους ομοεθνείς του) ανήκει στη διακριτική εξουσία των αστυνομικών οργάνων, ελεγχόμενη μόνο ως προς την κακή χρήση της ή την κατάχρηση εξουσίας, το εφετείο απέρριψε τους ισχυρισμούς, ότι δηλαδή αγνοήθηκε από τους αστυνομικούς το γεγονός ότι η επιχείρηση σύλληψης των κακοποιών διεξαγόταν στην πυκνοκατοικημένη περιοχή της Κυψέλης ή ότι ο καταζητούμενος ήταν σεσημασμένος και επικίνδυνος κακοποιός, οπλοφορούσε και θα προσπαθούσε να αποφύγει τη σύλληψη με κάθε τρόπο ή ότι οι αστυνομικοί δεν είχαν λάβει τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας (αποκλεισμό και επιτήρηση της περιοχής και διακριτική ενημέρωση των διερχομένων) και δεν συγκροτούσαν παράλειψη οφειλομένων ενεργειών εκ μέρους της αστυνομίας λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών υπό τις οποίες εξελίχθηκαν τα γεγονότα. Τέλος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ο σχεδιασμός της αστυνομικής επιχειρήσεως για τη σύλληψη του κακοποιού στον εξωτερικό χώρο και όχι στο εσωτερικό του μπαρ, όπου υπήρχε δυνατότητα αιφνιδιασμού των κακοποιών χωρίς να ανταλλαγούν πυροβολισμοί, αποτελεί ζήτημα που ανάγεται στην κατ’ ουσία κρίση των αστυνομικών οργάνων, τα οποία έδρασαν εντός των ορίων της διακριτικής τους εξουσίας και δεν υπέκειτο στον έλεγχο του δικαστηρίου. Επομένως, το Διοικ. Εφ. Αθηνών με την (619/2008) απόφασή του έκρινε, ότι δεν υπήρξε παρανομία εκ μέρους των οργάνων του Δημοσίου και απέρριψε την έφεση, επικυρώνοντας την κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, έστω και με διαφορετική αιτιολογία. Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παρανομία των οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας κατά τη διενέργεια της επιχείρησης σύλληψης των κακοποιών, συνεκτιμώντας αφ’ ενός μεν τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν τα όργανα για την αντιμετώπιση κάθε υπόθεσης καταβάλλοντας, στην προκειμένη περίπτωση, την επιμέλεια που επιβαλλόταν στο πλαίσιο της ασκήσεως των καθηκόντων τους για τη διασφάλιση της έννομης τάξης και ασφάλειας προβαίνοντας σε συγκεκριμένες ενέργειες, αφετέρου δε τα πραγματικά περιστατικά που εκτέθηκαν με την απόφαση, από τα οποία, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση των δικαστηρίων της ουσίας, προέκυψε ότι ελήφθησαν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας από τα αστυνομικά όργανα.

6. Στη συνέχεια των ανωτέρω το Σ.τ.Ε. (950/2014) απέρριψε την αίτηση αναίρεσης, αφού έκρινε ότι αιτιολογημένα απορρίφθηκε η αγωγή αποζημίωσης και επικύρωσε την απόφαση του Δ.Ε.Α. Τέλος, ο λόγος αναιρέσεως ότι η χρήση του υπηρεσιακού όπλου του αστυνομικού οργάνου έγινε κατά παράβαση του άρθρου 3 του ν. 3169/2003 (που απαγορεύει τον πυροβολισμό εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγεί τρίτος), πρέπει να απορριφθεί επίσης ως αλυσιτελής, διότι ο νόμος αυτός, που άρχισε να ισχύει από τις 23.7.2003 δεν ήταν εφαρμοστέος κατά τον κρίσιμο χρόνο του τραυματισμού (11.5.2003). Σε κάθε περίπτωση όμως, θεωρούμε ότι οι διατάξεις του μεταγενέστερου νόμου δεν επηρεάζουν την εν λόγω νομολογία.


κείμενο του αντιστράτηγου ε.α. Νίκου Μπλάνη.
_


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια